Από εκείνο τον δρόμο όπου οι θνητοί αδαείς περιφέρονται,
δικέφαλοι κουφοί αλλά και τυφλοί, έκθαμβοι, ορδές χωρίς κρίση.

Παρμενίδης, Περί Φύσεως

Μπορεί να είναι ματαιοπονία να αρθρογραφείς εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ. Τόσα πολλά να ειπωθούν, τόσο μικρό αντίκρισμα. Από πού ν’ αρχίσεις και πού να τελειώσεις ως προς την ασυνέπεια, τον καιροσκοπισμό, τη μικρότητα, τη χυδαιότητα, τη ροπή στον ολοκληρωτισμό, την αγραμματοσύνη ή την ευνοιοκρατία; Ομως το 20% μέχρι 27% που του δίνουν οι δημοσκοπήσεις μένει πάντα ακατέβατο. Ζούμε σε χώρα υπεράνω αντιφάσεων. Πλήθη ψηφοφόρων παραβλέπουν την ασυνέπεια, νιώθουν οικείοι με τη μικρότητα, δικαιολογούν τον καιροσκοπισμό, δεν θίγονται από τη χυδαιότητα, συναινούν στον ολοκληρωτισμό, μετέχουν στην αγραμματοσύνη και συγχωρούν ασμένως την ευνοιοκρατία – ιδίως αν απολαμβάνουν ή προσδοκούν να απολαύσουν τα ωφελήματά της. Με τον παράδοξο, τουλάχιστον, ισχυρισμό ότι έτσι συμβάλλουν στην αναχαίτιση του συντηρητισμού και της φαυλότητας του «παλαιού πολιτικού συστήματος».

Εκεί συνίσταται το ακαταμάχητο προτέρημα της Αριστεράς: να διαθέτει όλη την αθλιότητα των αντιπάλων της (όταν δεν την ξεπερνά, όπως με τα γκουλάγκ ως προς τα μετεμφυλιακά «ξερονήσια» λ.χ.), πείθοντας ότι συνιστά τον μέγα πολέμιο κάθε συστήματος καταπίεσης. Και η αλητεία είναι αντισυστημική, προφανώς, αλλά είναι εξίσου προφανές ότι ακόμη κι αυτή, αν φτάσει να κυβερνά, συγκροτεί το δικό της σύστημα.

Το βλέπουμε με σαφήνεια σε αιφνίδιους πλουτισμούς φίλων και αναθέσεις εργασιών σε συγγενείς, ενώ άλλοι φτωχαίνουν ή μένουν άνεργοι. Το βλέπουμε, νυχθημερόν, στο εμετικό λιβάνισμα της δημόσιας τηλεόρασης προς την κυβέρνηση. Και το βλέπουμε στη στάση απέναντι στους καταστροφείς των πανεπιστημίων ή στους αυτόκλητους εκδικητές του «Ρουβίκωνα». Η κυβερνητική ανοχή είναι άνευ προηγουμένου. Ή μάλλον έχει ένα προηγούμενο: τη στάση που κρατούσαν οι σήμερα προσκείμενοι στον ΣΥΡΙΖΑ πανεπιστημιακοί έναντι όλων εκείνων των ομάδων από αριστεριστές, μπαχαλάκηδες και υπόκοσμο από τα χρόνια της τρελής ευμάρειας ήδη. Τους αντιμετώπιζαν ως παιδιά με «ανησυχίες», «ασυμβίβαστα», που «ψάχνονται». Και με την ίδια ευκολία που αποδέχονταν τις καταλήψεις για ψύλλου πήδημα ενέκριναν τα κονδύλια για επισκευές των ζημιών που προκαλούσαν οι καταλήψεις ή, πολύ χειρότερα, βαθμολογούσαν με άριστα εργασίες που ήταν οριακά προβιβάσιμες. Ηταν η ανταμοιβή της αντισυστημικής δράσης. Το «πρώτοι στους αγώνες» αρκούσε για να «πρωτεύει» και στα μαθήματα το αρειμάνιο επαναστατιλίκι.

Το ίδιο και σήμερα. Ομάδες δήθεν επαναστατών φοιτητών, χούλιγκαν και υποκόσμου κρατιούνται σε ετοιμότητα. Θα αποτελέσουν τα «τάγματα εφόδου» όταν ο ΣΥΡΙΖΑ γίνει αντιπολίτευση. Πρόθυμοι να γεμίσουν πλατείες αγανακτισμένων ή να κάψουν κάποια τραπεζικά υποκαταστήματα μαζί με τους υπαλλήλους, ώστε να χρειάζεται η Αριστερά στην εξουσία για να τους συμμαζέψει. Αφού λειτούργησε το σύνθημα «Καραμανλής ή τανκς», γιατί όχι και το «Αριστερά ή χάος»;

Τον Οκτώβριο του 1817, γερμανοί φοιτητές γιόρτασαν την τριακοσιοστή επέτειο της Μεταρρύθμισης του Μαρτίνου Λούθηρου με φλογερές ομιλίες που εξυμνούσαν τη γερμανικότητά τους και το κάψιμο όσων αντιτύπων είχαν βρει από τον ναπολεόντειο «Αστικό Κώδικα». Ηταν οι πρόδρομοι των αντισυστημικών του σήμερα, όπως και οι πρόδρομοι του ναζισμού.

Αν όλοι όσοι εναντιώνονται στον ΣΥΡΙΖΑ είναι φασίστες, τι ακριβώς ισχύει για τους υποστηρικτές του; «Μετά τον Χίτλερ ερχόμαστε εμείς» ήταν η πεποίθηση των γερμανών κομμουνιστών στη Βαϊμάρη του 1933, όταν κατήγγελλαν τους σοσιαλιστές ως «σοσιαλφασίστες». «Μετά τον Τσίπρα ερχόμαστε εμείς» άκουσα με ανατριχίλα να μου περηφανεύεται ένας χρυσαυγίτης ταξιτζής στη διάρκεια μιας συζήτησης από αυτές που μοιραία πιάνει κανείς στα ταξί.

Οταν ο Πρωθυπουργός αναλαμβάνει να εξηγήσει γιατί δεν κατήργησε τον ΕΝΦΙΑ, ενώ είχε υποσχεθεί να το κάνει, και η εξήγησή του έγκειται στο ότι οι άλλοι έφεραν την οικονομική κρίση, κάθε αίσθηση λογικής αντίφασης εξαλείφεται. Το «θα σας εξηγήσω γιατί δεν τήρησα την υπόσχεσή μου: εσείς φταίτε που την έδωσα» δεν έχει όρια στην παραδοξολογία ή στην αναισχυντία του, εκτός αν συνιστά κορύφωση του πρωθυπουργικού χιούμορ. Το ίδιο ισχύει και στο πιο πρόσφατο επιχείρημα: «Αν πιστεύετε ότι αντάλλαξα με τη συμφωνία των Πρεσπών τη μη περικοπή συντάξεων, τότε καταψηφίστε τη μη περικοπή». Επόμενο βήμα θα ήταν να ρωτήσει: «Αφού μας θεωρείτε απατεώνες, γιατί δεν φεύγετε από το Κοινοβούλιο;».

Ωστόσο αυτές οι αντιφάσεις μοιάζουν να περνούν απαρατήρητες. Ισως γιατί ξεκινούν από την κατ’ εξοχήν αφανή αντίφαση: ότι τα ιδεώδη της δικαιοσύνης και της ισότητας μπορούν να συνυπάρχουν. Καλώς ή κακώς, όμως, δικαιοσύνη σημαίνει πως η οξύνοια, το ταλέντο, η τύχη ή τα οικογενειακά εφόδια θα προσφέρουν πολύ υψηλότερες απολαβές σε κάποιους απ’ ό,τι σε άλλους. (Συχνά πετυχαίνει το ίδιο και η πονηριά, αλλά ιδού πεδίον δόξης για τους επαναστάτες – να περιορίσουν αυτή την παράμετρο.) Ισότητα σημαίνει ότι, ανεξαρτήτως προσόντων ή εργασιακών επιδόσεων, οι πάντες διατηρούν ένα λίγο-πολύ κοινό επίπεδο ζωής. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει τη δεύτερη εκδοχή εάν, από την εποχή που ο Ετιέν Καμπέ επινοούσε τον όρο «κομμουνισμός» και ίδρυε τις πρώτες κομμούνες, δεν υπήρχε σωρεία αρνητικών παραδειγμάτων. Οπου, με πρόσχημα την «ισότητα», οι ανέσεις των κυβερνώντων ήταν απείρως ανώτερες των υπολοίπων. Με την ανισότητα να κυριαρχεί εκεί πολύ περισσότερο από ό,τι σε κοινωνίες που εξαρχής την αποδέχονται. Υποχρεωμένες να τηρούν, ασφαλώς, τα όρια που θέτει ένα κράτος κοινωνικής πρόνοιας.

Ο κ. Πέτρος Μαρτινίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ.Α