Με κάτι σαν το «όλοι μαζί μπορούμε», ορισμένα συνθήματα της καμπάνιας του ΣΥΡΙΖΑ δείχνουν ενωτικά. Πίσω τους όμως δεν παύει να ηχεί αυτό που μέχρι πρόσφατα τόνιζαν κομματικά στελέχη και πολλοί δημοσιογράφοι της ΕΡΤ, ότι στις επόμενες εκλογές «θα συγκρουστούν δύο τελείως διαφορετικοί κόσμοι». Κι ένα σύνθημα σαν το «η χώρα μάς ανήκει» μία μόνο ανάγνωση μπορεί να έχει: ότι η χώρα «ανήκει» σε όσους ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ. Αυτός, κατά δήλωσή του, έδιωξε δανειστές και ξεφορτώθηκε μνημόνια∙ άρα οι αντίπαλοί του εντάσσονται στους εχθρούς της χώρας, στους αργυρώνητους πράκτορες ξένων συμφερόντων.

Οσο πιο ριζοσπαστική η Αριστερά άλλωστε τόσο πιο πολύ οι αγώνες της στοχεύουν στην πλήρη κατίσχυση επί των αντιπάλων και στην ηθική (τουλάχιστον) εξόντωσή τους. Τις μετά τις ευρωεκλογές δηλώσεις ότι «έτσι είναι η δημοκρατία, άλλοτε κερδίζεις, άλλοτε χάνεις» τις διακρίνει μια κραυγαλέα κάλπικη ψυχραιμία.

Το «άλλοτε χάνεις» τους είναι αδιανόητο. Στη δική τους αντίληψη περί δημοκρατίας, οι αντίπαλοι είναι στυγνοί εκμεταλλευτές, φασίστες, αιμοδιψή κοράκια με νύχια γαμψά κ.ο.κ. Αν καταστούν αποδεκτές οι εναλλαγές στην εξουσία, τι γίνεται ο μαρξισμός-λενινισμός και πού πάει η «σύγκρουση δύο κόσμων»; Οι συνεχείς μομφές προς το ΚΙΝΑΛ, επειδή δεν προσέρχεται σύσσωμο να τους υποστηρίξει, τι άλλο δείχνουν αν όχι φρίκη απέναντι στην ιδέα του «άλλοτε κερδίζεις, άλλοτε χάνεις»;

Σε αυτό ακριβώς το κλίμα κινείται και ο συλλογισμός τον οποίο εξέθεσε ο Πρωθυπουργός σε πρόσφατη συνέντευξή του: «Κάτι πρέπει να συμβαίνει με τη Novartis, για να διαμαρτύρονται τόσο έντονα οι κατηγορηθέντες» είπε, «διότι αν είσαι αθώος περιμένεις, ήρεμα, να αποδειχθεί η αθωότητά σου από τη Δικαιοσύνη». Ατράνταχτο επιχείρημα. Εντελώς εφάμιλλο με εκείνο που υποστηρίζει ότι «οι καθαροί άνθρωποι δεν πλένονται ποτέ και μόνο οι βρωμιάρηδες κάνουν κάθε μέρα μπάνιο»! Διότι, αντίστοιχα, όσο βαριά και άδικα κι αν κατηγορηθείς, εφόσον είσαι αθώος αποστομώνεις τους κατηγόρους σου διά της δικαστικής ετυμηγορίας. Να καταγγέλλεις συκοφαντίες, να υποβάλλεις μηνύσεις και να γίνεσαι έξαλλος δείχνει πως «κάτι πρέπει να συμβαίνει» και κάποια ενοχή την έχεις σίγουρα.

Καίτοι αστείο, το επιχείρημα ηχεί ανατριχιαστικό σε πρωθυπουργικά χείλη. Μια τέτοια ιδέα παρουσιάζει και η πρώτη σκηνή του Μάκβεθ, αλλά εκεί ξέρουμε πού καταλήγει η πλοκή. Οι προφητείες των τριών μαγισσών αφήνουν αδιάφορο τον αθώο συμπολεμιστή του Μάκβεθ, τον Μπάνκο, ενώ ο ίδιος ο Μάκβεθ θορυβείται επειδή πράγματι εποφθαλμιά τον θρόνο του βασιλιά Ντάνκαν. Νομίζω όμως ότι η σύγκριση μάλλον εξωραΐζει τη σκέψη του Πρωθυπουργού. Πιθανότερη αφετηρία του δικού του συλλογισμού πρέπει να ήταν το «όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται».

Γνήσια θυμηδία, αντίθετα, προκαλεί το επιχείρημα που σε αλλεπάλληλες συνεντεύξεις επανέλαβε ο κ. Σκουρλέτης, δικαιολογώντας την υπερφορολόγηση των μεσαίων στρωμάτων στα χρόνια διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. «Ηταν», ξεκίνησε να εξηγεί με πάσα σοβαρότητα, «σαν μια μάνα με δυο παιδιά, ένα που κάπως στέκει στα πόδια του κι ένα ετοιμοθάνατο από ασιτία. Τι θέλετε να κάνει αυτή η μάνα;» έθεσε το μελοδραματικό ερώτημα. «Είναι υποχρεωμένη να στερήσει το φαγητό του πρώτου παιδιού, ώστε να σώσει εκείνο που λιμοκτονεί»! Εμφανώς εμπνευσμένο από το διάσημο κάποτε Οργανάκι του Αττίκ («κρεμάστηκε του λένε μια ζητιάνα / κι αφήνει αυτό το έρημο παιδί / Δεν είχε να το θρέψει η δόλια η μάνα / πού είν’ ο προκομμένος να το δει;»), το επιχείρημα καθιστά την κυβέρνηση ισοδύναμο της «δόλιας μάνας». Ωθώντας στα άκρα την αναλογία, ο κ. Τσίπρας προσωποποιεί την αποπλανημένη «σεμνή κοπέλα με κοτσίδα τα μαλλιά». Με την απελπισία για το πεινασμένο παιδί της να την οδηγεί στην αυτοχειρία.

Ανάμεσα στις άλλες προσπάθειες να εκσυγχρονίσει την αυτοκρατορία του, το 1721 ο Μέγας Πέτρος μετέτρεψε τους τίτλους των ρώσων αριστοκρατών από βογιάρους σε κόμητες και βαρόνους. Εκανε όμως ακόμα πιο τυραννική την εξουσία του επάνω τους κι έτσι, παρά τους λοιπούς εκσυγχρονισμούς, η Ρωσία βυθίστηκε ακόμα πιο έντονα στον μεσαιωνικό δεσποτισμό. Κάπως αντίστροφα, ο κ. Τσίπρας πήρε διάφορους κόμητες ή βαρόνους των παλιών κομμάτων και τους μετέτρεψε σε κάτι μεταξύ βογιάρων και λαϊκών κομισαρίων. Το αποτέλεσμα ωστόσο ήταν ίδιο. Επιδείνωσε κι αυτός, αντί να αλλάξει, την κουλτούρα εξαγοράς μωροφιλόδοξων, η οποία παραδοσιακά χαρακτήριζε την ελληνική πολιτική σκηνή.

Το κύριο άρθρο στο οπισθόφυλλο της Εφημερίδας των Συντακτών στις 19/6 παρηγορούσε για την ήττα στις ευρωεκλογές μιλώντας για μια Αριστερά που, καίτοι εξέλιπε η ΕΣΣΔ και κυριάρχησε ο ταξικός αντίπαλος, «συνεχίζει να εμπνέει». Μια Αριστερά που, με τη νίκη της το 2015, τόλμησε «να κολυμπήσει σε άγνωστα νερά, χωρίς να φοβηθεί τη μόλυνση από τον αντίπαλο, βάζοντας υποθήκη την ίδια της την ταυτότητα». Με άλλα λόγια, τι υπέροχο που η Αριστερά συνεχίζει να εμπνέει, έστω και αν παύει να είναι Αριστερά για να μπορεί να κυβερνήσει. Αυτό το εγκώμιο του οπορτουνισμού καταλήγει σε κάλεσμα για συσπείρωση «κάθε αριστερής πολιτικής δύναμης στις εκλογές».

Τελικά, αν υπάρχει σύγκρουση «δύο κόσμων» στις εκλογές, φοβάμαι πως είναι αυτή μεταξύ ενός κόσμου, με όλη την κοινοβουλευτική πολυχρωμία του, και ενός υποκόσμου, πεινασμένου για εξουσία. Οπως λένε και οι συνωμοσιολόγοι, «είναι τυχαίο άραγε…» ότι το υψηλότερο ποσοστό του στις ευρωεκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ το πήρε μεταξύ φυλακισμένων;

Ο κ. Πέτρος Μαρτινίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ και συγγραφέας.