Ο Χέγκελ αναφερόταν στην πανουργία της Ιστορίας, ο Μαρξ θεωρούσε πως οι άνθρωποι κάνουν μεν την Ιστορία τους, μα όχι όπως αυτοί θέλουν, αλλά όπως οι συνθήκες το επιτρέπουν, και ο Βέμπερ ανέδειξε την αντίθεση μεταξύ ορθολογικών σκοπών και ανορθόλογων μέσων ή και το αντίθετο. Αυτό όμως που συμβαίνει στη χώρα μας με το Μακεδονικό θα μπορούσε να εφοδιάσει τη φιλοσοφία και με μια νέα κατηγορία. Την αντίφαση ένα μόνο τμήμα, ενός ασόβαρου κυβερνητικού σχήματος, να φέρνει μια σοβαρή και σε γενικές γραμμές αμοιβαία επωφελή συμφωνία. Γιατί τέτοια είναι, αν δούμε το δάσος και όχι τα δέντρα.
Οι ενστάσεις για τη μακεδονική γλώσσα δεν είναι σοβαρές όταν γίνονται από μια χώρα που σε δυο απογραφές (1928 και 1940) αναγνώριζε σλαβομακεδονική γλώσσα και όχι «ιδίωμα» (sic) και μειονότητα. Οχι για κανένα άλλον λόγο, αλλά για να αποτρέψει με αυτόν τον τρόπο τη Σερβία και τη Βουλγαρία να εκμεταλλευτούν για τους δικούς τους αλυτρωτισμούς τα αιτήματα των Σλαβομακεδόνων. Τότε μας «συνέφερε» να μη δηλώνουν οι κάτοικοι της περιοχής ότι η γλώσσα τους είναι η σερβική ή η βουλγαρική. Σήμερα μας «συμφέρει» το αντίθετο. Αν πάλι υπάρχει βουλγαροσερβική διάλεκτος, γιατί να μην έχουμε και πολωνοτσεχική, ρωσοουκρανική και δεν συμμαζεύεται; Αυτό το λες πολιτική, όχι όμως και γλωσσολογία.
Οσον αφορά τους φόβους για τον γεωγραφικό προσδιορισμό «Βόρεια» και για τους αλυτρωτισμούς που κρύβει, τα ίδια θα υποστήριζαν οι ίδιοι που το λένε αυτό αν την έλεγαν Νέα, Κόκκινη, Πράσινη ή Κίτρινη Μακεδονία. Τέλος πάντων, από το «Βόρεια» μάλλον πρέπει να ανησυχεί περισσότερο η Βουλγαρία. Καθόλου τυχαία το βουλγαρικό υπουργείο Εξωτερικών έβγαλε ανακοίνωση με την οποία διαδηλώνει τους φόβους της χώρας για την ονομασία. Τα άλλα προσβλητικά περί κρατιδίου των 2,1 εκατ. κατοίκων τα αφήνω να τα κρίνουν οι Κύπριοι των 840 χιλιάδων και οι 583 χιλιάδες κάτοικοι του «κρατιδίου» του Λουξεμβούργου.
Για να κατανοήσουμε «ποιους ωφελεί η επίλυση», πέρα από τις ιδιαιτέρως πυκνές παρατηρήσεις της Βασιλικής Γεωργιάδου («ΤΑ ΝΕΑ», 13/6/2018), αρκεί να ανατρέξουμε στις δηλώσεις του κ. Καμμένου. Αυτός ανέφερε ότι αυτή την «καταστροφική» για τα συμφέροντα της Ελλάδας συμφωνία θα την απορρίψουν οι κάτοικοι της «Σεβέρνα Ματσεντονίγιια». Εμάς υποστηρίζουν, φαίνεται, οι «Σκοπιανοί».
Το παράδοξο είναι ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης σέρνεται (όχι από την Ακροδεξιά, αλλά από τον λαϊκισμό) να απορρίψει μια συμφωνία που είχε πετύχει ο πατέρας του το 1992. Από την άλλη, το ΚΙΝΑΛ, που πρόσφατα έκανε την πιο σοβαρή κίνηση κατοχύρωσης της αυτονομίας του ζητώντας εκλογές, οφείλει να τιμήσει αυτόν τον συμβιβασμό με την προϋπόθεση να ζητήσει τη δέσμευση του κ. Τσίπρα πως την επόμενη μέρα της υπερψήφισης της συμφωνίας θα προκηρύξει εκλογές. Το ίδιο μπορεί να κάνει και η ΝΔ. Δεν μπορεί στην περίπτωση του κ. Τσίπρα να ισχύει «τα δικά μας δικά μας και τα δικά σας δικά μας», αλλά και δεν πρέπει να χαθεί η ευκαιρία.
Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ