Ένας εκ των υψηλών καλεσμένων του 4ου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών παρήγαγε και την πιο ενδιαφέρουσα, ίσως, πολιτική είδηση του τριημέρου – αν και το γιατί είναι είδηση και το γιατί είναι ενδιαφέρουσα είναι μια ολόκληρη συζήτηση.

Ο Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο έκανε λοιπόν, ευθαρσώς, μερικές πολύ ενδιαφέρουσες δηλώσεις.

Η πρώτη ήταν ότι δεν είχε προειδοποιήσει την Ελλάδα για την οικονομική κρίση που κοντοζύγωνε γιατί δεν γνώριζε τα νούμερα. Και συνέχισε μάλιστα λέγοντας πως «ξέραμε ότι το έλλειμμα ήταν πολύ υψηλό, αλλά όταν ήρθε ο Γιώργος Παπανδρέου μάθαμε πόσο ήταν (…) Τα στοιχεία που  λαμβάναμε δεν ήταν ακριβή, οπότε δεν μπορούσαμε να αναλάβουμε δράση». Είπε, επίσης, ότι η Ευρώπη έχει «πολιτικό χρέος» απέναντι στην Ελλάδα αλλά, προφανώς, δεν βλέπει καμία ευθύνη στη δική του προεδρία της Κομισιόν αφού, κατά την προσφιλή του συνήθεια, έριξε το φταίξιμο στις πολιτικές ηγεσίες των κρατών-μελών, κατηγορώντας τους ότι δεν είχαν αποδεχθεί την αύξηση των αρμοδιοτήτων της Eurostat. Το οποίο, όπως απεδείχθη εκ των υστέρων, καλό δεν ήταν αλλά δεν ήταν δεν διαγράφει και τα υπόλοιπα κεφάλαια της ιστορίας της ελληνικής κρίσης.

Η δεύτερη σοβαρή δήλωση αφορούσε το παρόν και το μέλλον. Ο κ. Μπαρόζο είπε ότι οι αγορές δείχνουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη για το μέλλον της Ελλάδας επειδή περιμένουν μια πιθανή νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη στις εκλογές.

Πριν από οποιοδήποτε σχόλιο πρέπει να θυμίσουμε τις ιδιότητες του κ. Μπαρόζο. Ο Μπαρόζο ήταν πρόεδρος της Ευρωπαικής Επιτροπής σε μια πολύ κρίσιμη περίοδο, από το 2004 ως το 2014. Το «πολύ κρίσιμη» είναι ένας πολύ ήπιος χαρακτηρισμός. Ήταν μια περίοδος απολύτως καθοριστική που άνοιξε τεράστια θέματα για το μέλλον της Ευρωπαικής Ένωσης, ήταν, άλλωστε, η περίοδος της υπογραφής και της εφαρμογής της Συνθήκης της Λισαβόνας, της κατάρρευση της Lehman Brothers και του ξεσπάσματος της οικονομικής κρίσης στην Ιρλανδία, την Πορτογαλία, την Ισπανία, την Ιταλία, την Κύπρο και, φυσικά, την Ελλάδα. Το πόσο συνεισέφερε η προεδρία Μπαρόζο στις μεγάλες συζητήσεις για την Ευρώπη και τον κόσμο που αλλάζει, το πόσο μεγάλες αλλαγές προωθήθηκαν μέσα στη δεκαετία αυτή είναι αντικείμενο αποτίμησης. Παρόλα αυτά, οι συγκρίσεις με την προηγούμενη περίοδο της ΕΕ, της διεύρυνσης, του ευρώ, της μεγάλης συζήτησης για την ενοποίηση, εντάξει, μιλάνε κάπως από μόνες τους για τον συντηρητισμό Μπαρόζο.

Σύμβουλος στην Goldman Sachs

Μετά την αποχώρηση του από την Κομισιόν και την πάροδο της περιόδου των 18 μηνών, που πρέπει να παρέλθει προτού αναλάβει νέα θέση ένας πρώην αξιωματούχος, ο Μπαρόζο ανέλαβε μη εκτελεστικός πρόεδρος και ανώτερος σύμβουλος στο διεθνές τμήμα της Goldman Sachs, ενώ, λίγο μετά το δημοψήφισμα για το Brexit, ανακοίνωσε ότι θα μετακινηθεί στο γραφείο του Λονδίνου με αντικείμενο τη συμβουλευτική στους πελάτες της τράπεζας ενόψει της αποχώρησης της Μεγάλης Βρετανίας από την ΕΕ.

Οι αντιδράσεις ήταν πρωτοφανείς, όσο πρωτοφανής ήταν κι η άνεση με την οποία ένας πρώην πρόεδρος της Κομισιόν, δηλαδή του κέντρου της ευρωπαικής γραφειοκρατίας και διακυβέρνησης, αναλάμβανε μια θέση που εξ ορισμού περιλαμβάνει lobbying, μεταξύ άλλων με τον οργανισμό στον οποίο ήταν επικεφαλής και με τόσους άλλους στους οποίους είχε επί δεκαετία μια ειδική πρόσβαση.

Ο διάδοχος του λοιπόν, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, ανέθεσε στην επιτροπή Ηθικής της Κομισιόν να ελέγξει την περίπτωση. Η επιτροπή έκρινε ότι «δεν υπάρχουν αρκετές αποδείξεις για να στοιχειοθετηθεί παραβίαση της υποχρέωσης για ακεραιότητα και διακριτικότητα», υπογράμμισε πως κάθε πρώην επίτροπος έχει δικαίωμα να εργαστεί στον ιδιωτικό τομέα και πως «παρότι η Goldman Sachs θεωρείται πως βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του επιθετικού καπιταλισμού, εφόσον σέβεται το νόμο δεν μπορεί να θεωρηθεί παράνομο το να αποδεχτεί τη θέση». Η επιτροπή δήλωσε αναρμόδια να κρίνει πόση ζημιά έκανε η υπόθεση αυτή στην αξιοπιστία της ΕΕ και των θεσμών της κι αν ήταν δίκαιη ή άδικη, αν και παραδέχθηκε πως υπήρξε αφού έγραφε πως «η ζημιά έχει ήδη γίνει».

Τελικά τη γλίτωσε

Ο Μπαρόζο τη γλίτωσε επειδή η επιτροπή και ο Γιούνκερ σεβάστηκαν τις διαβεβαιώσεις του ότι δεν θα κάνει ποτέ lobbying για την τράπεζα και τους πελάτες της. Οι επικριτές του είπαν κι έγραψαν τότε ότι αυτή η διαβεβαίωση θα αποδειχθεί αστεία καθώς κανείς δεν θα μπορεί να ελέγξει αποτελεσματικά το αν τηρείται ή όχι σε κάθε μελλοντική συνάντηση και συνομιλία του Μπαρόζο με αξιωματούχους. Δεν πέρασε πολύς καιρός μέχρι να επιβεβαιωθούν. Τον Φεβρουάριο του 2018 έγινε γνωστό πως ο Μπαρόζο συναντήθηκε στις Βρυξέλλες με τον αντιπρόεδρο της Κομισιόν, Γιούργκι Κατάινεν. Ο Μπαρόζο είπε ότι η συνάντηση ήταν προσωπική. Ο Κατάινεν όμως, τηρώντας την υποχρέωση της διαφάνειας στο lobbying, καταχώρησε τη συνάντηση ως συνάντηση με τη Goldman Sachs ενώ, αργότερα, σε γράμμα του που επιβεβαίωνε τη συνάντηση, έγραψε πως η συζήτηση τους επικεντρώθηκε στο εμπόριο και την άμυνα. Το αυτί του Μπαρόζο δεν ίδρωσε καν και αντί να δώσει κάποια συγκεκριμένη εξήγηση απλώς επανέλαβε ότι δεν κάνει lobbying και είπε πως όσοι κάνουν κριτική και ζητούν να εξεταστεί και πάλι το θέμα, μεταξύ αυτών κι η ευρωπαία Συνήγορος του Πολίτη, Έμιλι Ο’Ράιλι, του επιτίθενται προσωπικά (αν και δεν έκανε τον κόπο να μοιραστεί κάποια εκτίμηση για τα κίνητρα τους).

Γιατί έχουν σημασία όλα αυτά; Ο πρώτος λόγος είναι η αξιοπιστία του προσώπου. Ο δεύτερος είναι γιατί δεν αρκεί μια απλή παράθεση του σύντομου βιογραφικού του για να έχουμε μια σαφή εικόνα για το τι εκπροσωπεί και με ποια ιδιότητα μιλάει, ανεξαρτήτως του πως αξιολογεί ο καθένας μας τα παραπάνω. Και, επίσης, του πως αξιολογεί κανείς τη δημόσια δήλωση στήριξης των αγορών στον Κυριάκο Μητσοτάκη, από τον πρώην επικεφαλής του ευρωσυστήματος και τοπ λομπίστα μιας διόλου τυχαίας τράπεζας.

Πάμε πάλι όμως και πίσω στο παρελθόν, αφού εκεί θέλησε να μας ταξιδέψει ο σεβαστός πρώην πρόεδρος, στην ομιλία του στους Δελφούς.

Ο κ. Μπαρόζο είπε λοιπόν ότι η Επιτροπή «δεν προειδοποίησε» παρότι «ξέραμε ότι το έλλειμμα ήταν πολύ υψηλό» αλλά δεν ήξεραν πόσο υψηλό γιατί η κυβέρνηση Καραμανλή δεν έδινε «ακριβή στοιχεία».

Ο κ. Μπαρόζο μπορεί να τα ρίχνει, άμεσα ή εμμέσως, όπου θέλει. Εξάλλου η κυβέρνηση Καραμανλή έπεσε δημοκρατικά από τον λαό το 2009 και η γενναία «συνεισφορά» της στην κρίση θα κριθεί από την ιστορία, από την οποία κανείς δεν καταφέρνει να ξεφύγει για πάντα παρότι, η αλήθεια είναι, τα καταφέρνει εξαιρετικά ως σήμερα.

Ευτυχώς θυμόμαστε

Αλλά ο κ. Μπαρόζο δεν μπορεί να διαγράψει την πρόσφατη μνήμη μας και δεν τιμά και πολύ τη σπουδαία θεσμική θέση που κατείχε όταν αναγνωρίζει πολιτικές ευθύνες σε μερικές κυβερνήσεις της ΕΕ ισχυριζόμενος ότι ο ίδιος είναι αθώος γιατί δεν ήξερε. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν ψεύδεται, αν έχει πάθει απώλεια μνήμης, πάντως, αν το πιστεύει όντως αυτό που είπε τότε μιλάμε για μια δημόσια ομολογία αποτυχίας τόσο μεγαλειώδη που δημιουργεί ερωτηματικά για το πώς ακριβώς επελέγη από τη Goldman Sachs ως ανώτερος σύμβουλος για τους πιο εκλεκτούς πελάτες της. Όχι για το ηθικό του πράγματος δηλαδή, αλλά για τα τυπικά προσόντα του.

Ας δεχτούμε όμως την πιο αθώα βερσιόν, έτσι, γιατί όταν ακούμε τέτοιες προσωπικότητες σε ρόλο «σοφού», δεν είναι σωστό να κάνουμε οικονομία στη συζήτηση. Εδώ δεν κάναμε στα οικονομικά μας, στη συζήτηση θα κάνουμε;

Είναι λογικό, άλλωστε, ο κ. Μπαρόζο να μη θυμάται πια λεπτομέρειες, είχε άλλωστε τόσες υποχρεώσεις. Μπορεί ακόμη κι ο επίτροπος Οικονομικών που είχε επιλέξει, ο κ. Χοακίν Αλμούνια, να έχει πάθει κι αυτός απώλεια μνήμης, δεν είναι και λίγο να βλέπεις τόσα χρόνια τα ελλείμματα μπροστά σου να περνούν.

Η Ελλάδα ήταν σε επιτήρηση από το 2004 ως τα 2007. Μετά τις εκλογές της 7ης Μαρτίου του 2004, η νέα κυβέρνηση Καραμανλή κι ο υπουργός Οικονομικών, Γιώργος Αλογοσκούφης, έβαλαν μπρος το μέγα σχέδιο της απογραφής της ελληνικής οικονομίας, με στόχο την πλήρη καθήλωση της περιόδου Σημίτη.

Η απογραφή Καραμανλή-Αλογοσκούφη κατέληξε ότι το έλλειμμα για το 2003 ήταν 5,6% και όχι το 1,7% που είχε παρουσιάσει η κυβέρνηση Σημίτη και, κυρίως, είχε πιστοποιηθεί από τη Eurostat. Αυτό οδήγησε στην αναθεώρηση, από την Κομισιόν, όλων των στοιχείων ως και του 1997 – μέσα σε αυτά, τα στοιχεία με τα οποία μπήκαμε στην ευρωζώνη, αφού το έλλειμμα του 1999 επανυπολογίστηκε σε 3,07% , μια ανάσα δηλαδή πιο πάνω από το απαιτούμενο όριο του 3%, με τη διαφορά αυτή να δίνει πάσα σε όλο το συνωμοσιολογικό συφερτό, στους ακραίους κύκλους της ΕΕ, στους οπαδούς της λιτότητας και της πειθαρχίας. Από θέμα εσωτερικής αντιπολίτευσης έγινε, δηλαδή, το διεθνές ρεζιλίκι μας.

Για να πετύχει αυτή τη μεγάλη επιτυχία η κυβέρνηση Καραμανλή δεν ανακάλυψε κανένα κρυμμένη δαπάνη, απλώς άλλαξε τη μεθοδολογία υπολογισμού των αμυντικών δαπανών, υπολογίζοντας το κόστος τους την ώρα της παραγγελίας κι όχι της παραλαβής, όπως γινόταν ως τότε. Δεν ήταν μια τυχαία έμπνευση φυσικά, αφού η περίοδος Σημίτη ήταν η περίοδος των μεγάλών παραγγελιών μετά την κρίση των Ιμίων (των παραγγελιών με τις οποίες διατηρείται ακόμη το αξιόμαχο των ΕΔ).

Τα στοιχεία και οι προειδοποιήσεις

Το 2006 η Eurostat αποφάσισε ότι η ορθή μέθοδος είναι η καταγραφή της δαπάνης κατά τον χρόνο παραλαβής. Η ζημιά βεβαίως είχε ήδη γίνει. Η Κομισιόν του κ. Μπαρόζο κι ο κ. Αλμούνια; Πέρα βρέχει.

Επίσης το 2006, η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία αναθεώρησε και το ΑΕΠ ανακοινώνοντας μια εξωφρενική αύξηση, του τόσο που ούτε η Κομισιόν δεν μπορούσε να αγνοήσει και την απέρριψε θεωρώντας πως ήταν ένα πολιτικό παιχνίδι με τα νούμερα για να αποφευχθεί η λήψη μέτρων

Το 2007 και ο Μπαρόζο και ο Αλμούνια προειδοποίησαν ότι η Ελλάδα δεν πάει καλά. Το γνώριζαν, το ξέρουμε, μπορούμε να ανασύρουμε τις δηλώσεις τους. Παρόλα αυτά τι έκανε η Κομισιόν; Έβγαλε την Ελλάδα από την επιτήρηση, δέχτηκε την «ήπια προσαρμογή», έκανε τα στραβά μάτια στην δημιουργική διάθεση που επεδείκνυαν κάποιοι για τη μεθοδολογία των στατιστικών, δέχτηκαν να μην στείλει η Ελλάδα τα στοιχεία που θα έδειχναν αυτό που δεν ήθελαν, για πολιτικούς λόγους, να δουν. Έκαναν, με μια λέξη, τα παγόνια.

Το Δεκέμβριο του 2008, στη μετά Lehman εποχή, στην συζήτηση του τελευταίου προϋπολογισμού της κυβέρνησης Καραμανλή, στην οποία ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Οικονομικών διαβεβαίωναν πως η ελληνική οικονομία ήταν «θωρακισμένη».

Στη συζήτηση έλαβε το λόγο ο Κώστας Σημίτης (που δεν έχει το «καλό» συνήθειο να σιωπά όπως ο διάδοχος του). Ο τέως πρωθυπουργός ήταν παραπάνω από σαφής:

«Αποτελεί κοινό μυστικό στους κύκλους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι η Ελλάδα δεν προσαρμόζεται στις επιταγές της ΟΝΕ και ότι, επίσης, οι όποιες νουθεσίες και επιτηρήσεις δεν αρκούν. Θεωρούν ότι η τωρινή πολιτική ηγεσία της χώρας, που στηρίχθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε όλες τις σημαντικές επιδιώξεις της, την απογραφή, την αναθεώρηση του ΑΕΠ, την γρήγορη ολοκλήρωση της διαδικασίας της επιτήρησης, εκμεταλλεύτηκε αυτή τη συμπαράσταση για να χειροτερεύσει κατά πολύ τα πράγματα και να μην τηρήσει δεσμεύσεις. Απλά, τους κορόιδεψε.

Η Ελλάδα, πιστεύουν, καλό θα ήταν να αναγκαστεί να προσφύγει στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για να εξασφαλίσει τον απαραίτητο δανεισμό, ώστε η παρακολούθηση της ελληνικής οικονομίας να είναι αρμοδιότητά του και όχι φροντίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αφορμές για μια τέτοια κίνηση μπορούν, να βρεθούν, αν συνεχιστεί η σημερινή πορεία».

Το 2009 η κυβέρνηση Καραμανλή, με υπουργό τον Γ. Παπαθανασίου, δήλωνε πως θα πάρει μέτρα. Ο κ. Παπαθανασίου τα έγραψε μάλιστα και στην Κριστίν Λαγκάρντ σε μια λαδωμένη χαρτοπετσέτα, όπως έχει αφηγηθεί η ίδια. Έχασε τις εκλογές κι εμείς χάσαμε το πρόγραμμα της χαρτοπετσέτας.

Εκείνη τη χρονιά η Ελλάδα παρουσίασε έλλειμμα 15,4%. Και τα υπόλοιπα είναι μια ιστορία που πληρώνουμε όλοι οι πολίτες ακόμη.

Υ.Γ. Η πλευρά Καραμανλή διέρρευσε την ενόχλησή της για όσα είπε ο Μπαρόζο λέγοντας ότι η αντιπαράθεση κρατάει χρόνια, από την εποχή του βασικού μετόχου. Αλλά ουδέποτε έχουν απαντήσει οι καραμανλικοί κύκλοι επί της ουσίας.