Ηελληνική κρίση ήταν η βαθύτερη που έχει καταγραφεί στα κράτη του ΟΟΣΑ κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Συνήθως, μετά από παρόμοιες κρίσεις οι οικονομίες ανακάμπτουν με ταχείς ρυθμούς. Αυτή είναι η περίφημη θεωρία του «ελατηρίου» που ενστερνίζεται ο κ. Τσίπρας. Η ταχύρρυθμη ανάπτυξη συνήθως προκαλείται από την αύξηση των επενδύσεων που, με τη σειρά τους, πυροδοτούνται από τις προσαρμογές των τιμών των παραγωγικών συντελεστών και των περιουσιακών στοιχείων κατά τη διάρκεια της κρίσης. Οι σχετικές προσαρμογές έχουν ήδη γίνει στην Ελλάδα. Επομένως, παρότι οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας δεν είναι ιδιαίτερα ευνοϊκές, κυρίως λόγω των αναμενομένων δυσμενών δημογραφικών εξελίξεων, οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές δείχνουν καλές. Ομως, ένα ακόμα χαρακτηριστικό της ελληνικής κρίσης σε σύγκριση με κρίσεις άλλων χωρών είναι η μεγάλη της διάρκεια. Κατά την κρίση, μεγάλο μέρος του παραγωγικού δυναμικού απαξιώθηκε και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην παραγωγική διαδικασία. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που οι διεθνείς οργανισμοί προέβλεπαν υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία το 2014, με την τότε διαφαινόμενη έξοδο από την κρίση, απ’ ό,τι σήμερα.
Η εμπειρία διαφόρων χωρών δείχνει ότι για την έξοδο από την κρίση με ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης συνήθως πρέπει να συντρέχουν κάποιες πολιτικές και οικονομικές προϋποθέσεις. Οι πολιτικές προϋποθέσεις έχουν να κάνουν με την πολιτική σταθερότητα και τη συναίνεση γύρω από κάποιους βασικούς οικονομικούς στόχους. Ως προς το πρώτο, παρά την όποια οξύτητα του πολιτικού διαλόγου, ευτυχώς φαίνεται να έχουμε αφήσει πίσω μας, ελπίζω οριστικά, κάποιες μαύρες σελίδες του πρόσφατου παρελθόντος («λαϊκές συνελεύσεις» στην πλατεία Συντάγματος με έντονα αντικοινοβουλευτικό χαρακτήρα και προτροπές για «κρεμάλες», κατηγορίες για «Γερμανοτσολιάδες» ή «προδότες», κ.λπ.). Ως προς το δεύτερο, οι πρόσφατες ομιλίες των πολιτικών αρχηγών στη ΔΕΘ φαίνεται να δείχνουν ότι μεγάλο μέρος της απαιτούμενης συναίνεσης υπάρχει, τουλάχιστον στα λόγια.
Τρεις είναι οι αντίστοιχες οικονομικές προϋποθέσεις: μακροοικονομική σταθερότητα, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και υψηλό επίπεδο επενδύσεων. Τα επόμενα χρόνια μέσω της επιτήρησης είτε των Μνημονίων είτε των αγορών, η Ελλάδα δύσκολα θα παρεκκλίνει από την οδό της μακροοικονομικής σταθερότητας αν δεν θέλει να βιώσει και πάλι τις αρνητικές εμπειρίες της τρέχουσας δεκαετίας. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι απαραίτητες για να πετύχουμε και να διατηρήσουμε υψηλό επίπεδο ανταγωνιστικότητας. Αλλωστε, η εγκατάλειψη των μεταρρυθμίσεων ήταν η γενεσιουργός αιτία που μας οδήγησε στη βαθύτατη κρίση. Ως προς τις επενδύσεις, πριν από την κρίση το επίπεδό τους ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν σε επίπεδα παρόμοια ή/και υψηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ. Ομως, αντίθετα από τις χώρες του κέντρου, στην Ελλάδα όπως και σε άλλες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας μεγάλο μέρος των επενδύσεων κατευθυνόταν στις κατασκευές (κυρίως κατοικίες) παρά σε επιχειρηματικές επενδύσεις που έχουν πολύ μεγαλύτερα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα. Στα χρόνια της κρίσης, το ποσοστό των επενδύσεων στο ΑΕΠ έχει πέσει σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα. Αν αφαιρεθούν οι αποσβέσεις, οι καθαρές επενδύσεις είναι αρνητικές. Δηλαδή, το φυσικό κεφάλαιο της χώρας φθίνει. Διάφορες μελέτες εκτιμούν το «επενδυτικό κενό» της χώρας σε πολλές δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ.
Τόσο ο πρωθυπουργός όσο και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης στις ομιλίες και στις συνεντεύξεις Τύπου στη ΔΕΘ τόνισαν την αναγκαιότητα της αύξησης των επενδύσεων. Κάποιες διαφορές στον προσανατολισμό τους ήταν ορατές. Ο κ. Τσίπρας έδινε μεγαλύτερη σημασία στις δημόσιες επενδύσεις ενώ ο κ. Μητσοτάκης στις ιδιωτικές επενδύσεις και, κυρίως, στην προσέλκυση ξένων επενδυτών. Ομως, σίγουρα οι διαφορές αυτές ήταν πολύ μικρότερες από αυτές που συνηθίσαμε να ακούμε τα προηγούμενα χρόνια.
Για να χρηματοδοτηθούν οι απαιτούμενες επενδύσεις χρειάζεται χρηματοδότηση. Με την κατάρρευση των αποταμιεύσεων των ελληνικών νοικοκυριών, τον αποκλεισμό των ελληνικών τραπεζών από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου και τη δημοσιονομική στενότητα, απαιτείται προσέλκυση έμμεσων και, κυρίως, άμεσων ξένων επενδύσεων. Αλλωστε, αυτές οι επενδύσεις, ουσιαστικά, θα είναι η «ψήφος εμπιστοσύνης» που χρειάζεται η ελληνική οικονομία. Η Ελλάδα ήταν ουραγός στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων στα χρόνια πριν από την κρίση. Σήμερα, κάποιες από τις σημαντικότερες συνθήκες για προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων υπάρχουν στη χώρα μας. Οι αποτιμήσεις των περιουσιακών στοιχείων έχουν μειωθεί αισθητά ενώ υπάρχει μεγάλος αριθμός ανέργων με σχετικά υψηλά προσόντα διατεθειμένων να εργασθούν σε ανταγωνιστικούς μισθούς. Ομως, οι ξένοι επενδυτές φαίνονται διστακτικοί. Πέρα από τους παραδοσιακούς κακούς λόγους (γραφειοκρατία, υψηλή φορολογία, διαφθορά, αργή απονομή δικαιοσύνης, κ.λπ.), αυτό φαίνεται να είναι κυρίως ζήτημα αξιοπιστίας.
Στη ΔΕΘ ο πρωθυπουργός ουσιαστικά αποκήρυξε τον «παλιό» ΣΥΡΙΖΑ –αν και δεν δέχθηκε ότι έγιναν σημαντικά λάθη κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015, ούτε καν ως προς το οπερετικό δημοψήφισμα –και τόνισε τη σημασία της αύξησης των επενδύσεων στο ΑΕΠ. Ομως, από την άλλη πλευρά το κλίμα στη χώρα μας κάθε άλλο παρά φιλικό προς τις επενδύσεις μπορεί να θεωρηθεί και οι επενδυτές συχνά φαίνεται να αντιμετωπίζουν ανυπέρβλητα εμπόδια (Σκουριές, Ελληνικό, Κασσιόπη, Καφηρέας και άλλα ων ουκ έστιν αριθμός), συνήθως με πρωτοβουλία δυνάμεων φιλικών προς το κυβερνών κόμμα. Ο κ. Μητσοτάκης, αντίθετα, φάνηκε πολύ πιο πειστικός ως προς τις δεσμεύσεις του για βελτίωση του επενδυτικού κλίματος αλλά και συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Μεγάλο όμως μέρος του αφηγήματός του στηριζόταν στην υπόθεση ότι η απαραίτητη για την προσέλκυση επενδύσεων μείωση της φορολογίας θα επιτευχθεί μέσω της μείωσης των απαιτούμενων από τους εταίρους μας πρωτογενών πλεονασμάτων και της μείωσης των καταναλωτικών δαπανών του Δημοσίου. Το πρώτο φαντάζει πολύ δύσκολο μετά τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Ως προς το δεύτερο, σε συντριπτικό ποσοστό οι σχετικές δαπάνες αποτελούνται από μισθούς και συντάξεις. Οπότε, χωρίς δραστικό περιορισμό του δημόσιου τομέα ή/και περαιτέρω μείωση συντάξεων δύσκολα θα βρεθεί ο απαραίτητος δημοσιονομικός χώρος για περικοπές φορολογίας.
Συμπερασματικά, ο δρόμος προς την περιπόθητη ανάπτυξη είναι εφικτός, αλλά κάθε άλλο παρά εύκολος. Απαιτεί σχέδιο, σταθερότητα και αξιοπιστία.
Ο κ. Πάνος Τσακλόγλου είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ