Τον Ιούλιο του 2013, η 31 ετών Μιγουά Σαντό, δημοσιογράφος της δημόσιας τηλεόρασης ΝΗΚ στο Τόκιο βρέθηκε νεκρή στο διαμέρισμά της εξαιτίας καρδιακής ανεπάρκειας. Πολύ αργότερα αποκαλύφθηκε ότι η νεαρή, τον τελευταίο μήνα της ζωής της είχε δουλέψει 159 ώρες και 37 λεπτά υπερωρίας, παίρνοντας μόνο δυο ημέρες ρεπό από την εργασία της. Ο θάνατός της χαρακτηρίστηκε επίσημα “θάνατος από υπερβολική δουλειά”.

Η περίπτωσή της ήταν μία από τις αναρίθμητες στη χώρα, γνωστή για τη θλιβερή εργασιακή κουλτούρα των υπερωριών. Είναι τόσο συνηθισμένο το φαινόμενο που η Ιαπωνία διαθέτει και ειδική ορολογία. Η λέξη “karoshi ” σημαίνει τον αιφνίδιο θάνατο που οφείλεται σε εξάντληση από υπερβολική εργασία και ο οποίος δεν συνδέεται με ιατρικά προβλήματα.

Η πρώτη περίπτωση “karoshi ” καταγράφηκε το 1969 και σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, το 2017 σημειώθηκαν 190 θάνατοι στην ασιατική χώρα από υπερβολική εργασία. Νωρίτερα εφέτος, η ιαπωνική κυβέρνηση πέρασε νόμο ο οποίος περιορίζει τις νόμιμες υπερωρίες σε 45 ώρες μηνιαίως, με παράταση έως και 100 ώρες το μήνα για μέγιστο διάστημα έξι μηνών το χρόνο.

Πολλοί ωστόσο εκφράζουν αμφιβολίες ότι αυτός θα υπερισχύσει της τοξικής εργασιακής κουλτούρας που υφίσταται εδώ και πολλές δεκαετίες στη χώρα. Η πίεση στους εργαζομένους είναι μεγάλη κατά γενική ομολογία και όπως γλαφυρά αναφέρει ο διευθυντής Ασιατικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Temple του Τόκιο Τζεφ Κίνγκστον στην εφημερίδα Guardian, “εφόσον επικρατεί η ηθική της εργασίας των σαμουράι, είναι δύσκολο να είσαι αισιόδοξος”.

Σύμφωνα με ανεξάρτητη έρευνα, το Τόκιο έρχεται πρώτο στη λίστα ανάμεσα σε 40 πόλεις του κόσμου όπου οι άνθρωποι εργάζονται υπερβολικά, ωστόσο όπως κατέδειξαν τα τελευταία στοιχεία του ΟΟΣΑ σχετικά με την παραγωγικότητα, η Ιαπωνία είναι η λιγότερο παραγωγική χώρα της ομάδας των G7. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι κατά περίπου 59% πιο παραγωγικές.

Εν τω μεταξύ, ετήσια έκθεση της ελβετικής τράπεζας UBS, που εξετάζει τον αριθμό των ωρών εργασίας σε διάφορες πόλεις, βρήκε ότι η Βομβάη, η μεγαλύτερη δηλαδή πόλη της Ινδίας, είναι η πιο “σκληρή” πόλη στον κόσμο σε ό,τι αφορά τις ώρες απασχόλησης.  Εκεί καταγράφεται ο μεγαλύτερος μέσος όρος, δηλαδή 3.315 ώρες δουλειάς ετησίως ανά εργαζόμενο.

Στο άλλο άκρο της κλίμακας βρίσκεται το Λάος, όπου ο μέσος εργασίας φθάνει τις 609 ώρες ετησίως ανά εργαζόμενο. Από τις 77 πόλεις της κατάταξης το Τόκιο βρίσκεται στην 32η θέση με ετήσιο μέσο όρο 1.997 ώρες, πίσω από το Λονδίνο (2.022 ώρες) και τη Νέα Υόρκη (2.046 ώρες).

Όμως, όπως συμβαίνει με την περίπτωση της Ιαπωνίας και άλλων πόλεων, οι πολλές ώρες εργασίας δεν ισοδυναμούν απαραίτητα με υψηλή παραγωγικότητα. Σύμφωνα με τη μελέτη της UBS, η πόλη του Μεξικού είναι η τρίτη σκληρότερη πόλη σε ό,τι αφορά τις ώρες εργασίας στον κόσμο με τον μέσο όρο να φθάνει τις 2.622 ώρες ετησίως κατά κεφαλή.

Ωστόσο, το Μεξικό είναι το λιγότερο παραγωγικό από τις χώρες που αναφέρονται στα στοιχεία του ΟΟΣΑ. Κάθε εργάσιμη ώρα στο Μεξικό συνεισφέρει στο ΑΕΠ 18,8 δολάρια ενώ η αντίστοιχη ώρα στην Ιρλανδία 84 δολάρια. Κατά μέσο όρο οι εργαζόμενοι στο Δουβλίνο εργάζονται 1.856 ώρες ετησίως.

Παρά τα στοιχεία που υποδεικνύουν ότι οι λιγότερες ώρες εργασίας μπορεί να έχουν θετικό αντίκτυπο στα επίπεδα παραγωγικότητας, η υπερβολική εργασία εξακολουθεί να αποτελεί σύνηθες φαινόμενο σε πολλές πόλεις. Επίσημες μελέτες που έγιναν το 2019 στο Ηνωμένο Βασίλειο για παράδειγμα, αποκαλύπτουν ότι ένας στους τέσσερις εργαζόμενους εργάζεται υπερωρίες κατά τουλάχιστον 10 ώρες την εβδομάδα, ένας στους τρεις εργαζόμενους αναφέρει ότι έχει πάρα πολλή δουλειά για να ολοκληρώσει την εργασία του και ένας στους πέντε, δεν έχει το χρόνο να κάνει τη δουλειά του στο χρονοδιάγραμμα που του έχει ανατεθεί.

“Οι εργοδότες συχνά δεν λαμβάνουν υπόψη αυτές τις απτές αποδείξεις ότι οι πολλές ώρες εργασίας δεν αντιστοιχούν σε καλές επιδόσεις” αναφέρει στη βρετανική εφημερίδα ο Γκάιλ Κίνμαν, ψυχολόγος επαγγελματικής υγείας στο Πανεπιστήμιο του Bedfordshire. “Στην πραγματικότητα, συμβαίνει το αντίθετο. Όσο περισσότερο εργάζονται οι άνθρωποι, τόσο πιο φτωχές είναι οι επιδόσεις τους, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να συγκεντρωθούν καλά, να έχουν ασθενή μνήμη, να θέτουν σε κίνδυνο τη δημιουργικότητά τους και να μην μπορούν να λύνουν τα προβλήματά τους”, προσθέτει ο καθηγητής.

Ο Κίνμαν προειδοποιεί επίσης ότι οι πολλές ώρες εργασίας μπορεί να έχουν αντίκτυπο στην ψυχική και σωματική υγεία επειδή οι άνθρωποι “αποστραγγίζονται” και η κούρασή τους δεν αναπληρώνεται επαρκώς. Όπως τονίζει είναι κρίσιμο να θέτουμε όρια: “το να κατεβάζουμε τους διακόπτες -σωματικά και πνευματικά- από την εργασία είναι απαραίτητο για τη διασφάλιση της υγείας και της χαράς στην προσωπική ζωή”. Τα συχνά διαλείμματα στη διάρκεια του έτους είναι το καύσιμο που μας πάει πιο μακριά και μας κάνει να αντέχουμε περισσότερο.