Pαρακολουθώντας τη σύγχρονη ελληνική Αριστερά αισθάνεται ο καθείς τον μετεωρισμό, την ταλάντευση και την περιπτωσιολογία, θεωρητική και πολιτική, που κυριαρχεί στις τάξεις της.

Επηρεασμένη προφανώς και από το πρόσφατο πέρασμα του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία μοιάζει χαμένη και απoσυντονισμένη σαν να έχει χάσει τον στόχο και τα πατήματά της.

Η διακυβέρνηση Τσίπρα σχεδόν την «επιμόλυνε» με της εξουσίας τα συνήθη αμαρτήματα, κλόνισε τον μύθο της και αλλοίωσε το «φωτεινό» παράδειγμά της, που μέχρι πρότινος περιέφερε ως άλλο ιερό δισκοπότηρο.

Η Αριστερά που κυβέρνησε, αφού πέρασε μια φάση άγονης και προβληματικής αντίστασης έναντι των διεθνών εταίρων και δανειστών, παραδόθηκε στην κυριολεξία στις αντίπαλες δυνάμεις και ιδεολογίες.

Κατέστη διαχειρίστρια της πιο ακραίας φιλελεύθερης εκδοχής των πραγμάτων στην οικονομία, συσχετίστηκε ακόμη και με χυδαίες εκφράσεις του κεφαλαίου, έχτισε σχέσεις και συμφέροντα με αντιπροσωπευτικούς εκπροσώπους της εγχώριας διαπλοκής που τα προηγούμενα χρόνια κατακεραύνωνε και άφησε πίσω της το στίγμα ότι «όλοι ίδιοι είναι».

Τώρα παλεύει ανάμεσα στο ηρωικό παρελθόν και το προβληματικό παρόν, άγεται και φέρεται από τα «φρικιά» και τους δογματικούς που την καθυβρίζουν και από τους οπορτουνιστές βεβαίως που ονειρεύονται μια μετεξέλιξη ικανή να τους κρατήσει ζωντανούς στο παιχνίδι της εξουσίας, η οποία εν τέλει τους καταγοήτευσε και επί της ουσίας τους αιχμαλώτισε.

Εσωστρεφής και περίκλειστη όπως είναι πια, αυτοπεριορίζεται σε προσωπικούς ανταγωνισμούς, σε άγονες αντιπαραθέσεις χωρίς ουσία και περιεχόμενο, δεν δύναται να αποδώσει ολοκληρωμένο και επίκαιρο σχέδιο για τη χώρα και τους πολίτες, δεν μπορεί και ίσως δεν θέλει να παρακολουθήσει την κίνηση των ιδεών και των αναζητήσεων που επικρατούν σε αντίστοιχα σχήματα διεθνώς.

Απουσιάζουν, για παράδειγμα, από το εσωτερικό της οι ουσιαστικές και εμπεριστατωμένες έρευνες για τη διαρκή τα τελευταία χρόνια υποτίμηση της εργασίας έναντι του κεφαλαίου και των άλλων παραγωγικών συντελεστών.

Δεν εξηγούνται οι ανισότητες, ούτε οι πολιτικές που τις αναδεικνύουν, δεν τολμούν, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, οι εκπρόσωποί της να υποστηρίξουν την ανάγκη υψηλότερων φορολογικών συντελεστών για τον μεγάλο πλούτο, δεν επικαλούνται καν τον Μπιλ Γκέιτς, τον πλουσιότερο άνθρωπο του πλανήτη, ο οποίος βλέποντας το κοινωνικό αδιέξοδο δηλώνει πρόθυμος να πληρώσει υψηλότερους φόρους.

Δεν είναι σε θέση να παρακολουθήσουν τη συζήτηση που διεξάγεται στους κόλπους του κόμματος των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ για όλα τα μεγάλα θέματα του σύγχρονου κόσμου, από την οικονομία και τη μετανάστευση, μέχρι τα δικαιώματα των κάθε λογής μειονοτήτων.

Αντιπαρέρχονται τον κύκλο των εξελισσόμενων γεωπολιτικών ανακατατάξεων, δεν τοποθετούνται ευκρινώς για την Ευρώπη, ούτε για τις συνθήκες προστατευτισμού που επιχειρεί να επιβάλει ο Τραμπ, δεν λένε κουβέντα για τον ανταγωνισμό ΗΠΑ, Κίνας, Ρωσίας, παρακάμπτουν τον ρόλο της Τουρκίας, δεν είναι σε θέση καν να προσεγγίσουν τα σήματα και μηνύματα της μικρής Σουηδέζας Γκρέτα Τούνμπεργκ για το μείζον πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής.

Κοινώς αποδίδουν μια Αριστερά μικρών οριζόντων και χαμηλών προσδοκιών, που εξαντλείται σε ένα παίγνιο εσωτερικών ισορροπιών που ουδένα συγκινεί και ουδένα ενδιαφέρει. Αυτή η Αριστερά δεν μπορεί να έχει καμία τύχη. Ας το γνωρίζουν όσοι διαχειρίζονται το παρόν και το μέλλον της.