Ελάχιστες εβδομάδες πριν από την υποτιθέμενη αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ενωση (Brexit, 29 Μαρτίου) η σχετική διαδικασία βρίσκεται σε πλήρες αδιέξοδο. Η Βουλή των Κοινοτήτων καταψήφισε, ως γνωστόν, τη Συμφωνία Αποχώρησης.

Η πρωθυπουργός Τερέζα Μέι ύστερα από σχετική «εντολή» του Κοινοβουλίου επιδιώκει τώρα επαναδιαπραγμάτευση κυρίως πάνω στο θέμα του «ιρλανδικού συνόρου», κάτι που η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) δεν είναι και πολύ πρόθυμη να κάνει. Ετσι όλα τα σενάρια είναι τώρα ανοιχτά, περιλαμβανομένης και της άτακτης εξόδου (εξόδου χωρίς συμφωνία). Από το αδιέξοδο όμως αυτό προκύπτουν ορισμένα βασικά μαθήματα χρήσιμα για μεγάλες και μικρές χώρες, περιλαμβανομένης και της Ελλάδας.

Πρώτον, διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενο σχέδιο είναι ατελέσφορη. Το αδιέξοδο οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι το ΗΒ πήγε να διαπραγματευθεί για το Brexit στην Ενωση χωρίς σχέδιο, χωρίς να ξέρει «τι ακριβώς θέλει – ήπιο, σκληρό Brexit, τι». Εμφανίζεται να θέλει όλα τα οφέλη από την Ενωση αλλά χωρίς να συμμετέχει σε αυτήν ή να έχει οποιαδήποτε υποχρέωση. Ηθελε «και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο». Αλλά όταν πηγαίνεις στην Ενωση χωρίς διαπραγματευτικό σχέδιο, είναι τελικά η Ενωση που επιβάλλει την άποψη και τις ιδέες της. Αυτό έγινε στην περίπτωση της Ελλάδας της κρίσης. Αυτό έγινε και γίνεται και στην περίπτωση του Brexit. Πολύ περισσότερο δε όταν πηγαίνεις χωρίς σχέδιο μεν αλλά με άτακτες μαξιμαλιστικές ιδέες (όπως αυτές των σκληρών Brexiteers). Στην περίπτωση αυτή κατά κανόνα ηττάσαι. «Ολοι αυτοί που προώθησαν το Brexit χωρίς ίχνος σχεδίου χρειάζονται ειδική θέση στην Κόλαση» είπε πρόσφατα ο Ντόναλντ Τουσκ!

Δεύτερον, η πολιτική ενότητα αποδίδει. Η Ευρωπαϊκή Ενωση κατάφερε να επιβάλει τους όρους της για το Brexit γιατί πέτυχε έναν αξιοθαύμαστο βαθμό ενότητας μεταξύ των 27 κρατών-μελών της πάνω στο θέμα. Το Λονδίνο ήλπιζε ότι θα διασπάσει την Ενωση σε μια λογική ίσως του «διαίρει και βασίλευε». Οτι θα συμπαρασύρει μαζί του τουλάχιστον τις βόρειες Σκανδιναβικές χώρες και τη Γερμανία. Δεν τα κατάφερε. Το αντίθετο. Και οι 27 συντάχθηκαν τελικά πίσω από την άποψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (και του κεντρικού διαπραγματευτή, γάλλου πρώην υπουργού Εξωτερικών και επιτρόπου Mισέλ Μπαρνιέ) για τις ρυθμίσεις και υποχρεώσεις που θα όφειλε να εκπληρώσει το ΗΒ προκειμένου να αποχωρήσει από την Ενωση. Η Συμφωνία Αποχώρησης (Withdrawal Agreement) αντανακλά ακριβώς αυτή την προσέγγιση.

Τρίτον, «δεν υπάρχει ζωή εκτός ΕΕ». Και πάντως δεν υπάρχει άνετη ζωή. Τα αδιέξοδα και διλήμματα των οπαδών της εξόδου από την ΕΕ οφείλονται (και) στο γεγονός ότι αυτό που αρχικά πίστευαν, ότι δηλαδή μετά την αποχώρηση «θα ανακτούσαν την πλήρη κυριαρχία»( take back control) και «θα ζούσαν ζωή χαρισάμενη» με το ΗΒ ως παγκόσμια δύναμη (global power) και την οικονομία σε άνθηση αποδείχθηκε ένας τεράστιος μύθος. Ανέφικτο. Ολες σχεδόν οι μελέτες (αλλά και η εμπειρία της επερχόμενης εξόδου) έδειξαν ότι το οικονομικό κόστος από το Brexit θα ήταν υψηλό, η συμμετοχή του ΗΒ στην ενιαία, εσωτερική αγορά της ΕΕ ήταν αναγκαία, ενώ η ανάκτηση της πλήρους κυριαρχίας σε έναν αλληλεξαρτώμενο κόσμο μια φενάκη. Η Βρετανία εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης θα είναι οικονομικά και πολιτικά μια ασθενέστερη χώρα.

Τέταρτον, αναπόφευκτη η στήριξη σε μικρή χώρα-μέλος. Ενα από τα κεντρικά ζητήματα που οδήγησαν στο αδιέξοδο υπήρξε το λεγόμενο ιρλανδικό ζήτημα (ή το περίφημο backstop, το δίχτυ ασφαλείας). Ο στόχος δηλαδή της μη δημιουργίας νέου συνοριακού τείχους μεταξύ Βόρειας Ιρλανδίας (τμήματος του ΗΒ) και Δημοκρατίας της Ιρλανδίας (ανεξάρτητης χώρας-μέλους της ΕΕ) μετά το Brexit. Και τούτο γιατί η ελεύθερη διακίνηση μεταξύ των δύο Ιρλανδιών αποτελεί θεμελιακό στοιχείο της συμφωνίας επίλυσης του περίπλοκου βορειο-ιρλανδικού θέματος (Συμφωνία Μεγάλης Παρασκευής,1998). Στο ζήτημα αυτό τη διαπραγμάτευση την κατηύθυνε ουσιαστικά η Δημοκρατία της Ιρλανδίας, το Δουβλίνο. Και η ΕΕ στάθηκε απόλυτα στο πλευρό της χώρας-μέλους της. Οπως συμβαίνει σταθερά. «Δεν θα εγκαταλείψουμε ποτέ ένα κράτος-μέλος μας» ήταν το μοτίβο. Η Ενωση στηρίζει (και οφείλει να στηρίζει) το κράτος-μέλος της σε μια διαμάχη με τρίτη ή οιονεί τρίτη χώρα-μέλος (π.χ. ΗΒ). Τούτο έχει ιδιαίτερα σημασία ως απάντηση στο ερώτημα που συχνά τίθεται: Τι θα κάνει η ΕΕ σε μια σύγκρουση Ελλάδας – Τουρκίας; Η απάντηση είναι ότι η Ενωση θα στηρίξει την Ελλάδα με τα μέσα εκείνα που διαθέτει.

Πέμπτον, τα δημοψηφίσματα παράγουν αδιέξοδα. Οπως συμβαίνει σχεδόν πάντοτε και παντού (εκτός αν ακολουθήσει σύντομα η κωλοτούμπα). Η περιπέτεια του Brexit προέκυψε από το δημοψήφισμα του Ιουνίου 2016 (το οποίο άστοχα ο τότε πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον προώθησε για να λύσει, ως πίστευε, τα εσωτερικά προβλήματα του Συντηρητικού Κόμματος). Το δημοψήφισμα διεξήχθη σε τοξικό κλίμα πάνω σε μύθους και ψέματα από πλευράς λαϊκιστών-οπαδών της εξόδου και με οριακή πλειοψηφία (52%) επικράτησε το Brexit.

Μετά τα όσα ακολούθησαν οι πολίτες εμφανίζονται τώρα (σε σημαντικό ποσοστό) μετανιωμένοι για αυτό το αποτέλεσμα. Αλλά για να διορθωθεί η κατάσταση χρειάζεται δεύτερο δημοψήφισμα, που στο ΗΒ δεν είναι εύκολο να διεξαχθεί, αν και εμφανίζεται τελικά ως η καλύτερη επιλογή. Χρειάζονται για αυτό τουλάχιστον έξι μήνες και ειδική νομοθεσία από τη Βουλή των Κοινοτήτων, κάτι που σημαίνει ότι θα πρέπει ή να παραταθεί ή να ακυρωθεί η ενεργοποίηση του άρθρου για την αποχώρηση (άρθρο 50 Συνθήκης της Λισαβόνας).

Στερνή μου γνώση…

Ο κ. Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του FEPS.