Υστερα από οκτώ χρόνια εποπτείας, η χώρα μας βγαίνει επιτέλους από τα μνημόνια, όπως ανακοίνωσαν περιχαρείς ο υπουργός Οικονομικών κ. Τσακαλώτος και οι επικεφαλής των «θεσμών». Είναι όμως πραγματικά έτσι; Το Μνημόνιο είναι μια συμφωνία δύο μερών που περιγράφει αναλυτικά τις υποχρεώσεις κάθε πλευράς. Τα τρία μνημόνια που υπέγραψε η χώρα μας προέβλεπαν υλοποίηση μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων από την Ελλάδα και παροχή οικονομικής βοήθειας μέσω χαμηλότοκων δανείων υπό αιρεσιμότητα και αυστηρή επιτήρηση από την πλευρά των «θεσμών».
Τι αλλάζει τα επόμενα χρόνια; Τίποτα. Η Ελλάδα έχει ήδη προνομοθετήσει σημαντικά δημοσιονομικά μέτρα για την επόμενη διετία (περικοπή συντάξεων και αφορολογήτου) και έχει δεσμευθεί να υλοποιήσει συγκεκριμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Από την άλλη πλευρά, με τη συμφωνία της Πέμπτης, οι εταίροι μας επιστρέφουν τα κέρδη από τα ANFA και τα SMP (η επιστροφή τους σταμάτησε την περίοδο της «περήφανης διαπραγμάτευσης») αν υλοποιήσουμε τις παραπάνω μεταρρυθμίσεις και δεσμεύονται να μας παράσχουν σημαντική στήριξη για την ενίσχυση του «μαξιλαριού ρευστότητας». Οπως και τώρα, η εποπτεία θα γίνεται μέσω αυστηρών ελέγχων ανά τρίμηνο. Με άλλα λόγια, το τέταρτο μνημόνιο είναι εδώ.
Στο άλλο μεγάλο ζήτημα, αυτό της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, είχαμε θετικές εξελίξεις, αλλά σίγουρα το πρόβλημα δεν λύθηκε. Η επέκταση της χρονικής περιόδου αποπληρωμής και, κυρίως, της περιόδου χάριτος κατά μία δεκαετία στα δάνεια του EFSF, φαίνεται να καθιστά το χρέος βιώσιμο μέχρι το 2032, όχι όμως αναγκαστικά και μετά από αυτό το σημείο. Αυτό το δέχονται εμμέσως και οι ευρωπαίοι εταίροι μας, δηλώνοντας ότι το ζήτημα της βιωσιμότητας θα επανεξεταστεί τότε. Ο αυτόματος μηχανισμός εξομάλυνσης που πρότεινε η γαλλική πλευρά δεν υιοθετήθηκε και το ΔΝΤ δεν φαίνεται ότι θα μας δώσει την περιπόθητη σφραγίδα του πως το χρέος μας είναι βιώσιμο (χωρίς αστερίσκους και υποσημειώσεις).
Βραχυχρόνια, η μεγαλύτερη του αναμενομένου ενίσχυση του «μαξιλαριού ρευστότητας» δίνει στην Ελλάδα τη δυνατότητα να μείνει για μία ακόμα διετία εκτός αγορών, όμως εδώ γίνεται συχνά μια παρεξήγηση. Το να μείνει η χώρα εκτός αγορών για μία διετία χρησιμοποιώντας τους πόρους του «μαξιλαριού» θα είναι μια ιδιαίτερα αρνητική εξέλιξη. Αυτό που πρέπει να επιδιωχθεί είναι η χρηματοδότηση των αναγκών μας από τις αγορές, ενώ η προσφυγή στο «μαξιλάρι» να είναι μόνο λύση έσχατης ανάγκης αν τα επιτόκια είναι απαγορευτικά.
Τέλος, παρά την παροχή διευκολύνσεων για την αποπληρωμή του χρέους, οι στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων παρέμειναν αμετάβλητοι (3,5% για τα πρώτα πέντε χρόνια και 2,2% για τα επόμενα 37). Τόσο υψηλά πλεονάσματα για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα δεν έχει επιτύχει καμία χώρα. Επιπροσθέτως, αντίθετα από άλλες χώρες που πέτυχαν υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, στις οποίες το δημόσιο χρέος κατείχαν κυρίως εθνικές τράπεζες και, επομένως, κάθε φορά που το Δημόσιο αποπλήρωνε τις υποχρεώσεις του έμεναν περισσότεροι πόροι διαθέσιμοι για τη χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα, δημιουργώντας έναν ενάρετο κύκλο ανάπτυξης, στην περίπτωση της Ελλάδας το δημόσιο χρέος διακατέχεται κυρίως από αλλοδαπούς. Επομένως, τα αντίστοιχα πρωτογενή πλεονάσματα θα μετατραπούν σε μεταφορά πόρων στην αλλοδαπή, δυσχεραίνοντας τις προσπάθειες οικονομικής ανάπτυξης.
Ο κ. Πάνος Τσακλόγλου είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ