Οσο πλησιάζουν οι ευρωεκλογές ορισμένοι το διατυμπανίζουν και κάποια μέσα επικοινωνίας προβάλλουν τη δήθεν μεταμόρφωση του ΣΥΡΙΖΑ σε ευρωπαϊκό κόμμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως δεν είναι (ή τουλάχιστον δεν είναι ακόμη) μια γνήσια ευρωπαϊκή δύναμη. Οπωσδήποτε δεν είναι αυτό που ήταν το 2015 και πριν, όταν θεωρούσε λίγο-πολύ την Ευρώπη (Ευρωπαϊκή Ενωση – ΕΕ) ένα… μόρφωμα καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Εκανε ορισμένα αξιόλογα βήματα προσαρμογής στην αδήριτη πραγματικότητα, αφού όμως πρώτα σκέφθηκε ακόμα και να αποχωρήσει από την ευρωζώνη (ΟΝΕ), ουσιαστικά δηλαδή από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ενωση, καθώς αποχώρηση από την ΟΝΕ θα οδηγούσε μοιραία και σε έξοδο από την ΕΕ.

Οι οποιεσδήποτε όμως προσαρμογές έκανε δεν έχουν μεταμορφώσει τον ΣΥΡΙΖΑ σε αυτό που θεωρείται ευρωπαϊκό πολιτικό κόμμα. Η ευρωπαϊκή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα τουλάχιστον με τις επίσημες τοποθετήσεις του, εστιάζεται σε ένα ουσιαστικά σημείο: την καταπολέμηση της λιτότητας και των ανισοτήτων και την επίτευξη οικονομικής και κοινωνικής σύγκλισης. Μιλάει για την Ευρώπη της αλληλεγγύης. Ολα αυτά είναι σημαντικά στοιχεία. Και καλά κάνει και τα αναδεικνύει. Αλλά πρόκειται για στοιχεία και στοχεύσεις που όλες σχεδόν οι πολιτικές δυνάμεις τα τονίζουν, ακόμα και οι εθνολαϊκιστικές, ευρωσκεπτικιστικές δυνάμεις.

Μια πολιτική δύναμη μπορεί να χαρακτηριστεί «ευρωπαϊκή» χωρίς επιθετικούς προσδιορισμούς εάν και στο μέτρο που μπορεί αποδεχθεί και στηρίζει την ευρωπαϊκή ενοποίηση και την Ενωση ως ένα «πολιτικό σχέδιο» (political project), όπως ήταν από τη γέννησή της και παραμένει μέχρι σήμερα, παρά τις οποιεσδήποτε αμφισβητήσεις. Και πολιτικό σχέδιο σημαίνει ότι η Ενωση στοχεύει και κατευθύνεται προς την Πολιτική Ενωση (που για ορισμένους τουλάχιστον θα πρέπει να είναι sui generis ομοσπονδία εθνικών κρατών). Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας προσωπικά δεν αναφέρονται στην Πολιτική Ενωση ως τον τελεολογικό στόχο (finalité politique) της ενοποίησης. Αναφέρονται μονομερώς στην οικονομική ένωση κυρίως. Η Πολιτική Ενωση προϋποθέτει και συνεπάγεται μιαν άλλη φιλοσοφία, άλλη ευρωπαϊκή πολιτική, με άλλους στόχους και περιεχόμενο. Ειδικότερα θα μπορούσε να επισημανθεί ότι η ενοποίηση ως πολιτικό σχέδιο με στόχο την Πολιτική Ενωση συνεπάγεται:

Πρώτον, αποδοχή και στήριξη της υπερεθνικότητας, την εκχώρηση δηλαδή μεγαλύτερου μέρους εθνικής κυριαρχίας για την οικοδόμηση ανεξάρτητων κεντρικών θεσμών και οργάνων, ανεξάρτητων δηλαδή από τον έλεγχο των εθνικών κυβερνήσεων. Και ταυτόχρονα τη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής κυριαρχίας, όπως επιμόνως τονίζει ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν. Στην πράξη, στήριξη της υπερεθνικότητας σημαίνει την ανάδειξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (European Commission), του κατ’ εξοχήν υπερεθνικού οργάνου της Ενωσης, σε οιονεί κυβέρνηση του όλου ενωσιακού συστήματος παράλληλα με την ενίσχυση των άλλων υπερεθνικών στοιχείων και διαδικασιών (κοινοτική μέθοδος διαμόρφωσης πολιτικής, κ.λπ.). Συνεπάγεται επίσης τη βαθμιαία εγκατάλειψη της ομοφωνίας στη λήψη των αποφάσεων και το πέρασμα στην ειδική πλειοψηφία (QMV) σε όσους σημαντικούς τομείς εξακολουθεί να εφαρμόζεται η ομοφωνία (κοινή εξωτερική πολιτική, φορολογική ενοποίηση κ.ά.).

Για όλες αυτές τις πτυχές ο ΣΥΡΙΖΑ λέγει πολύ λίγα ή σχεδόν τίποτα.

Δεύτερον, αποδοχή και ανόθευτη εφαρμογή όλων των δημοκρατικών αρχών πάνω στις οποίες οικοδομείται η Ενωση σύμφωνα τουλάχιστον με τις Συνθήκες. Από τον πλήρη σεβασμό του κράτους δικαίου, των θεμελιωδών δικαιωμάτων, της ελεύθερης έκφρασης, πολυφωνίας, κ.λπ. Και παράλληλη αποδοχή ότι το σύστημα της Ενωσης θα πρέπει σε όλες τις εκφάνσεις του να είναι δημοκρατικά νομιμοποιημένο. Και στο πεδίο αυτό τα «ευρωπαϊκά ελλείμματα» του ΣΥΡΙΖΑ είναι εμφανή. Η προσήλωσή του στο κράτος δικαίου θεωρείται αρκούντως προβληματική με τις άγαρμπες παρεμβάσεις του στη Δικαιοσύνη, ενώ η προσήλωσή του στις αρχές της πολυφωνίας και της ελεύθερης έκφρασης δοκιμάζονται επίσης, είτε με την προσπάθεια ελέγχου ή ακόμα και φίμωσης μέσων ενημέρωσης είτε με την αναίσχυντη προπαγάνδα που ασκούν κρατικά μέσα ενημέρωσης. Σε επίπεδο Ενωσης, η δημοκρατική νομιμοποίηση θα πρέπει τελικά να προκύπτει (αλλά όχι μόνο) είτε από την άμεση εκλογή είτε από την εκλογή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όλων των ανώτατων πολιτικών θεσμικών αξιωμάτων της Ενωσης.

Τρίτον, προώθηση της ενοποίησης σε τομείς πολιτικών πέραν από αυτόν της οικονομίας και της ΟΝΕ. Η ολοκλήρωση της ημιτελούς ευρωζώνης είναι επιτακτικός στόχος και ορθώς τη στηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά εξαντλείται σε αυτό το πεδίο και στην ανάπτυξη της κοινωνικής πολιτικής. Σε μια ένωση που στοχεύει σε υπερεθνική Πολιτική Ενωση η ανάπτυξη ή ολοκλήρωση κοινών πολιτικών είναι εξίσου επιτακτική με βάση και τις προκλήσεις, απειλές και προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρώπη. Αναφέρομαι ιδιαίτερα στην ανάπτυξη της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ) και της κοινής πολιτικής ασφαλείας και άμυνας (ΚΕΠΑΑ) με στόχο την οικοδόμηση της Κοινής Αμυντικής Ενωσης μέχρι το 2025. Στο πεδίο αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν λέγει κάτι ιδιαίτερα συγκεκριμένο αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις βρίσκεται σε εντελώς άλλο μήκος κύματος είτε μπλοκάροντας αποφάσεις (κριτική για κατάσταση ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε Κίνα) είτε κινούμενος σε αντίθετη κατεύθυνση με την ευρύτερη πλειοψηφία (στήριξη καθεστώτος Μαδούρο σε Βενεζουέλα). Βεβαίως η Συμφωνία των Πρεσπών προσέδωσε στον ΣΥΡΙΖΑ «στοιχεία ευρωπαϊκότητας» στον εξωτερικό προσανατολισμό του, χωρίς όμως αυτό να αναιρεί τη γενικότερη αμφισημία που εκφράζει στο πλαίσιο της Ενωσης.

Τέταρτον, τέλος, δεν μπορεί να αγνοηθεί η κουλτούρα και αισθητική του ΣΥΡΙΖΑ όπως εκφράζεται από τις καθεστωτικές λογικές και τα φαινόμενα τύπου Πολάκη που ελάχιστη σχέση έχουν με την ευρωπαϊκή ενοποιητική κουλτούρα, πολύ περισσότερο με την κουλτούρα της Ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας.

Εν κατακλείδι, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει να διανύσει πολύ δρόμο για να γίνει ευρωπαϊκό κόμμα. Εάν τελικά γίνει…

Ο κ. Π. Κ. Ιωακειμίδης, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ, είναι μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του FEPS.