Στο μέλλον θα μαζευόμαστε γύρω από ένα ψηφιακό τζάκι και θα ακούμε ιστορίες. Ειπώθηκε εφέτος στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης. Το ψηφιακό τζάκι στην περίπτωση είναι τα λεγόμενα «έξυπνα ηχεία» (smart speakers), στο μέγεθος που έχει ένα κουτάκι αναψυκτικού. Τα τοποθετείς στο τραπεζάκι του καθιστικού, κάθεσαι απέναντι και πιάνεις κουβέντα μαζί τους. Σου παίζουν μουσική, άμα θες, ή σου διαβάζουν ένα βιβλίο, ένα audiobook. Η παραπάνω φράση ειπώθηκε στη διάρκεια συζήτησης ακριβώς για τα audio books, για τα βιβλία που δεν διαβάζεις χρησιμοποιώντας τα μάτια σου αλλά χρησιμοποιώντας τα αυτιά σου.

Αυτό γινόταν από την αρχαιότητα. Οι άνθρωποι άκουγαν τα βιβλία, παρά τα διάβαζαν με τα μάτια τους. Κάποιοι επειδή δεν γνώριζαν ανάγνωση. Άλλοι επειδή δεν είχαν χρήματα για να αγοράσουν ένα βιβλίο, ειδικά τις εποχές που το βιβλίο ήταν χειρόγραφο και ακριβό. Μέχρι τον 19ο αιώνα, όταν πλέον τα ποσοστά αναλφαβητισμού μειώνονται και παράλληλα η παραγωγή του βιβλίου μαζικοποιείται δίνοντας μικρά και φτηνά βιβλία που μπορούν πολλοί να αγοράσουν, η ανάγνωση δεν ήταν ατομική υπόθεση, όπως λέει η δική μας εμπειρία, αλλά μια συλλογική διαδικασία. Ένας ιερέας διάβαζε και οι πιστοί άκουγαν. Στα σπίτια της προτεσταντικής Δύσης μια γυναίκα διάβαζε τα βράδια σε άλλες γυναίκες που κεντούσαν, έραβαν ή έκαναν άλλες οικιακές εργασίες. Στις μεσοαστικές οικογένειες της βικτοριανής Αγγλίας η ανάγνωση ήταν οικογενειακή υπόθεση, με τον πατέρα, συνήθως, να διαβάζει μετά το δείπνο σε όλη την οικογένεια τη Βίβλο, παιδαγωγικά αναγνώσματα ή μυθιστορήματα που κυκλοφορούσαν σε συνέχειες, δημοφιλή εκδοτική πρακτική της εποχής. Ήταν ένας τρόπος καλλιέργειας των οικογενειακών δεσμών, ήταν ψυχαγωγία αλλά και εκπαίδευση και έμμεσος έλεγχος από τους γονείς των αναγνωσμάτων των παιδιών τους. Όσο για τα μέλη των λαϊκών τάξεων, που συνωστίζονταν σε στενάχωρα σπίτια χωρίς βιβλία και χώρους πρόσφορους για ανάγνωση, εκείνα παρακολουθούσαν δημόσιες αναγνώσεις σε πάρκα και πλατείες. Στις Εκλεκτικές συγγένειες του Γκαίτε, η συζήτηση για τις εκλεκτικές συγγένειες που θα αποτελέσουν και θεματικό μοτίβο του μυθιστορήματος ξεκινά στη διάρκεια μιας τέτοιας κοινής βραδινής ανάγνωσης.

Απέναντι σε αυτές τις αναγνωστικές συνήθειες, το μικρό, φτηνό βιβλίο έφερε μια επανάσταση. Ο αναγνώστης μπορούσε να το μεταφέρει οπουδήποτε, να το διαβάσει οπουδήποτε –αν ήξερε γράμματα– και οποιαδήποτε ώρα της μέρας, όσο ήθελε, με τον ρυθμό που ήθελε. Δεν περιοριζόταν από το πρόγραμμα και τις επιλογές κάποιου άλλου. Η μοναχική σιωπηλή ανάγνωση, μια αναγνωστική πρακτική που επικράτησε μόλις τους τελευταίους δύο τρεις αιώνες, ισοδυναμούσε με μια πράξη ελευθερίας.

Έχει ενδιαφέρον λοιπόν η αναβίωση της πρακτικής της μεγαλόφωνης «ανάγνωσης», που γίνεται με τα αυτιά και όχι με τα μάτια. Όχι της ακρόασης των audiobooks που γίνεται μοναχικά, ατομικά, με ακουστικά στα αυτιά την ώρα που κάνουμε ψώνια στην πόλη ή τρέχουμε στο πάρκο ή στο διάδρομο του γυμναστηρίου, αλλά η αναβίωση της μεγαλόφωνης δημόσιας ανάγνωσης. Ο Δ. Ν. Μαρωνίτης διάβαζε τη μετάφρασή του της Οδύσσειας στο «Χυτήριο» σε ένα ακροατήριο, όπως και οι ηθοποιοί του Εθνικού Θεάτρου τη μετάφρασή του της Ιλιάδας αργότερα. Γίνονται αναγνώσεις Παπαδιαμάντη σε εκκλησίες, πλατείες και καφέ. Η Ένωση Ξενοδόχων Αττικής διοργανώνει τα τελευταία χρόνια απαγγελίες αρχαίων συγγραφέων σε τόπους ιστορικού και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Στο πλαίσιο της δράσης «Ποίηση… On the road» της Αθήνας Πολιτιστικής Πρωτεύουσας Βιβλίου 2018 γίνονται αναγνώσεις ποίησης στο μετρό και στα λεωφορεία ενώ τα κυριακάτικα απογεύματα ηθοποιοί διαβάζουν γνωστά λογοτεχνικά κείμενα στις «Παραβάσεις», στο Θεατρικό Αναλόγιο του ΚΠΙΣΝ στο Φάληρο.

Τα παραδείγματα είναι ενδεικτικά, ορισμένα από τις πολλές εκφράσεις δημόσιας ανάγνωσης κειμένων, οι οποίες ανοίγουν μια ομπρέλα που καλύπτει όλο το έδαφος από την απαγγελία ποίησης ως το δρώμενο, τη δραματοποιημένη ανάγνωση, το λογοτεχνικό αναλόγιο, τον μαραθώνιο ανάγνωσης, τη λογοτεχνική περφόρμανς. Αν αφήσουμε στην άκρη τις απαγγελίες ποίησης –η ποίηση είναι ένα είδος που παραδοσιακά προσφέρεται για μεγαλόφωνη απαγγελία σε δημόσιους χώρους και συναθροίσεις– και τις έντονα δραματουργικά επεξεργασμένες αναγνώσεις που πλησιάζουν το θέατρο, μένουν ακόμη αρκετές περιπτώσεις όπου η δημόσια ανάγνωση φαίνεται να κερδίζει έδαφος και θαυμαστές και να πυκνώνει ως αναγνωστική πρακτική.

Είναι ένα ερώτημα γιατί ο σύγχρονος αναγνώστης παραχωρεί αυτή την ελευθερία που του προσέφερε η μοναχική ανάγνωση για να συμμετέχει σε μια δημόσια ανάγνωση με άλλους, σε μια ανάγνωση που τον περιορίζει σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, που του επιβάλλει την παρουσία άλλων, τη σίγαση του κινητού του τηλεφώνου, την επιβεβλημένη από τα πράγματα προσήλωσή του σε μια φωνή που διαβάζει για λογαριασμό όλων. Ίσως όμως ακριβώς αυτός να είναι ο λόγος της αναβίωσης της δημόσιας ανάγνωσης στις μέρες μας: η παραχώρηση της ελευθερίας για αδιάκοπη κίνηση, της διαθεσιμότητάς μας σε διαρκείς περισπασμούς. Ίσως τελικά η λειτουργία της δημόσιας ανάγνωσης να είναι ακριβώς αυτή: η δημιουργία μιας ιδιότυπης συνθήκης μοναχικότητας του 21ου αιώνα, μιας μοναχικότητας εν μέσω πλήθους, και η δημιουργία χρόνου, μιας προσωρινής παύσης της αέναης συνδεσιμότητας, προκειμένου η ανάγνωση να υπάρξει ξανά ως μια συλλογική δραστηριότητα που τη μοιραζόμαστε και μας ενώνει σε ένα κοινό σύμπαν αναγνωστών.

Φωτ.: Μάθημα ανάγνωσης, Knut Ekwall (1843-1912).