Ο Νίκος Κουρής ξεκίνησε τη σεζόν με τον ρόλο του Τρέπλιεφ στον «Γλάρο» του Τσέχοφ που ανέβασε ο Γιάννης Χουβαρδάς στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά. Ενδιαμέσως έκανε πρεμιέρα με το ψυχολογικό θρίλερ «Η γυναίκα με τα μαύρα», που παίζει μαζί με τον Κωνσταντίνο Ασπιώτη, στο Κάτια Δανδουλάκη (Δευτέρα-Τρίτη). Και τώρα ερμηνεύει τον πατέρα Φλιν στην «Αμφιβολία», το θεατρικό έργο του Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ, πλάι στη Ρούλα Πατεράκη και σε σκηνοθεσία του Απόλλωνα Παπαθεοχάρη, στις Ροές.
Και όχι μόνον: Μόλις την περασμένη Κυριακή διάβασε ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη στις «Παραβάσεις», στο πλαίσιο της σειράς θεατρικών αναλογίων του Ιδρύματος Νιάρχος μαζί με την Εύη Σαουλίδου, ενώ ετοιμάζει ένα σεμινάριο.
Πρωταθλητής της θεατρικής χρονιάς; «Ετυχε. Ετυχε. Και είμαι πολύ ευχαριστημένος. Για να μπορέσω να είμαι στον «Γλάρο», που ήταν στο πρώτο μισό της σεζόν, έπρεπε να κάνω και κάτι μετά. Οπότε έκοψα τη σεζόν στη μέση. Στην πραγματικότητα είχα πει «ναι» στον Γιάννη (Χουβαρδά) και μετά ήρθε η «Αμφιβολία», που μου άρεσε τρομερά, έργο και συντελεστές. Ημουν πολύ τυχερός. Οσο για τη «Γυναίκα με τα μαύρα», μου την πρότεινε το περασμένο καλοκαίρι ο Κωνσταντίνος (Ασπιώτης) και μου άρεσε πολύ. Εννοείται ότι όλα ήθελαν πολλή δουλειά».
Αλλά ο Νίκος Κουρής δεν τη φοβάται τη δουλειά: «Μου αρέσει να δουλεύω συνέχεια. Δεν κάνω αυτή τη δουλειά για ρόλους. Θέλω να έχω εμπλοκή. Για μένα είναι έρευνα με τα έργα, με τους ανθρώπους. Στο εξωτερικό οι ηθοποιοί ρεπερτορίου παίζουν κάθε μέρα άλλο ρόλο σε άλλο έργο. Πιστεύω ότι μέσα από τους πολλούς ρόλους εξελίσσεσαι, εξασκείσαι. Κυλάς σε άλλα, παράλληλα, μονοπάτια. Γιατί οι ρόλοι δεν είναι σήμερα κάνω αυτό και αύριο το άλλο. «Οι ρόλοι σε πάνε από εδώ και από εκεί, επικοινωνεί το ένα με το άλλο», όπως έλεγε ο Λευτέρης Βογιατζής. Ο ηθοποιός του θεάτρου, του ρεπερτορίου, έχει μια δεξαμενή μέσα του, στην οποία κολυμπάει. Προσπαθούμε να βρούμε μια διαδρομή μέσα σε αυτό που κάνουμε. Κι αυτό είναι μια εξάσκηση, ένα ακόνισμα. Ισα-ίσα που μου αρέσει πολύ και με έχει βοηθήσει. Μου δίνει δύναμη».
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά, ή καλύτερα από εμπρός προς τα πίσω.

Τετάρτη με Κυριακή –τώρα

«Είμαι φανατικός θαυμαστής του Φίλιπ-Σέιμουρ Χόφμαν. Είχα δει την ταινία («Doubt»), αλλά έτσι κι αλλιώς τις έχω δει όλες. Επίσης είναι μια εμπειρία να δουλεύεις με τη Ρούλα Πατεράκη. Στην «Αμφιβολία» το θέμα είναι η παρεξήγηση. Η παρεξήγηση και της Εκκλησίας και της πολιτικής, που θέλουν να εξασφαλίσουν στους ανθρώπους αυτή τη βεβαιότητα, η οποία δεν συνάδει με τη φύση μας ούτε με τον χαρακτήρα μας. Η παρεξήγηση των σχέσεων.

Αυτό που για εμένα είναι κανονικό, για τον άλλον δεν είναι. Μπορεί εγώ να έχω καλές προθέσεις και ο άλλος να βλέπει προθέσεις που δεν υπάρχουν –δικαίωμά του. Αυτό είναι που δημιουργεί την τρομερή και ακατανόητη κατάσταση στις σχέσεις των ανθρώπων –να σου χρεώνουν πράγματα. Αν σε ένα κανονικό σχολείο ο διευθυντής αποφασίσει ότι ένας καθηγητής βλέπει πονηρά ένα παιδί ή το αγγίζει με πονηρό τρόπο, ποιος μπορεί να τον εμποδίσει να το σκεφτεί και να λάβει και τα μέτρα του; Εγώ είμαι μόνον με το μέρος του Φλιν. Οχι γιατί παίζω τον ρόλο αλλά γιατί νομίζω ότι το έργο αφήνει αυτή την κενή περιοχή για όλους. Δεν μπορείς να αποφασίσεις αν έκανε κάτι κακό».
Η ερμηνεία του Νίκου Κουρή, ουσιαστική, ακριβής και αμφίσημη παράλληλα, ξεχωρίζει στην παράσταση. «Οχι, ούτε κατά διάνοια δεν ήθελα να μιμηθώ τον Χόφμαν. Την ποιότητά του άφησα μέσα μου να μπει. Αλλά αυτό δεν κλέβεται. Στην ταινία ο Χόφμαν δεν κάνει τίποτα, είναι τελείως σκέτος. Κουβαλάει συνέχεια κάτι το διπλό, κάτι που δεν σου επιτρέπει να αποφασίσεις. Και είναι αριστούργημα. Είναι μεγάλος ηθοποιός. Ο ρόλος σού ζητάει να είσαι στη μέση, κι αυτό είναι το πολύ δύσκολο αλλά και το ωραίο. Το μόνο που απασχολούσε τον Φλιν ήταν μήπως κάποια στιγμή πέρασε ένα όριο. Κι αυτό μου αρέσει να σκέφτομαι. Οτι σε όλα τα πράγματα μπορεί να έχεις και άδικο, μπορεί κάτι να έχεις κάνει κι εσύ. Κι αυτός είναι ο λόγος που μου αρέσει το έργο. Τα όρια που χάνονται και δεν ξέρεις τι είναι τι. Φυσικά και δεν είναι όλοι οι ρόλοι έτσι».

Δευτέρα και Τρίτη –τώρα

«»Η Γυναίκα με τα μαύρα» είναι ένα ψυχολογικό θρίλερ που απαιτεί ακρίβεια από τον ηθοποιό αλλά απαιτεί ακρίβεια και από την τεχνική υποστήριξη. Είναι ένα έργο που ξεκινάει από το μηδέν, και αυτό είναι μαγικό. Για μένα όλη η μαγεία του θεάτρου βρίσκεται στο πέρασμα σε μια περιοχή, ότι εγώ με ένα πέρασμα βρίσκομαι σε μια περιοχή. «Ενα κλικ χρειάζεται για να γίνει αυτό» έλεγε ο Λευτέρης, χωρίς πολλά-πολλά, μια μετατόπιση. Μια βαθιά μετατόπιση».

Ο Λευτέρης Βογιατζής…

Παιδί του θεάτρου Εμπρός, χρωστά πάντα πολλά στον Τάσο Μπαντή, που τον πίστεψε, στον Δημήτρη Καταλειφό, αλλά και στη Ράνια Οικονομίδου. Με αυτούς έμαθε θέατρο και από εκεί, με τον «Γυάλινο Κόσμο» του Τενεσί Γουίλιαμς στη σκηνοθεσία του Δημήτρη Μαυρίκιου, ξεκίνησε τη διαδρομή του, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Ακολούθησαν ο Γιάννης Χουβαρδάς και ο Λευτέρης Βογιατζής.
«Πανταχού παρών» ο «Λευτέρης», είναι εκείνος που τον καθόρισε. Ο δάσκαλός του; «Ο Λευτέρης δεν ήταν καν δάσκαλος, ήταν πολύ περισσότερα. Ούτε ο ίδιος πίστευε στο «δάσκαλος», ούτε κι εγώ. Πιστεύω σε αυτό που μπορεί να μετατρέψει κάποιος. Ο Λευτέρης ήταν οδοστρωτήρας. Ελπίζω οι άνθρωποι που τον συναντήσαμε να κλέψουμε και να βρούμε τον εαυτό μας μέσα από αυτό, από αυτή την πνευματική αντίληψη του θεάτρου και του κόσμου συνολικά. Αυτό μου λείπει εμένα από τον Λευτέρη. Και δεν μιλάω ούτε για σοβαροφάνεια ούτε για εγκυκλοπαιδικά πράγματα, αλλά για το πώς μπορεί να έχει γούστο το να πιάσεις ένα φλιτζάνι καφέ στο θέατρο. Αυτό στο θέατρο είναι πολύτιμο. Και ο Λευτέρης το ήξερε».

…και ο Γιάννης Χουβαρδάς


«Είχε ενδιαφέρον να βρίσκομαι ανάμεσα στον Γιάννη Χουβαρδά και τον Λευτέρη Βογιατζή. Δύο διαφορετικοί άνθρωποι, δυο κόσμοι που έβλεπαν
με διαφορετικό τρόπο τα πράγματα. Ο Γιάννης είναι πολύ πιο ελεύθερος ως προς τους ηθοποιούς, είναι πολύ πιο δοτικός. Ο Λευτέρης δεν σε άφηνε να αναπνεύσεις. Με τα χρόνια, αν σε εμπιστεύεται κιόλας, γίνεται ακόμη πιο ελεύθερος, ανάλογα πού είσαι κι εσύ. Εχω δουλέψει μαζί του εφτά φορές και είναι πάντα ένα προχώρημα στη σχέση μας, ένα προχώρημα ελευθερίας, εμπιστοσύνης, συνεργασίας. Τον εκτιμώ, τον αγαπώ και του χρωστάω πολλά καλλιτεχνικά πράγματα, για τις ευκαιρίες και την εμπιστοσύνη που μου έδειξε».

Αντί επιλόγου

«Αν έχεις περάσει από τον Λευτέρη, όλα τα άλλα είναι πιο εύκολα, πιο διαχειρίσιμα. Η δυσκολία των πραγμάτων που σου ζητούσε ο Λευτέρης ήταν τόσο μεγάλη, τόσο απροσπέλαστη. Το μόνιμο πρόβλημά μου ήταν που έλεγα ότι αυτό που μου ζητάει είναι τόσο δύσκολο που δεν μπορείς ούτε να το δοκιμάσεις».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ