Το πρόσφατο άρθρο του Κ. Σημίτη για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις («Αιγιαλίτιδα Ζώνη – ΑΟΖ – Υφαλοκρηπίδα: Προσοχή Τώρα», Καθημερινή, 9.6.2019) τάραξε τα νερά γιατί έθεσε τα θέματα με τη νηφαλιότητα και τη σοφία που χαρακτηρίζουν τον λόγο του π. πρωθυπουργού στη σωστή και ρεαλιστική τους βάση σε μια περίοδο που εντείνεται η επιθετικότητα της Τουρκίας. Για να υλοποιηθούν όμως οι τόσο εύστοχες επισημάνσεις του Κ. Σημίτη για την «τακτοποίηση των εκκρεμοτήτων» με την Τουρκία, αυτό που χρειάζεται πρώτα απ’ όλα είναι μια νέα ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική. Γιατί αυτό που έχουμε σήμερα είναι η λεγόμενη (αδιέξοδη) «εθνική γραμμή».

Κάθε φορά που εκδηλώνεται κάποια ένταση – στο Αιγαίο κυρίως – γίνεται πολύς λόγος περί εθνικής γραμμής στα εθνικά λεγόμενα θέματα. Αλλά τι είναι πρώτα απ’ όλα αυτή η περιβόητη «εθνική γραμμή» πάνω στα τόσο μονομερώς και αυθαιρέτως αποκαλούμενα εθνικά θέματα λες και όλα τα άλλα (οικονομία, εκπαίδευση, περιβάλλον, κ.ά.) δεν είναι εθνικά; Και μάλιστα στο όνομα της οποίας κανείς δεν πρέπει/μπορεί και τόσο εύκολα να διαφωνήσει με διατύπωση διαφορετικής άποψης, να αμφισβητήσει θέσεις και καταστάσεις, να επιχειρηματολογήσει από μια άλλη οπτική γωνιά, όπως κάνει ο Κ. Σημίτης; Γιατί εάν το κάνει, διατρέχει τον κίνδυνο να θεωρηθεί ως περίπου προδότης, εχθρός του έθνους, πράκτορας των Τούρκων ίσως, εθνομηδενιστής και όλα τα συναφή. Το μόνο που επιτρέπεται και νομιμοποιείται είναι να στηρίζει την εθνική γραμμή. Και ποιος τέλος πάντων καθορίζει αυτή τη διαβόητη εθνική γραμμή; Η οποία δυστυχώς φαίνεται να υπηρετείται άκριτα και από ορισμένους ακαδημαϊκούς και άλλους σπουδαρχίδες με ιδιαίτερο ενθουσιασμό, χωρίς και πολύ μεγάλο σεβασμό στην αλήθεια, συνέπεια και ορθολογισμό.

Η εθνική γραμμή εμφανώς κυριαρχείται από εμμονικές ανορθολογικές ιδέες που ως τέτοιες αντιστρατεύονται πλήρως τη στοιχειώδη λογική και πραγματικότητα. Ως εθνική γραμμή π.χ. εκλαμβάνεται η ελευθερία να βαφτίζεις ενίοτε το μαύρο άσπρο. Να επικαλείσαι το Διεθνές Δίκαιο αλλά όταν δεν σε βολεύει να το ξεχνάς με ιδιαίτερη άνεση και ευκολία. Να θεωρείς ότι ο δίπλα σου είναι πάντοτε «προκλητικός» και ότι εσύ έχεις εξ ορισμού πάντοτε το δίκιο με το μέρος σου και σε αυτή την προσπάθεια να θολώνεις και το δίκιο που όντως έχεις. Και στη λογική αυτή να θυσιάζεται πλήρως το αξίωμα ότι «εθνικό είναι ό,τι είναι αληθινό» (Δ. Σολωμός).

Τελικά δηλαδή εθνική γραμμή φαίνεται να είναι ή καταλήγει πολλές φορές ως εάν να είναι η επιδίωξη του αδιεξόδου, της ακινησίας, της μη επίλυσης των προβλημάτων εξωτερικής πολιτικής μείζονος σημασίας με την επικράτηση ενίοτε της λογικής του Καραγκιόζη «τα δικά μου δικά μου και τα δικά σου δικά μου» και ό,τι προκύψει, τουρλού-τουρλού.

Αυτό όμως που χρειαζόμαστε είναι ολοκληρωμένη στρατηγική (και η ευθύνη της νέας κυβέρνησης για τη διαμόρφωσή της είναι τεράστια, αν το επιχειρήσει βέβαια). Η εθνική στρατηγική είναι κάτι άλλο, διαφορετικό. Οπως γράφει ο L. Freedman στο περίφημο βιβλίο του «Στρατηγική / «Strategy» (Oxford University Press, 2013), «η στρατηγική συνεπάγεται την επίτευξη ισορροπίας ανάμεσα σε στόχους, τρόπους και μέσα, συνεπάγεται τον προσδιορισμό στόχων και εντοπισμό μέσων για την επίτευξη των στόχων». Η στρατηγική δηλαδή είναι άσκηση ορθολογικού περιεχομένου. Και όπως συνεχίζει ο Freedman «οι πάντες χρειάζονται στρατηγική (…). Με το να έχεις στρατηγική σημαίνει ότι έχεις τη δυνατότητα να βλέπεις όχι το βραχυχρόνιο και ασήμαντο αλλά το μακροχρόνιο και ουσιαστικό, τις ικανότητες να αντιμετωπίζεις τις αιτίες και όχι τα συμπτώματα ενός γεγονότος, την ικανότητα να βλέπεις το δάσος και όχι απλώς το δέντρο».

Και η ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική, για να είναι όντως εθνική, θα πρέπει να διαμορφώνεται – σε ένα θεσμικό πλαίσιο (Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής, Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, κ.λπ.). Ενώ είναι άγνωστο πώς ακριβώς και από ποιους συγκεκριμένα διαμορφώνεται σήμερα η εθνική γραμμή, από θεσμικά αρμόδια ή και εξωθεσμικά αναρμόδια κέντρα; Και ποιος ο ρόλος του επικοινωνιακού συστήματος στη διαμόρφωση ή συντήρησή της; Ή ακόμη της Εκκλησίας και του εκπαιδευτικού συστήματος;

Και βέβαια η εθνική στρατηγική θα πρέπει να στοχεύει στην «τακτοποίηση των εκκρεμοτήτων» αλλά και σε μια Ελλάδα, μια πατρίδα ελεύθερη, δημοκρατική, ευρωπαϊκή, ανοιχτών οριζόντων, ανοιχτών ιδεών. Μια Ελλάδα δηλαδή που μεγιστοποιεί τα συμφέροντά της, προστατεύει την ανεξαρτησία, την ευρωπαϊκή κυριαρχία της, την ταυτότητά της όχι μέσα από λογικές αντιπαράθεσης αλλά μέσα από στρατηγικές συνεργασίας για την επίλυση των προβλημάτων.

Για μια πατρίδα που γνωρίζει πού στέκεται, γνωρίζει τις δυνατότητές της, τα όριά της, τις ευκαιρίες που έχει, τις αξίες που υπηρετεί, που εφαρμόζει το Διεθνές Δίκαιο δημιουργικά για τη διευθέτηση εκκρεμοτήτων και όχι για τη διαιώνισή τους. Γνωρίζει σε βάθος τις απειλές που αντιμετωπίζει από «δύσκολους γείτονες» αλλά έχει και ενσυναίσθηση για τις όμορες χώρες, κατανοεί τις προκαταλήψεις τους, τις φοβίες τους, τα σύνδρομα ανασφάλειάς τους και προσπαθεί όσο είναι δυνατόν να τα εξημερώσει και όχι να τα οξύνει. Που γνωρίζει την ιστορία της και την ιστορικότητα χώρου και χρόνου. Που γνωρίζει ότι τα προβλήματα δεν λύνονται τελικά με προσεγγίσεις και όρους ισχύος, όσο σημαντική κι αν είναι η ισχύς στην αποτρεπτική της λειτουργία, ότι δεν λύνονται με αφελείς και επικίνδυνους σχεδιασμούς «για πρώτα χτυπήματα», δεν λύνονται με απόπειρες περικυκλώσεων ή αποκλεισμού χωρών από συνεργατικές διαδικασίες. Που κατανοεί, τέλος, τη μία μείζονα ευεργετική πραγματικότητα για τη χώρα – την πραγματικότητα που λέγεται Ευρωπαϊκή Ενωση και την αξιοποιεί προς πάσα κατεύθυνση στον ύψιστο βαθμό.

Ο κ. Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.