Στις αρνητικές επιπτώσεις σε όλους τους εμπορικούς κλάδους, από την έρευνα και εξόρυξη υδρογονανθράκων, αναφέρθηκαν σήμερα σε συνέντευξη Τύπου ειδικοί του WWF Ελλάς, της βρετανικής συμβουλευτικής εταιρείας Eftec, της συμμαχίας κατά των εξορύξεων στην Ισπανία, καθώς και εκπρόσωποι τοπικών φορέων από περιοχές του Ιονίου όπου αναμένεται να ξεκινήσουν οι πρώτες δοκιμαστικές γεωτρήσεις.

Βάσει οικονομοτεχνικής μελέτης που εκπονήθηκε για λογαριασμός της περιβαλλοντικής οργάνωσης με τίτλο «Το πραγματικό κόστος του πετρελαίου», ένα σοβαρό περιστατικό ρύπανσης θα είχε επιπτώσεις στην τουριστική βιομηχανία της χώρας (ζημίες πέντε δισ. ευρώ) καθώς και στην αλιευτική δραστηριότητα του Ιονίου, της Δυτικής Ελλάδας και της Κρήτης. Το κόστος για την εθνική οικονομία, σε ορίζοντα 25ετίας, εκτιμήθηκε περίπου στα έξι δισ. ευρώ (5,3 δισ. ευρώ + το κόστος των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα) σύμφωνα με τα στοιχεία που ανέλυσαν οι οικονομολόγοι της Eftec, της εταιρείας που εξειδικεύεται σε ζητήματα οικονομικών του περιβάλλοντος.

«Η τοπική κοινωνία βρίσκεται στο σκοτάδι», υποστήριξε ο υπεύθυνος της εκστρατείας του WWF ενάντια στους υδρογονάνθρακες, κ. Δημήτρης Ιμπραήμ, επισημαίνοντας ότι κυβέρνηση και πετρελαϊκές εταιρείες μιλούν «για ανάπτυξη και έξοδο από την οικονομική ύφεση, τη στιγμή που το μέλλον μας απειλείται από μία περιβαλλοντική απειλή που μπορεί να καταστρέψει τις τοπικές κοινωνίες και την εθνική οικονομία». Κι αυτό όταν, το ύψος της αποεπένδυσης σε ορυκτά καύσιμα, όπως δείχνουν στοιχεία της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή του ΟΗΕ, έχει ήδη φτάσει τα 5 τρις δολάρια, καθώς ο πλανήτης στρέφεται στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ).

Μάλιστα, ο κ. Ιμπραήμ αναφέρθηκε στη Ρουμανία, η οποία παράγει το 40% των ορυκτών καυσίμων που καταναλώνει, που όμως αντιστοιχεί μόλις στο 1% με 1,2% του ΑΕΠ (συνυπολογίζοντας και τις έμμεσες επιπτώσεις), όπως προκύπτει από τα στοιχεία της μελέτης. Τα έσοδα από την εξορυκτική δραστηριότητα, σύμφωνα με τον κ. Ιμπραήμ, έχουν αρνητικές επιπτώσεις σε άλλους εμπορικούς κλάδους (τουρισμός, αλιεία κλπ), αλλά και στην ποιότητα των θεσμών και της διακυβέρνησης. Μια από τις ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως σχολίασε ο ίδιος, είναι η Νορβηγία, κι αυτό διότι «ήταν ήδη ανεπτυγμένη χώρα όταν άρχισε να αντλεί υδρογονάνθρακες, αλλά και αυτή η χώρα στρέφεται πλέον στις ΑΠΕ».

Οι μεγάλοι χαμένοι

Οι Άγγλοι αναλυτές της Eftec, μελέτησαν τέσσερα σενάρια, εκ των οποίων το τέταρτο εξετάζει τις επιπτώσεις από ένα μεγάλο καταστροφικό περιστατικό. Για τα τρία πρώτα σενάρια οι οικονομικές επιπτώσεις (για 25 έτη) κυμαίνονται από 883 εκατ. ευρώ έως 1,3 δισ. ευρώ, ενώ στο τέταρτο το οικονομικό κόστος εκτοξεύεται περίπου στα 6 εκατ. ευρώ.

Σύμφωνα με τη μελέτη, ο τουριστικός κλάδος υφίσταται τη μεγαλύτερη οικονομική ζημιά (της τάξης των 5 δισ. ευρώ), ενώ σημαντικές απώλειες αναμένονται και στον τομέα της αλιείας (κατά μέσο όρο 17% μείωση εισοδήματος για τρία χρόνια σε περίπτωση ατυχήματος). Μερικά από τα βασικά σημεία της έκθεσης είναι τα εξής:

– Το κόστος από πολλαπλά περιστατικά διαρροής στη χώρα θα ξεπερνούσε τα 7,6 δισ. ευρώ σε ονομαστικούς όρους, δηλαδή σε αναλογία περίπου το 4% του σημερινού εθνικού ΑΕΠ.

– Ένα σοβαρό περιστατικό διαρροής και ρύπανσης στην Κρήτη θα μπορούσε να προκαλέσει, σε ορίζοντα 25ετίας, ζημιά που αγγίζει τα 2,2 δισ. ευρώ, ενώ αντίστοιχο περιστατικό στο Ιόνιο, 1,78 δισ. ευρώ.

– Σχεδόν 45.000 θέσεις εργασίας που συνδέονται άμεσα και έμμεσα με τον τουρισμό θα χάνονταν από ένα σοβαρό περιστατικό στην Κρήτη και σχεδόν 25.000 θέσεις εργασίας στο Ιόνιο.

– Ακόμα και αν δεν συμβεί σημαντικό περιστατικό διαρροής, η αρνητική επίπτωση για την οικονομία ανέρχεται σε 0,8 – 1,3 δισ. ευρώ σε μία περίοδο 25 ετών.

– Οι απώλειες στον κλάδο της αλιείας θα μπορούσαν να φτάσουν τα 180 εκατ. ευρώ.

Από την πλευρά του, ο Κάρλος Μπράβο, συντονιστής της συμμαχίας κατά των εξορύξεων στην Ισπανία «Alianza Mar Blava», αναφέρθηκε στο παράδειγμα των κατοίκων στις Βαλεαρίδες νήσους, όπου οι δυναμικές κινητοποιήσεις οδήγησαν την ισπανική κυβέρνηση να πάρει πίσω τις παραχωρήσεις για έρευνα και εξόρυξη υδρογονανθράκων σε πέντε περιοχές. Αναφέρθηκε επίσης, στη γενναία απόφαση τόσο της Γαλλίας να απαγορεύσει στο μέλλον νέες παραχωρήσεις, όσο και της Νέας Ζηλανδίας.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, στη Μεσόγειο οι διαρροές πετρελαίου την περίοδο 1977 – 2010 έφτασαν τους 310.000 τόνους, εκ των οποίων το 90% οφειλόταν σε μεγάλα ατυχήματα (άνω των 7.500 τόνων). Μάλιστα, το 30% των ατυχημάτων με δεξαμενόπλοια στη Μεσόγειο έχουν σημειωθεί στον ελληνικό θαλάσσιο χώρο και το 18% εντός των ορίων της Ιταλίας.

Τα στελέχη του WWF, ερωτώμενοι σχετικά με το γεγονός ότι, κατά τις εξορύξεις στον Πρίνο, τις τελευταίες δεκαετίες, δεν έχει σημειωθεί ατύχημα, σχολίασαν ότι, οι δραστηριότητα στις συγκεκριμένες παραχωρήσεις γίνεται σε μικρά βάθη 30 και 50 μέτρων ενώ οι αντίστοιχες στο Ιόνιο, και κυρίως στην Κρήτη μπορεί να φτάσουν ακόμη και τα 3.500 μέτρα βάθος, με συνέπεια και «το παραμικρό λάθος ή αστοχία μπορεί να αποβεί καταστροφικό για τις τοπικές κοινωνίες και την εθνική οικονομία». Τις ανησυχίες αυτές, όπως τόνισαν, «εντείνει η υπονόμευση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και η συστηματική απουσία ουσιαστικής διαβούλευσης κατά την αδειοδοτική διαδικασία».

Τις απόψεις τους κατέθεσαν επίσης, ο νομικός κ. Σταύρος Αντύπας, ο οποίος εκπροσωπούσε την Ανοιχτή Συνέλευση κατά των εξορύξεων σε Κεφαλονιά και Ιθάκη, όπως και ο ξενοδόχος κ. Αντώνης Νικολιουδάκης από την Επιτροπή Τουρισμού Δήμου Ζακύνθου, οι οποίοι επεσήμαναν τους κινδύνους για τον τουρισμό του Ιονίου, και προειδοποίησαν ότι δεν θα συναινέσουν στη λεηλασία του φυσικού, περιβαλλοντικού, παραγωγικού (όπως π.χ. ο τουρισμός) και κοινωνικού πλούτου των περιοχών τους.