Τα κόμματα υπάρχουν ως τέτοια, μόνο όταν έχουν πρόταση εξουσίας και διακυβέρνησης. Σχηματισμοί που επαγγέλλονται μόνο την αντιπολίτευση δεν είναι κόμματα. Δεν ισχύει όμως το ίδιο με τους διανοούμενους, όταν αυτοί εμπλέκονται στην κομματική ζωή. Ο Νικόλας Σεβαστάκης σ’ ένα εξαιρετικό κείμενό του στο «Βήμα» (15.9.2019) με τίτλο «σε τι χρησιμεύουν οι διανοούμενοι» – ειρήσθω εν παρόδω τέτοια κείμενα πρέπει να διαβάζονται στην έντυπη μορφή τους, το Διαδίκτυο τα αδικεί – μάς καλούσε «να μην αποδεχτούμε την κάπως πένθιμη -και κατά βάθος ελάχιστα δημοκρατική – ιδέα πως η διανόηση πρέπει να λειτουργεί ως εμψυχωτής του φρονήματος για τα φιλοκυβερνητικά ή αντικυβερνητικά πάθη της ημέρας». Αυτό όμως αφορά γενικά τους διανοούμενους. Τι γίνεται όμως με αυτούς που «τολμούν» να είναι σε κόμματα;

Ας φανταστούμε τα κόμματα σαν ένα δοχείο γεμάτο με λάδι (κομματική γραμμή) και νερό (ιδέες). Το λάδι επιπλέει στο νερό γιατί είναι ελαφρύτερο. Οταν όμως πέσει στο δοχείο αλάτι, αυτό παρασέρνει το λάδι κάτω από την επιφάνεια του νερού. Οι διανοούμενοι στα κόμματα είναι αυτό το αλάτι. Δυστυχώς η ευτυχώς το αλάτι λιώνει γρήγορα και τότε το λάδι επανέρχεται στην επιφάνεια.

Υπάρχουν σ’ αυτή την περίπτωση δύο πολύ κακές λύσεις και μια δυνατότητα. Η πρώτη κακή λύση είναι να ξεχάσουν οι διανοούμενοι τη φύση τους και να γίνουν λάδι λειτουργώντας ως φερέφωνα των ηγετικών ομάδων, δικαιολογώντας φανερά τα αδικαιολόγητα ή κρυπτόμενοι πίσω απ’ αυτά. Η δεύτερη κακή λύση είναι να αποτραβηχθούν από την πολιτική αδιαφορώντας για τα ρεύματα κοινωνικού αυτοματισμού που διατρέχουν τις κοινωνίες για να κοιτάζονται στον καθρέπτη του νοητικού ναρκισσισμού.

Ποια είναι όμως η δυνατότητα; Οι διανοούμενοι στα κόμματα δεν μπορούν να χρησιμοποιούν φράσεις σαν αυτές «όπως λέει ο/η ηγέτης» ή «το κόμμα μας». Οι ιδέες τους είναι πάνω από το κόμμα και τους ηγέτες. Αλλά εξίσου παράδοξο είναι αυτοί να μην ενδιαφέρονται για το «εμείς» της κοινωνίας των πολιτών. Με άλλα λόγια, η προαναφερθείσα εδώ δυνατότητα είναι το ενδιαφέρον για το «κοινωνικό ζήτημα» και τις ανισότητες.

Και πώς μπορούν να εκφράζουν αυτή τη δυνατότητα μέσα στα κόμματα οι διανοούμενοι, πριν «λιώσουν» σαν το αλάτι; Γιατί σίγουρα θα λιώσουν. Ιδιαίτερα αν τα κόμματα περιφρονούν την εσωκομματική δημοκρατία, αν έχουμε να κάνουμε τον 21ο αιώνα με κόμματα σαν αυτά που περιέγραφε ο Ρόμπερτ Μίχελς στις αρχές του 20ού αιώνα. Το 1910 αυτός μελετώντας την κομματική ζωή των σοσιαλιστικών κομμάτων κατέληξε στην ανάπτυξη του περίφημου «σιδηρού νόμου της ολιγαρχίας». Σύμφωνα με τα συμπεράσματά του, στα σοσιαλδημοκρατικά, αλλά όχι μόνο, κόμματα διαμορφώνονταν ολιγαρχικές δομές, οι οποίες οδηγούσαν στη συγκέντρωση εξουσιών σε μικρές μειοψηφίες. Η μόνη απάντηση σ’ αυτόν τον «σιδηρούν νόμο» είναι τα οργανωμένα σε ιδεολογικές τάσεις κόμματα. Κόμματα πλειοψηφιών και μειοψηφιών. Εκεί πραγματικά έχουν θέση και ρόλο οι διανοούμενοι. Οχι ως κήρυκες μιας πρότασης εξουσίας αλλά ως κριτικοί υποστηρικτές διαφορετικών πλουραλιστικών μοντέλων εξουσίας.

Οι διανοούμενοι που μετέχουν σε κάποια κομματική οργάνωση, χάνουν όταν ταυτίζονται με τη μια ή την άλλη ηγετική ομάδα, με τον έναν ή τον άλλο αρχηγό. Κατά τον κοινωνιολόγο Μαρσέλ Μος, πολύ στενό φίλο του σοσιαλιστή ηγέτη Ζαν Ζορές, ο ρόλος τους είναι να ωθήσουν ηγεσίες και μέλη να σκέπτονται πρακτικά, με μετριοπάθεια και δίχως προκατάληψη. Διανοούμενοι και εξουσία είναι πράγματα διαφορετικά. Αυτοί όμως οφείλουν να επιδαψιλεύουν στη δεύτερη τις συμβουλές τους, υπό τον όρο εν τούτοις να παραμένουν οι ίδιοι εκτός της άμεσης άσκησης της εξουσίας.

Αν όμως έχουμε να κάνουμε με προσωποπαγή μη δημοκρατικά κόμματα, που οργανώνουν συνέδρια (ΠαΣοΚ) με δανεικούς συνέδρους, με κόμματα όπου κυνικά οι ηγεσίες τους ομολογούν ότι «δεν έχουν βάση» και με στελέχη του τύπου «πετάει ο γάιδαρος», εδώ είναι πολύ πιθανό η κομματική συμμετοχή να ακυρώνει τις ιδιότητες και τον ρόλο τους ως διανοουμένων. Κανένας δεν το βίωσε αυτό καλύτερα από τον πρόδρομο του Διαφωτισμού Νικολό Μακιαβέλι. Αυτός ενώ συμβούλευε τους ηγεμόνες με αποτελεσματικό γι’ αυτούς τρόπο, πλήρωσε τη δική του συμμετοχή στην πολιτική με μεγάλες προσωπικές απογοητεύσεις και διώξεις. Ετρεχε πάντα αδύναμος πίσω από τους δυνατούς, ενώ οι ηγεμόνες γίνονταν πιο δυνατοί όταν τον άκουγαν. Ο οργανωτής των επιτυχιών πολλών ηγεμόνων ήταν ο ίδιος ένας loser της πολιτικής. Οι ισορροπίες μεταξύ της συμμετοχής στην πολιτική και στην ανεξαρτησία των διανοουμένων είναι φοβερά ασταθείς. Ιδιαίτερα επικίνδυνες. Πολλές φορές τους οδηγούν στην ασφυξία. Και δυστυχώς τις περισσότερες απ’ αυτές τίποτα δεν μπορεί να τους επαναφέρει στη ζωή.

Τελικά οι διανοούμενοι σε κόμματα πρέπει να συνδυάζουν τις τρεις περίφημες απαιτήσεις του Ντιντερό: Ανοιχτό μυαλό, δυνατή αλλά και αυτοελεγχόμενη φαντασία και ανάστατη ψυχή. Αυτοί οφείλουν να δίνουν τον αγώνα κατά του ανορθολογισμού μέχρι εκεί που να μην τους αλλοτριώνουν οι φιλοδοξίες των εξουσιών και των ηγετών. «Κομματικοί» διανοούμενοι άκριτοι υποστηρικτές-φυτά της εκάστοτε ηγεσίας ή και της αντιπολίτευσης σ’ αυτήν δεν νοούνται ως τέτοιοι. Γιατί οι διανοούμενοι – είπαμε – είναι αλάτι και όχι φυτά. Εξάλλου ένα καλό βιβλίο είναι πολύ καλύτερη παρέα από μια πληκτική πολιτική.

*Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας.
Το βιβλίο του «Το πρωτείο της Δημοκρατίας. Η σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.