Βασικές κατευθύνσεις για την ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της εγχώριας βιομηχανίας ώστε να επιταχυνθούν οι θετικές τάσεις που παρατηρούνται στον τομέα τα τελευταία χρόνια και να ενισχυθούν περαιτέρω οι σημαντικές πολλαπλασιαστικές επιδράσεις του στο σύνολο της οικονομίας καταγράφονται στην παρουσίαση του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) για την Ελληνική Παραγωγή.

Από τη μελέτη προκύπτει ότι, μετά από μια οξεία και παρατεταμένη κρίση η εγχώρια μεταποίηση ανακάμπτει σταθερά τα τελευταία χρόνια, ταχύτερα από το σύνολο της οικονομίας. Το συνολικό αποτύπωμα και η πολλαπλασιαστική επίδρασή της στην ελληνική οικονομία παραμένουν ισχυρά. Ομως η βελτίωση αυτή είναι εύθραυστη και ανεπαρκής σε σχέση με την ανάγκη της χώρας να επανέλθει σε διατηρήσιμη και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Τα ζητήματα του ενεργειακού κόστους, της φορολογίας, του μη μισθολογικού κόστους, της αδειοδότησης και της χρηματοδότησης της εγχώριας μεταποίησης φαίνεται ακόμη να επηρεάζουν αρνητικά την ανταγωνιστικότητα της εγχώριας μεταποίησης και αποτελούν σημαντικά εμπόδια έτσι ώστε να αξιοποιήσει πλήρως το δυναμικό της και να το διευρύνει. Με δεδομένο το ευρύτερο πλαίσιο ενίσχυσης της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και τις αντίστοιχες πολιτικές που εμφανίζονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης της μεταποίησης στις διεθνείς αγορές απαιτεί σε εθνικό επίπεδο περισσότερο στοχευμένες πολιτικές και διαρθρωτικές παρεμβάσεις σε επίπεδο δημόσιων, αλλά και επιχειρηματικών πολιτικών στη χώρα μας που να αμβλύνουν τα εμπόδια που αυτή αντιμετωπίζει.

Στο επόμενο διάστημα, θα είναι κρίσιμης σημασίας κάθε μία από τις απαιτούμενες παρεμβάσεις να μελετηθεί σε βάθος και να κοστολογηθεί ως προς τις επιδράσεις της, με σκοπό να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο συγκεκριμένων δράσεων, κατά προτεραιότητα. Σύμφωνα με τη μελέτη:

• Το μερίδιο της Μεταποίησης στο ΑΕΠ είναι από τα χαμηλότερα στην ΕΕ-28 (8,7% το 2017).

• Σημειώνεται πτώση προστιθέμενης αξίας της Μεταποίησης την περίοδο 2009-2014 (-26,6%), αλλά ήπια ανάκαμψή της την περίοδο 2014-2017 (+3%).

• Ισχυρή μείωση απασχόλησης την περίοδο 2009-2014 (-38,5%, πτώση σε όλους τους κλάδους) και αύξησή της 13% την τελευταία τριετία (άνοδος σε 12 κλάδους).

• Το 2017 τρόφιμα, ποτά – καπνός, πλαστικά και φαρμακευτικά με μεγαλύτερη απασχόληση σε σχέση με το 2009.

• Αύξηση Τιμών Παραγωγού την περίοδο 2009-2014 περισσότερο προς αγορές του εξωτερικού παρά προς την εγχώρια αγορά (18,1% έναντι 14,5%).

• Αλλαγή τάσης σε πτωτική το 2015-2017, αλλά συνολικά από το 2009 οι τιμές στο εξωτερικό ενισχύθηκαν περισσότερο (6,2% έναντι 4,8%).

• Περιορισμός 32,7% των επενδύσεων στη Μεταποίηση την περίοδο 2008-2015 (από €16,8 δισ. στα €11,3 δισ.). Ανάκαμψη τη διετία 2016-2017 (€12,3 δισ. πέρυσι).

• Αλλά συνεχής αύξηση επενδύσεων ανά απασχολούμενο στη Μεταποίηση το 2010-2014, σωρευτικά +24,7%. Σταθεροποίηση τη διετία 2016-2017, στα €34,1 χιλ., έναντι μόλις €6,0 χιλ. στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας.

• Συνολική πτώση Δείκτη Κύκλου Εργασιών στη Μεταποίηση την περίοδο 2009-2016 (-42,2%). Ανάκαμψη το 2017 (+7,9%).

Ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής του ΟΠΑ, κ. Νίκος Βέττας, αναφέρθηκε στον ρόλο που η μεταποιητική βιομηχανία μπορεί και πρέπει να έχει σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη συγκυρία για την ελληνική οικονομία. Η κρίση της ελληνικής οικονομίας δεν θα ολοκληρώσει τον κύκλο της εάν δεν τεθούν οι βάσεις για συστηματική άνοδο της παραγωγικότητας και όχι απλώς με διαχείριση της τρέχουσας ζήτησης. Σε αυτή την κατεύθυνση, απαιτείται ένταση των επενδύσεων, ανάπτυξη του ανθρώπινου κεφαλαίου και διαμόρφωση ενός θεσμικού πλαισίου που να ενθαρρύνει την παραγωγή. Οι διασυνδέσεις της βιομηχανίας με την υπόλοιπη οικονομία μέσω ισχυρών πολλαπλασιαστών και η υποστήριξη της καινοτομίας, την καθιστούν πεδίο όπου η οικονομική πολιτική πρέπει να ανταποκριθεί άμεσα και κατά προτεραιότητα.

Ο κ. Μιχάλης Στασινόπουλος, εκτελεστικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της VIOHALCO, σε ειδική εκδήλωση ανέφερε μεταξύ άλλων ότι η μεταποίηση στην Ελλάδα είναι ένας ζωντανός τομέας της οικονομίας με καθοριστική συμβολή στη δημιουργία εθνικού πλούτου, προστιθέμενης αξίας, απασχόλησης και εξαγωγών. «Την ώρα που η Ευρώπη στηρίζει την επαναβιομηχάνιση, για την Ελλάδα, ιδιαίτερα μετά την κρίση της τελευταίας δεκαετίας, η μετάβαση σε ένα ισόρροπο αναπτυξιακό μοντέλο, με μια εύρωστη και ανταγωνιστική παραγωγική βάση θα έπρεπε να είναι σήμερα, έμπρακτα και όχι απλώς διακηρυκτικά, απόλυτη εθνική προτεραιότητα».