Υπηρεσιακές κυβερνήσεις, κατά κανόνα, δεν επιφυλάσσουν εκπλήξεις. Εξαίρεση είναι η υπηρεσιακή κυβέρνηση Χριστιανικής Ενωσης και Σοσιαλδημοκρατών της υπηρεσιακής καγκελαρίου Μέρκελ, η οποία θα διαχειρίζεται για ασυνήθιστα μακρύ διάστημα την τύχη της ισχυρότερης χώρας της ΕΕ, εξαιτίας της παρατεινόμενης κυβερνητικής κρίσης, η οποία σύμφωνα με ορισμένες προβλέψεις θα διαρκέσει ως την άνοιξη. Ο υπηρεσιακός χαρακτήρας της κυβέρνησης δεν εμπόδισε τον χριστιανοκοινωνιστή υπουργό Γεωργίας Κρίστιαν Σμιτ (CSU) να εγκρίνει στο Συμβούλιο Υπουργών της ΕΕ τη χρήση του ζιζανιοκτόνου γλυφοσάτη, προκαλώντας την αποδοκιμασία της Μέρκελ και τις οργίλες αντιδράσεις του SPD.

Νέο δόγμα και απομάκρυνση από την Ουάσιγκτον

Δεν εμπόδισε ούτε τον σοσιαλδημοκράτη υπουργό Εξωτερικών Ζίγκμαρ Γκάμπριελ να εξαγγείλει το νέο δόγμα της εξωτερικής πολιτικής της Γερμανίας: τη χειραφέτηση από τις ΗΠΑ και τη στροφή στην Ευρώπη. Ο Γκάμπριελ ζήτησε τον στρατηγικό επαναπροσδιορισμό της γερμανικής πολιτικής με την ταυτόχρονη διαμόρφωση μιας στιβαρής ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής. Σε βαρυσήμαντη ομιλία του στο Ιδρυμα Κέρμπερ (Körber-Stiftung) την περασμένη Τρίτη, ο υπουργός Εξωτερικών υπογράμμισε ότι η Γερμανία πρέπει να αναπτύξει μια στρατηγική για τη θεώρηση των διεθνών εξελίξεων που θα θέτει τη χώρα σε ρόλο «διαμορφωτικής δύναμης». Πώς θα επιτευχθεί αυτό; Μεσοπρόθεσμα με διακριτή αποστασιοποίηση από τις ΗΠΑ και μακροπρόθεσμα με τη σταδιακή προσέγγιση με τη Ρωσία.
Καταλύτης για την αλλαγή των συντεταγμένων της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής είναι ο Ντόναλντ Τραμπ και η εθνική περιχαράκωση των ΗΠΑ που συνεπάγεται το δόγμα του αμερικανού προέδρου «πρώτα η Αμερική». Οι ΗΠΑ υπό τον Ντόναλντ Τραμπ δεν αποτελούν πλέον τον αξιόπιστο εγγυητή της δυτικής πολυπολικής αντίληψης και υποχρεώνουν τους ευρωπαίους εταίρους να επαναπροσδιορίσουν τη στάση τους έναντι της Ουάσιγκτον. Στο γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών εμπεδώνεται μάλιστα η πεποίθηση ότι δεν είναι απλή συγκυριακή αλλαγή συνδεόμενη με τη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ, αλλά πρόκειται για θεμελιακή μετατόπιση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, που θα συνεχιστεί και μετά τις επόμενες αμερικανικές εκλογές.
Υπό τις συνθήκες αυτές, ο Γκάμπριελ θεωρεί πως η Γερμανία και η Ευρώπη πρέπει να τολμήσουν πολύ περισσότερα από ό,τι μέχρι τώρα στους τομείς της ασφάλειας και της κοινής εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ. Απαιτείται μια «ψύχραιμη ανάλυση σε ποια σημεία θα συγκρουστούμε με τις ΗΠΑ, είτε περιστασιακά είτε μόνιμα» είπε ο Γκάμπριελ στην ομιλία του. Αυτό συμβαίνει ήδη σε τρία διαφορετικά πεδία:
n Η απόφαση του αμερικανικού Κογκρέσου για τις κυρώσεις στη Ρωσία συμπεριλαμβάνει και τους γερμανικούς ενεργειακούς αγωγούς.
n Η καταγγελία από τον Τραμπ της πυρηνικής συμφωνίας με το Ιράν διαμορφώνει και πάλι μια επικίνδυνη κατάσταση στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής κόντρα σε ισχυρά γερμανικά οικονομικά συμφέροντα.
n Η απόφαση του Τραμπ να αναγνωρίσει την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ αθροίζεται στα προηγούμενα, καθώς ο γερμανός υπουργός Εξωτερικών διαφωνεί κάθετα και τονίζει πως «καθετί που οξύνει την κρίση είναι αντιπαραγωγικό».
Ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ αποφεύγει προς στιγμήν να μιλήσει για «κόκκινες γραμμές» απέναντι στον Ντόναλντ Τραμπ και επιλέγει διπλωματικότερη γλώσσα λέγοντας ότι υπάρχουν «όρια στην αλληλεγγύη». Αλλά και τα τρία παραδείγματα είναι δείγματα του συνεχώς διερυνόμενου χάσματος μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού. Σε αυτά αθροίζεται και ο επαναπροσδιορισμός της στάσης απέναντι στη Ρωσία που επιχειρεί ο γερμανός υπουργός Εξωτερικών. Συνεχίζει μεν να επικρίνει τη Μόσχα για την προσάρτηση της Κριμαίας και την επέμβαση στην Ανατολική Ουκρανία. Αλλά η ανάλυση του Γκάμπριελ στηρίζεται σε δύο παραδοχές: Πρώτον, η Ρωσία παραμένει «γείτονας της Ευρώπης». Και, δεύτερον, η ασφάλεια και η σταθερότητα στην Ευρώπη διασφαλίζονται «μέσω της συνεργασίας με αυτόν τον γείτονα και όχι εναντίον του». Υπό άλλες συνθήκες, η συζήτηση για τις βασικές κατευθύνσεις της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής θα συνοδευόταν από έντονες συζητήσεις και σοβαρές τριβές. Αυτό δεν συμβαίνει σήμερα. Ο λόγος είναι ότι και τα δύο μεγάλα κόμματα, Χριστιανική Ενωση και Σοσιαλδημοκράτες, κινούνται, εν πολλοίς, στην ίδια γραμμή χειραφέτησης από τις ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ. «Η αξίωση του υπουργού Εξωτερικών για ενίσχυση της Ευρώπης ταυτίζεται με τις θέσεις της καγκελαρίου Μέρκελ» εξήγησε ο Γιούργκεν Χαρντ, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Χριστιανικής Ενωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής.
Η ταύτιση θέσεων ανάμεσα στη χριστιανοδημοκράτισσα Μέρκελ και στον σοσιαλδημοκράτη Γκάμπριελ προλειαίνει και το έδαφος για τη διαπραγμάτευση του κυβερνητικού προγράμματος ενός νέου «μεγάλου συνασπισμού» των δύο κομμάτων.

Από την απογοήτευση στη στροφή

Τη στροφή του Βερολίνου είχε προαναγείλει και η Ανγκελα Μέρκελ, η οποία απογοητευμένη από τον πρόεδρο Τραμπ στη σύνοδο του G-7 τον περασμένο Μάιο διαπίστωνε: «Οι καιροί που μπορούσαμε να αφεθούμε πλήρως στους άλλους έχουν εν μέρει παρέλθει». Το δόγμα Γκάμπριελ είναι η λογική συνέχεια εκείνης της διαπίστωσης. Το Βερολίνο δεν ακολουθεί τη γραμμή ίσων αποστάσεων από Ουάσιγκτον και Μόσχα, γεγονός που θα συνιστούσε πλήρη ρήξη με το ατλαντικό παρελθόν. Είναι όμως σαφής προσπάθεια χειραφέτησης της ευρωπαϊκής πολιτικής από την υπερατλαντική υπερδύναμη. Στον στόχο αυτόν Μέρκελ και Γκάμπριελ δεν είναι μόνοι, έχουν σύμμαχο τον γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν.

Από τις καλές εποχές της συνεργασίας στην ψυχρότητα

Για δεκαετίες μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η διηρημένη Γερμανία ήταν οικονομικός γίγαντας αλλά παρέμενε πολιτικός νάνος. Με την επανένωσή της, η νέα Γερμανία ανέκτησε και την εθνική της κυριαρχία που εκφράστηκε μία δεκαετία αργότερα με την απόφαση του σοσιαλδημοκράτη καγκελαρίου Γκέρχαρντ Σρέντερ να συμμαχήσει με τον γάλλο πρόεδρο Ζακ Σιράκ και να συγκρουστεί με τον αμερικανό πρόεδρο Τζορτζ Μπους στον πόλεμο του Ιράκ.

Η σχέση με τις ΗΠΑ και τους δυτικούς συμμάχους διαταράχθηκε και αργότερα, στην κρίση της Λιβύης, όταν ο υπουργός Εξωτερικών Γκίντο Βεστερβέλε κράτησε τη Γερμανία έξω από τις επιχειρήσεις για την ανατροπή του Μουαμάρ Καντάφι.
Παρ’ όλα αυτά ο ατλαντισμός παρέμεινε βασική συντεταγμένη στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής του Βερολίνου. Η καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ είχε ανοιχτή γραμμή με τον αμερικανό πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα. Η κατανομή εργασίας ανάμεσα σε Ουάσιγκτον και Βερολίνο ανέδειξε τη Γερμανία σε καθοριστικό παράγοντα για τη Συνθήκη του Μινσκ που πέτυχαν η Ανγκελα Μέρκελ και ο γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ για την επίλυση της ουκρανικής κρίσης.
Η παρέμβαση του σοσιαλδημοκράτη γερμανού υπουργού Εξωτερικών Γκάμπριελ συνιστά καμπή στη στάση της Γερμανίας, σε μια περίοδο που η ΕΕ βρίσκεται ενώπιον σημαντικών αλλαγών και αναζητεί νέα θέσμιση της Ενωσης στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας. «Η ομιλία του Γκάμπριελ ήταν η επιθετικότερη διεκδίκηση γερμανικών συμφερόντων που διατυπώθηκε διά στόματος του υπουργού Εξωτερικών της Γερμανίας από το 1949» διαπίστωσε την Τετάρτη σε πρωτοσέλιδο δημοσίευμά της η συντηρητική εφημερίδα «Die Welt». Τα συμφέροντα αυτά είναι σήμερα συνυφασμένα με την πορεία της ΕΕ κόντρα στον αμερικανικό απομονωτισμό του Ντόναλντ Τραμπ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ