Η αναφορά μας την περασμένη εβδομάδα σε μεταανάλυση η οποία απενοχοποιούσε την κατανάλωση κόκκινου κρέατος αλλά και επεξεργασμένων κρεάτων και την αποσυνέδεε από την αύξηση των κρουσμάτων καρκίνου ή/και καρδιαγγειακών νοσημάτων έγινε με κάθε επιφύλαξη, καθώς ερχόταν να ανατρέψει τα δεδομένα. Δεν μας εξέπληξε λοιπόν το γεγονός ότι η εργασία στην οποία αναφερθήκαμε προκάλεσε αντιδράσεις, διεθνείς και εγχώριες.

Με χαρά δημοσιεύουμε σήμερα την επιστολή την οποία μάς έστειλε ο ομότιμος καθηγητής Παθολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Νικόλαος Λ. Κατσιλάμπρος: «Με αρκετή έκπληξη διάβασα στο περιοδικό «Annals of Internal Medicine» της 1ης Οκτωβρίου ορισμένα άρθρα του τύπου της μεταανάλυσης σε σχέση με την κατανάλωση κρέατος και καρδιαγγειακών θανάτων ή συμβαμάτων ή και καρκίνου. Οι συγγραφείς, ερμηνεύοντας τα ευρήματά τους περί του ότι η λήψη τριών-τεσσάρων μερίδων κόκκινου κρέατος την εβδομάδα έχει σχετικά μικρή βλαβερή επίδραση, αποτολμούν και σπεύδουν, αντίθετα προς τα διεθνώς καθιερωμένα, να κάνουν συστάσεις-οδηγίες (NutriRECS Consortium) δικαιώνοντας την, σε αυτόν τον βαθμό, τωρινή κατανάλωση κρέατος.

Προσωπικά, θεωρώ ότι είναι πολύ πρόωρο να γίνουν αυτού του τύπου συστάσεις προς το κοινό. Οι λόγοι για αυτό είναι πολλοί και διάφοροι. Ενδεικτικά αναφέρω τα εξής:

Κατ’ αρχάς, οι ίδιοι οι συγγραφείς αναφέρουν περιορισμούς (μειονεκτήματα) των μελετών τους, όπως, για παράδειγμα, ότι πρόκειται κυρίως για μελέτες παρατήρησης και όχι για τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες, διότι οι μελέτες παρατήρησης δεν επιτρέπουν εξαγωγή συμπερασμάτων, καθόσον δεν αποδεικνύουν αναγκαστικά σχέση αιτίου και αιτιατού, δηλαδή αποτελέσματος. Το ίδιο ακριβώς ισχυρίζονται στο ίδιο τεύχος του περιοδικού δύο ανεξάρτητοι σχολιαστές (Carroll AE and Doherty TS) σε σχετικό άρθρο σύνταξης, τονίζοντας μάλιστα ότι είναι καιρός να σταματήσει διεθνώς η διενέργεια απλών μελετών παρατήρησης. Περαιτέρω, οι συγγραφείς αναγνωρίζουν ότι η από μνήμης λήψη διατροφικού ιστορικού υπόκειται στο ενδεχόμενο ανακρίβειας των αναφερόμενων στοιχείων και ότι επιπλέον δεν αναφέρεται η μέθοδος μαγειρέματος του κρέατος (το ψητό κρέας θεωρείται περισσότερο καρκινογόνο από ό,τι το βραστό).

Επίσης, στα υπό συζήτηση άρθρα αναφέρεται ότι το κατεργασμένο κρέας (αλλαντικά, μπέικον, λουκάνικα, προσυσκευασμένα προϊόντα κρέατος) δεν φαίνεται να βλάπτει, ενώ πολλές προγενέστερες δημοσιεύσεις ομιλούν ότι ειδικά η συστηματική κατανάλωση αυτού του τύπου των κρεάτων είναι βλαβερή κυρίως λόγω προστιθέμενου αλατιού και ορισμένων συντηρητικών ουσιών. Hδη, η Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία, η Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρεία, ερευνητές του Harvard κ.ά. ασκούν φοβερή κριτική σε αυτές τις δημοσιεύσεις. Σημειώνω εξάλλου ότι μια πρόσφατη σημαντική δημοσίευση στο BMJ (2019, 365: 12110), η οποία αναφέρεται σε άτομα που παρακολουθήθηκαν για οκτώ χρόνια, συμπεραίνει ακριβώς τα αντίθετα.

Γενικό συμπέρασμα: Ας μη βιαστούμε να καταρρίψουμε διαμιάς παραδοχές που στηρίζονται σε ισχυρά δεδομένα. Πολύ πιθανό να ισχύει και εδώ το «παν μέτρον άριστον»».

Νομπέλ και «συγγένειες»

Το βραβείο Νομπέλ, η πλέον περίβλεπτη επιστημονική διάκριση, είναι φυσικό να εγείρει έντονα συναισθήματα. Προφανώς και χαίρονται οι τιμώμενοι! Προφανώς και κάποιοι άλλοι αισθάνονται απογοήτευση που δεν έτυχαν της ίδιας τιμής. Αλλά υπάρχουν και εκείνοι που νιώθουν χαρά και υπερηφάνεια για τους φίλους ή/και συνεργάτες τους που περνούν στο πάνθεον των τιμημένων με Νομπέλ. Μια τέτοια περίπτωση είναι ο κ. Στυλιανός Αντωναράκης, ο ομότιμος (αν και παραμένει ενεργός) καθηγητής Γενετικής του Πανεπιστημίου της Γενεύης: ένας από τους τρεις εφετινούς τιμωμένους με το βραβείο Νομπέλ Ιατρικής, ο Γκρεγκ Σεμένζα (Gregg Semenza), υπήρξε μεταδιδακτορικός υπότροφος στο εργαστήριο του έλληνα γενετιστή στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Μεταξύ των τεσσάρων επιστημονικών άρθρων τα οποία προέκυψαν από αυτή τη συνεργασία είναι και εκείνο στο οποίο ο Σεμένζα περιγράφει την πρώτη παρατήρηση του παράγοντα της υποξίας (Hypoxia Factor – HF), για τη μετέπειτα ταυτοποίηση και διαλεύκανση της δράσης του οποίου και βραβεύθηκε. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος της 1ης Ιουλίου 1991 της επιθεώρησης PNAS με τίτλο «Hypoxia-inducible nuclear factors bind to an enhancer element located 3′ to the human erythropoietin gene» και βεβαίως, όπως είθισται, είχε πρώτο συγγραφέα τον Σεμένζα (τον ερευνητή δηλαδή που πραγματοποίησε τα πειράματα) και τελευταίο τον Αντωναράκη (τον επικεφαλής ερευνητή). «Αισθάνομαι πολύ περήφανος για τον Γκρεγκ, από τη συνεργασία μου με τον οποίο διατηρώ τις καλύτερες αναμνήσεις» μας είπε ο κ. Αντωναράκης.

Αλλά και από το Τμήμα Βιοχημείας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας στη Λάρισα μας ήρθαν μηνύματα χαράς. Αφενός επειδή, όπως μας εκμυστηρεύθηκε ο καθηγητής κ. Γιώργος Σίμος, «η φετινή βράβευση φέρνει στο άμεσο προσκήνιο και τιμά το  πεδίο της υποξίας στο οποίο εδώ και 15 χρόνια δραστηριοποιείται το Εργαστήριό μας, έχοντάς το επιλέξει ως το κεντρικό ερευνητικό του αντικείμενο» και αφετέρου επειδή η ερευνητική του ομάδα αλλά και τα υπόλοιπα μέλη της ελληνικής ερευνητικής κοινότητας είχαν πέρυσι την ευκαιρία να γνωρίσουν από κοντά τον σερ Πίτερ Ράτκλιφ (Sir Peter Ratcliffe), έναν από τους τρεις εφετινούς τιμηθέντες με το Νομπέλ Ιατρικής. Ο βρετανός επιστήμονας ήταν ο κεντρικός προσκεκλημένος ομιλητής στο 69ο Πανελλήνιο Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Βιοχημείας και Μοριακής Βιολογίας (ΕΕΒΜΒ), που διοργανώθηκε πέρυσι στη Λάρισα (από όπου και η φωτογραφία του).