Ο διάλογος που προηγήθηκε των ευρωεκλογών στη χώρα μας είχε περισσότερο εθνικό παρά ευρωπαϊκό χαρακτήρα. Ο ΣΕΒ ανέδειξε μεν τις προτεραιότητες, τις προσδοκίες και τους προβληματισμούς της ελληνικής επιχειρηματικής κοινότητας εν όψει της νέας προγραμματικής περιόδου της ΕΕ, αλλά οι ευκαιρίες να αναλογιστούμε την πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και τη σημασία της για την Ελλάδα υπήρξαν περιορισμένες. Με την προκήρυξη εθνικών εκλογών η προσοχή στην εσωτερική πολιτική σκηνή απομακρύνει περαιτέρω τη συζήτηση από την ερμηνεία του αποτελέσματος των ευρωεκλογών για το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.

Αυτό είναι μια αρνητική εξέλιξη για την Ελλάδα, καθώς πέρα από τους αδιαμφισβήτητους ιστορικούς, πολιτισμικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς λόγους που μας καθιστούν αναπόσπαστο κομμάτι της ευρωπαϊκής κοινότητας αξιών, έχει λάβει και μεγάλη οικονομική στήριξη.

Στα 40 χρόνια από την ένταξη στην τότε ΕΟΚ, οι καθαρές εισροές ευρωπαϊκών πόρων θα είναι 200 δισ., ενώ μόνο το 2018 οι συνολικές μεταφορές πόρων από την ΕΕ προς την Ελλάδα έφθασαν τα 6 δισ. ευρώ, το 3,3% του ΑΕΠ. Σε συνδυασμό με την πολιτική σημασία του να είμαστε μέρος μιας τέτοιας συμμαχίας, τα οφέλη πολλαπλασιάζονται.
Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών έχει διττό χαρακτήρα. Αφενός είναι μια αξιοπρεπής νίκη για την Ευρώπη, όπου υπήρξε και αυξημένη συμμετοχή (51% έναντι 43% το 2014). Αφετέρου, αντικατοπτρίζει την επιμονή της αντισυστημικής ψήφου σε ευρωπαϊκό Βορρά και Νότο, μαζί με το μέγιστο όριό της. Πράγματι, στη Γαλλία η Λεπέν πήρε μεν περισσότερους ψήφους από το Μακρόν, αλλά λιγότερους από το 2014. Μείωση είχε και το Κόμμα της Ελευθερίας στην Αυστρία. Ακόμα και η Ιταλική Λέγκα, παρά την πρωτιά, δεν σημείωσε τα αναμενόμενα ποσοστά.

Η άνοδος των αντισυστημικών κομμάτων είναι παράλληλη με την κρίση του διπόλου Κεντροδεξιάς και Κεντροαριστεράς που κυριαρχούσε στη μεταπολεμική Ευρώπη, που ξεκίνησε με την οικονομική κρίση του 2008 και εντάθηκε με τη μεταναστευτική κρίση του 2015. Η κοινωνική και οικονομική συμπίεση εκδηλώνεται ως διογκούμενη δυσαρέσκεια εκεί που μετράει: στην κάλπη.

Η αμφισβήτηση στρέφεται επίσης και κατά της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Οι πολίτες έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στο ευρωπαϊκό εγχείρημα. Αιτία δεν είναι μόνο ο τρόπος λειτουργίας των ευρωπαϊκών θεσμών, αλλά και η αδυναμία τους να δράσουν προληπτικά στις δύο διαδοχικές κρίσεις. Μπορεί οι ευρωπαίοι ηγέτες να μιλούν για μια νέα ευρωπαϊκή πορεία, όμως προς το παρόν αυτή μοιάζει με λαβύρινθο. Σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται, η κοινοτική αλληλεγγύη τείνει να υποκατασταθεί από την εθνική ιδιοτέλεια, οι πολίτες παλινδρομούν στο εθνικό κράτος για ασφάλεια, και δυσκολεύονται οι απαραίτητοι εποικοδομητικοί συμβιβασμοί σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Αυτή η τάση καθιστά στάσιμη την πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ακριβώς τη στιγμή που πρέπει να επιδείξει νέα δυναμική. Τίθενται ερωτήματα για τον τρόπο και χρόνο εμβάθυνσης της συνοχής και ολοκλήρωσης της Οικονομικής Ενωσης (συμπεριλαμβανομένης της κοινής δημοσιονομικής πολιτικής), για την αύξηση των επενδύσεων και για την άμβλυνση των ανισοτήτων.

Η βελτίωση της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας, με έρευνα, καινοτομία, σύγχρονες δεξιότητες, βρίσκεται στον πυρήνα των ευρωπαϊκών πολιτικών.

Σε όλες αυτές τις διεργασίες, η ευρωπαϊκή επιχειρηματική κοινότητα, μέσω του συλλογικού της φορέα, της BusinessEurope, παρακολουθεί στενά, λειτουργεί συμβουλευτικά και μεταφέρει προβληματισμούς και προτάσεις για μια Ευρώπη περισσότερο παραγωγική, δημιουργική, ανταγωνιστική και καινοτόμα. Αυτά, μεταξύ των άλλων, επισήμανε και ο πρόεδρος της ΒΕ, Pierre Gattaz, μιλώντας στην πρόσφατη γενική συνέλευση του ΣΕΒ.

Ο κ. Κωνσταντίνος Μπίτσιος είναι αντιπρόεδρος του ΣΕΒ.