Οι μέρες Χριστουγέννων, που φυσικά και δεν θα καταργηθούν από κανέναν διαχωρισμό Κράτους και Εκκλησίας, αποτελούν κίνητρο για πιο νηφάλιες παρεμβάσεις στο ζήτημα της σχέσης των δύο πλευρών. Ακούγοντας στο ραδιόφωνο (News 24/7) μια πολύ σημαντική φωνή της ελληνικής επιστήμης και διανόησης, τον Μιχάλη Σταθόπουλο, να αναφέρεται  στην ανάγκη αυτονομίας της Εκκλησίας, αναλογίστηκα πόσο θα μπορούσαν να επωφεληθούν κάποιοι κοινοβουλευτικοί μας ταγοί από τέτοιες σκέψεις. Κοινοβουλευτικοί, οι οποίοι χωρίς γνώση των δεδομένων αντιμετωπίζουν το ζήτημα εντελώς επιδερμικά, χωρίς τις απαραίτητες γνώσεις και ευαισθησίες. Δεν ξέρω αν ποτέ θα υπάρξει στη χώρα ένας συμβιβαστικός διαχωρισμός Κράτους και Εκκλησίας που θα σέβεται και τις δύο πλευρές, ο χωρισμός όμως πολλών εκ των συμμετεχόντων σε αυτή τη συζήτηση από τη γνώση και τη μελέτη, είναι δεδομένος. Πού καιρός για τέτοιες πολυτέλειες.

Αν με τον διαχωρισμό εννοούμε πως σε μια σύγχρονη κοινωνία δεν μπορεί οι βουλευτές της να μην ορκίζονται υποχρεωτικά στο Σύνταγμα και προαιρετικά στο θρήσκευμά τους, πως δεν μπορεί να μην υπάρχει υποχρεωτικός πολιτικός γάμος και προαιρετικός θρησκευτικός, πως δεν μπορεί τα παιδιά της να μη μαθαίνουν υποχρεωτικά τη φιλοσοφία της θρησκείας και προαιρετικά όποιο θρησκευτικό δόγμα επιθυμούν, πως δεν μπορεί οι θρησκευτικές μειονότητές της αλλά και οι μη ένθεοι να αντιμετωπίζουν διακρίσεις και δυσκολίες στη δημόσια ζωή τους και πως δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση μεταξύ πλειοψηφούσας και επικρατούσας θρησκείας, τότε σωστά καταλαβαίνουμε.

Βεβαίως πρέπει να λαμβάνονται πάντοτε υπόψη οι ιδιαιτερότητες στη σχέση Εκκλησίας και Κράτους που ισχύουν σε κάθε χώρα. Η επίκληση ως «καλού παραδείγματος» της Γερμανίας όπου με εθελούσια δήλωσή τους οι πολίτες προσδιορίζουν αν θέλουν να χρηματοδοτούν κάποια και ποια Εκκλησία, μάλλον δεν λαμβάνει υπόψη της ότι για να φτάσει έως εκεί η Γερμανία πέρασε από ένα τριακονταετή θρησκευτικό πόλεμο (1618-1648). Αλλά για να φτάσει και η Γαλλία το 1905 στο κοσμικό κράτος είχε περάσει από την εμφύλια πολεμική σύγκρουση του 16ου αιώνα (1562-1598) μεταξύ των γάλλων καθολικών και των γάλλων προτεσταντών Ουγενότων, αλλά και από την ίδια τη Γαλλική Επανάσταση και την Παλινόρθωση των Βουρβόνων. Μόλις το 1985, ο πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Φρανσουά Μιτεράν εξέφρασε δημόσια συγγνώμη προς τους απογόνους των Ουγενότων.

Σήμερα όταν στην Ελλάδα ζητείται ο χωρισμός τους, δεν πρέπει να λησμονούμε ή να μη γνωρίζουμε τα ιστορικά δεδομένα. Στα καθ’ ημάς, δεν ήταν η Εκκλησία που μετά την ανεξαρτησία «προσκολλήθηκε» στο Κράτος, αλλά ήταν το Κράτος, το οποίο αναζητώντας πηγές για τη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης, πέραν αυτών που του παρείχε η διανόηση της Διασποράς, στράφηκε προς την Εκκλησία. Το ελληνικό κράτος χρειαζόταν περισσότερο την Εκκλησία απ’ όσο αυτή αυτό. Η νομιμοποίηση του μετα-επαναστατικού ελληνικού κράτους στηριζόταν περισσότερο στην Εκκλησία και λιγότερο στα Συντάγματά του. Βεβαίως εξίσου μεγάλο σφάλμα είναι να ισχυριστούμε πως αφού τέτοια είναι η ιστορία, τίποτα δεν πρέπει να αλλάξει. Οσο δεν είναι «προοδευτική» η αντίληψη που θέλει έναν διαχωρισμό ρήξης, τόσο συντηρητική είναι και η άποψη που θέλει να μην αλλάξει τίποτα στις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας λόγω της ιστορίας.

Οταν μιλάμε για φιλελεύθερες δημοκρατίες εννοούμε ότι σε αυτές κανένα εύλογο δόγμα δεν μπορεί και δεν πρέπει να επικρατεί έναντι των άλλων. Εδώ κάποιοι μιλούν για επικρατούσα θρησκεία και εννοούν την απαξίωση των μειοψηφιών και αντιστοίχως κάποιοι «αριστεροί προοδευτικοί» μιλούν για «διαχωρισμό» και εννοούν την απαξίωση της πλειοψηφίας των πιστών. Κανένας χώρος για εκατέρωθεν πνευματικές ανησυχίες, διάλογο και συμβιβασμούς. Βεβαίως ο σεβασμός των διαφορετικών εύλογων δογμάτων που υπάρχουν σε μια κοινωνία δεν σημαίνει την υποστολή του όπλου της κριτικής για κάθε ένα εξ αυτών. Σημαίνει όμως αναγνώριση εκ μέρους όλων του «ζωτικού τους χώρου». Σημαίνει ότι κανείς δεν επιδιώκει τη μέσω της εξουσίας (και του Συντάγματος) εξαφάνιση του άλλου. Τα εύλογα δόγματα (θρησκευτικά ή κοσμικά) επικρατούν μόνο χάρη στη δύναμη των ιδεών τους και όχι λόγω της όποιας συνταγματικής κατοχύρωσής τους.

Υπ’ αυτή τη λογική οι προτάσεις της κυβέρνησης και λοιπών «προοδευτικών» αντί να επιλύουν αυτό το ζήτημα, το επιτείνουν. Η πρόταση για την επιδοματική μισθοδοσία των ιερέων – πέραν του λαϊκισμού της αντικατάστασης των απολύσεων με νέες προσλήψεις – οδηγεί στην περαιτέρω εξάρτηση της Εκκλησίας από το Κράτος και των ιερέων από την Ανώτατη Ιεραρχία.

Στο ίδιο και χειρότερο μήκος κύματος κινούνται προτάσεις που θέλουν την εδώ και τώρα κατάργηση οποιασδήποτε χρηματοδότησης της μισθοδοσίας των κληρικών. Ανούσιος «προοδευτισμός» που δεν λαμβάνει υπόψη του τις ευαισθησίες της «άλλης πλευράς», των πιστών. Δυστυχώς στα καθ’ ημάς κάθε συζήτηση για δύσκολα ζητήματα που αφορούν εύλογα δόγματα δεν γίνεται στη βάση της αναζήτησης ενός αμοιβαία επωφελούς συμβιβασμού, αλλά στη λογική του Καραγκιόζη «ένα δικό μου, ένα δικό σου, ένα δικό μου», στη βάση της κατίσχυσης ενός δόγματος σε βάρος των υπολοίπων. Η νίκη μου, ήττα σου. «Εμείς ή αυτοί».

Αυτό που έχει τεράστια σημασία είναι να μάθουμε και στη χώρα μας πως στις δημοκρατίες δεν ισχύει η λογική της ολοκληρωτικής κατίσχυσης μιας άποψης έναντι των άλλων, αλλά ο συμβιβασμός και η ύπαρξη «υγειονομικών ζωνών» προστασίας για κάθε ένα εύλογο δόγμα. Στην φιλελεύθερη δημοκρατία, κοσμικό κράτος δεν σημαίνει καταπίεση της Εκκλησίας και της πίστης, αλλά ούτε και η Ιεραρχία πρέπει να «παραδίνεται» σε ακραίες φωνές που το μόνο που γνωρίζουν είναι ο αναθεματισμός των «άθεων κοσμικών».

Στις δημοκρατίες δεν υπάρχουν ολοκληρωτικοί νικητές και ολοκληρωτικά ηττημένοι. Τόσο το Κράτος όσο και η Εκκλησία μπορούν να κερδίσουν πολλά από έναν συμβιβαστικό διαχωρισμό, ο οποίος θα επιτρέψει στο Κράτος να μην έχει άλλη πηγή νομιμότητας πέραν αυτής των νόμων και του Συντάγματος και στη δεύτερη να αυτονομηθεί, επανερχόμενη στα πνευματικά της καθήκοντα, μακριά από πολιτικά παιγνίδια.

 

Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας.