Ο Κυριάκος Μητσοτάκης διαχώρισε και απέκλεισε τον αντίπαλό του, Αλέξη Τσίπρα, από τις ανακριτικές διαδικασίες της Βουλής, για τη Συριζαϊκή σκευωρία εναντίον κορυφαίων εκπροσώπων της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ, και δύο πρώην πρωθυπουργών για την υπόθεση της Novartis.

Έκπληκτη, μεγάλη μερίδα του Εκλογικού Σώματος, αλλά ταυτόχρονα θορυβημένο και το κομματικό-κοινοβουλευτικό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ εξέφρασαν αντιστοίχως την απορία, τη «διαμαρτυρία» τους αλλά και τον πανικό τους για την αιφνίδια αυτή πρωθυπουργική κίνηση!

Οι ερμηνείες που δόθηκαν σ’ αυτή την ανεξικακία του πρωθυπουργού βασίστηκαν σε δύο λόγους και συγκεκριμένα στο ότι:

  • Με την απεμπλοκή του Αλέξη Τσίπρα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης διαχώρισε αναδρομικά το ρόλο του ως ανεξίκακου πρωθυπουργού, από το προπατορικό αμάρτημα της παραπομπής του Ανδρέα Παπανδρέου, στη σκευωρία και παρωδία του Ειδικού Δικαστηρίου. Με πρωταγωνιστές, σ’ αυτή τη «στημένη» δίκη, τον πατέρα του Κυριάκου, τον Κων. Μητσοτάκη και την τότε συνασπισμένη αριστερή δυάδα Φλωράκη-Κύρκου, που θεωρούσαν το πλειοψηφικό ρεύμα υπέρ του ΠΑΣΟΚ φευ, ως υφαρπαγή… «ιδιόκτητων» (!) ψήφων της τότε παραδοσιακής κομμουνιστικής και της τότε «ανανεωτικής» Αριστεράς (ΚΚΕσ-ΕΑΡ).
  • Με την επιείκειά του αυτή, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα επαναλάμβανε τη μεγαθυμία του Κωνσταντίνου Καραμανλή και Ανδρέα Παπανδρέου. Θυμίζω, ότι ο Κων. Καραμανλής Ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε διαφωνήσει με τον πατέρα του Κυριάκου Μητσοτάκη, για την παραπομπή του Ανδρέα στο Ειδικό Δικαστήριο. Με τη σειρά του, ο Ανδρέας Παπανδρέου έδωσε εντολή, για την μη παραπομπή του Κων. Μητσοτάκη στο Ειδικό Δικαστήριο για τα σκάνδαλα ΑΓΕΤ-Ηρακλή και των τηλεφωνικών υποκλοπών. Και οι δύο ενήργησαν τότε, για ένα έστω και ολιγόχρονο κατευνασμό των πολιτικών παθών. Ένας ακόμα λόγος αυτής της «επιείκειας» η μη… ηρωοποίηση, ως αδίκως διωκομένου, του Αλέξη Τσίπρα.

Όμως, μετά τον κατευνασμό αυτό, άρχισαν και μάλιστα στο κρεσέντο τα κονσέρτα της Διχόνοιας και του Διχασμού. Πρώτα με το σκάνδαλο της Μονής του Βατοπεδίου, με υπόλογους υπουργούς του Κώστα Καραμανλή.

Επακολούθησε η διαδικασία, με το νόμο περί ευθύνης υπουργών, για 2 πρώην πρωθυπουργούς(Σαμαράς-Πικραμένος) και 8 πρώην υπουργούς της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων και όχι φυσικά με το αντιδημοκρατικό συγχωροχάρτι της παραγραφής του ίδιου ολιγαρχικού νόμου περί ευθύνης υπουργών.

Όλοι ενώπιον των φυσικών δικαστών!

Όμως πιστεύω, ότι για κάθε στοιχειωδώς ενημερωμένο περί τα πολιτικά πολίτη, πολλώ δε μάλλον για τους πρωτοετείς της Νομικής Σχολής δεν υπήρξε ούτε ένας από αυτούς, που να… παραμυθιάστηκε, από το αιώνιο θέατρο της αναίσχυντης, βάναυσης και αντισυνταγματικής καταπάτησης της διάκρισης των ανεξάρτητων εξουσιών (Εκτελεστική, Νομοθετική, Δικαστική). Δηλαδή, από τον ξεπεσμό του βουλευτικού σώματος αλλά και ορισμένων κυβερνήσεων (με πρώτους διδάξαντες τον διχασμό τους Συν-ΣΥΡΙΖΑ) στο ρόλο του σφετεριστή της Δικαστικής Εξουσίας, με τις ακόλουθες ηθικά, νομικά και πολιτικά κολάσιμες υστεροβουλίες. Και συγκεκριμένα με:

  • Τη δημιουργία καθεστώτος ομηρίας του Δικαστικού Σώματος στην Εκτελεστική Εξουσία (Διορισμός της ηγεσίας των Δικαστών και Εισαγγελέων από το Υπουργικό Συμβούλιο).
  • Την επίμονη άρνηση των εκάστοτε κυβερνήσεων να θεσμοθετήσουν την εκλογή των εκπροσώπων του Δικαστικού Σώματος με αρχαιρεσίες από τα μέλη του.
  • Την, παρά τις μυξοπαρθενικές αντιθέσεις, κατά του νόμου περί ευθύνης υπουργών, διαιώνιση της ισχύος αυτού του νόμου, που τον χρησιμοποιούν ως όπλο υβριστικής και συκοφαντικής τακτικής κατά του αντιπάλου τους, τόσο η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση.
  • Τη διατήρηση της βουλευτικής ασυλίας και με την σε σπάνιες περιπτώσεις άρση της, λόγω του κοινού συντεχνιακού συμφέροντος των μελών της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας.
  • Τη συνταγματική ρύθμιση της δικαστικής ισονομίας και ισοπολιτείας, ώστε όλοι οι υπόλογοι και υπόδικοι βουλευτές και υπουργοί να δικάζονται, όπως όλοι οι Έλληνες πολίτες, από τους φυσικούς δικαστές και όχι από τα ρεβανσιστικά βουλευτικά, όχι δικαστήρια, αλλά ΚΑΚΟΔΙΚΕΙΑ.

Συμπέρασμα: Μόνον έτσι θα καταργηθεί ο ταξικός-ολιγαρχικός διαχωρισμός μεταξύ πολιτών και εκπροσώπων του κοινοβουλίου και της εκάστοτε ρεβανσιστικής κυβέρνησης.