Η ελληνική οικονομία μπήκε στον αστερισμό των μνημονίων με δυσθεώρητα εσωτερικά και εξωτερικά ελλείμματα. Με τεράστια προσπάθεια και κοινωνικοοικονομικό κόστος, το 2014 το πρωτογενές ισοζύγιο του προϋπολογισμού, που ξεπερνούσε το -10% του ΑΕΠ το 2009, έγινε θετικό, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών βρισκόταν σε ισορροπία, ενώ για πρώτη φορά μετά το 2007 η οικονομία κατέγραψε θετικό ρυθμό ανάπτυξης. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις όλων των διεθνών οίκων και οργανισμών, οι προοπτικές της οικονομίας για τα επόμενα χρόνια προδιαγράφονταν ιδιαίτερα θετικές και υπήρχε η βάσιμη προσδοκία εξόδου από τα μνημόνια μέσα στο 2015, με κάποιας μορφής στήριξη από τον ESM.
Ομως, η αδυναμία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας και οι εκλογές που ακολούθησαν έφεραν στην εξουσία την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και ανέτρεψαν άρδην το σκηνικό. Το πρώτο εξάμηνο της «περήφανης διαπραγμάτευσης», με κορύφωμα το οπερατικό δημοψήφισμα, έφερε τη χώρα ένα βήμα πριν από την έξοδο από την ευρωζώνη, οδήγησε σε μαζική απόσυρση καταθέσεων από τις τράπεζες, επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων και, τέλος, υπογραφή του εντελώς αχρείαστου τρίτου μνημονίου. Η οικονομία επέστρεψε σε αρνητικούς ρυθμούς μεγέθυνσης.
Ακολούθησε σειρά τριβών και πολέμου χαρακωμάτων με τους «θεσμούς» κατά τη διάρκεια της πρώτης και της δεύτερης αξιολόγησης του Τρίτου Προγράμματος που είχαν αδικαιολόγητα μεγάλη διάρκεια, διατήρησαν την αβεβαιότητα σε υψηλά επίπεδα, αποθάρρυναν τις επενδύσεις και οδήγησαν την οικονομία σε στασιμότητα. Αντίθετα, η τρίτη αξιολόγηση ολοκληρώθηκε σε χρόνο ρεκόρ, παρότι – όπως και οι δύο προηγούμενες – οδήγησε στη νομοθέτηση πολλών χρήσιμων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που βρίσκονταν σε πλήρη αντίθεση με τις διακηρύξεις του ΣΥΡΙΖΑ. Οι προσδοκίες βελτιώθηκαν και το 2017 έκλεισε με θετικό πρόσημο στον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης, αν και πολύ χαμηλότερα από τις αρχικές κυβερνητικές εκτιμήσεις.
Ποιο είναι το «κόστος» της τριετούς διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ σε ποσοτικούς όρους; Για έναν οικονομολόγο, το κόστος αυτό συμποσούται στο άθροισμα της όποιας οριστικής απαξίωσης περιουσιακών στοιχείων συν την καθαρά παρούσα αξία της μόνιμης μείωσης των μελλοντικών εισοδημάτων. Ως ελάχιστο για το πρώτο μπορούμε να θεωρήσουμε την οριστική απώλεια των συστημικών τραπεζών. Η αξία των τραπεζών αυτών το φθινόπωρο του 2014 έφτανε τα 34 δισ. ευρώ, με τις μισές περίπου μετοχές να κατέχει το ΤΧΣ και σημαντική συμμετοχή ελλήνων μετόχων, ενώ όταν ανακεφαλαιοποιήθηκαν η αξία τους ήταν κάτω του ενός δισ. ευρώ και η συμμετοχή του ΤΧΣ μειώθηκε δραστικά. Ως προς το δεύτερο, ας λάβουμε σαν αφετηρία τις εκτιμήσεις των οργανισμών που συναπαρτίζουν τους «θεσμούς». Ακόμα και αν παραγνωρίσουμε τις σημαντικά χαμηλότερες τωρινές εκτιμήσεις των «θεσμών» για τις μακροχρόνιες προοπτικές της οικονομίας σε σχέση με τις αντίστοιχες εκτιμήσεις των ίδιων οργανισμών το 2014, σε πραγματικούς όρους το ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας σήμερα βρίσκεται περίπου 14 δισ. ευρώ χαμηλότερα από εκεί που αναμενόταν να βρίσκεται.
Ακόμα και αν η οικονομία μας από το 2018 και μετά «τρέξει» με τους ρυθμούς που προβλέπουν οι εκτιμήσεις των «θεσμών», αυτή είναι μια μόνιμη απώλεια εισοδήματος στο διηνεκές. Με οποιοδήποτε λογικό επιτόκιο προεξόφλησης, αυτό το ποσό αθροιζόμενο στην απώλεια των περιουσιακών στοιχείων υπερβαίνει κατά πολύ την αξία του ετήσιου ΑΕΠ της χώρας.
Επομένως, γιατί «γκρίζο» και όχι «μαύρο» το τοπίο, σύμφωνα με την επικεφαλίδα του άρθρου; Στην τριετία αυτή έγιναν και κάποια θετικά βήματα, έστω και κατά λάθος. Κατ’ αρχήν έγινε πλέον αντιληπτό ότι οι περίφημες διακηρύξεις για άκοπη έξοδο από τα μνημόνια, πάνω στην οποία στηρίχθηκε το αφήγημα των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ήταν απλώς φαντασιώσεις («ψευδαισθήσεις», σύμφωνα με την ομολογία του Πρωθυπουργού στη Βουλή). Επίσης, υπό την επιμονή των «θεσμών» και παρά τις αντιδράσεις της κυβέρνησης, υιοθετήθηκαν πολλές διαρθρωτικές αλλαγές που αναμένεται να έχουν θετικές επιδράσεις στην οικονομία. Τέλος, παρά τις όποιες επί μέρους παλινωδίες, η κυβέρνηση δείχνει να έχει επιτέλους αντιληφθεί τη σημασία των ιδιωτικών επενδύσεων για την ανάκαμψη της οικονομίας –όμως, όπως φαίνεται από τις αντιδράσεις των φίλων και ψηφοφόρων του, αυτό δεν είναι κάτι συμβατό με το ίδιο το DNA του ΣΥΡΙΖΑ.
Τι μπορούμε να περιμένουμε στο επόμενο διάστημα; Σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, οι αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας θα μπορούσαν να είναι ιδιαίτερα θετικές. Για να πετύχουμε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, απαιτείται υψηλό επίπεδο επενδύσεων και αυτή τη στιγμή υπάρχουν πολλές καλές επενδυτικές ευκαιρίες στην Ελλάδα. Με τον περιορισμό της καταθετικής τους βάσης και τον αποκλεισμό τους από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου, οι ελληνικές τράπεζες έχουν δυσκολία να χρηματοδοτήσουν αυτές τις επενδύσεις. Επομένως, απαιτείται η προσέλκυση ξένων επενδύσεων στη χώρα –ένας τομέας στον οποίο δεν ήμασταν καλοί ούτε πριν από την κρίση. Ο σημαντικός περιορισμός της αβεβαιότητας, σε συνδυασμό με την υιοθέτηση πολλών μεταρρυθμίσεων κατά την περίοδο των μνημονίων, την πολύ σημαντική μείωση των αξιών των περιουσιακών στοιχείων και την ύπαρξη σχετικά καλά εκπαιδευμένου και αρκετά φθηνού άνεργου εργατικού δυναμικού, θα μπορούσε να αποτελέσει τον πόλο έλξης για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων στη χώρα μας. Παρότι, όπως σε όλες σχεδόν τις οικονομίες, η μεγάλη μάζα των επενδύσεων θα είναι εγχώριες, οι ξένες επενδύσεις θα μπορούσαν να θεωρηθούν «ψήφος εμπιστοσύνης» προς την ελληνική οικονομία και να αποτελέσουν τον καταλύτη για την έναρξη ενός ενάρετου κύκλου ανάπτυξης. Ομως, εκτός από τα παλιά προβλήματα που είχαμε στον τομέα αυτόν (γραφειοκρατία, περιττοί περιορισμοί στην άσκηση οικονομικών δραστηριοτήτων, αργή απονομή δικαιοσύνης), τα τελευταία χρόνια έχουν προστεθεί και νέα (υψηλή φορολογία και, πολύ συχνά, κλίμα κάθε άλλο παρά φιλικό προς το επιχειρείν). Αυτά είναι τομείς στους οποίους απαιτείται τόσο αλλαγή νοοτροπίας όσο και συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Ο κ. Πάνος Τσακλόγλου είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ