Οταν ήταν 79 χρόνων, δύο χρόνια πριν από τον θάνατό του (28 Αυγούστου 1987), ο Τζον Χιούστον κατοικούσε ήδη για μια δεκαετία σε μια περιοχή του Μεξικού ονόματι Πουέρτο Βαγιάρτα. Σε περίπτωση που πάθαινε κάτι και χρειαζόταν να μεταφερθεί σε νοσοκομείο, ο χρόνος που θα απαιτούνταν για να φτάσει στο κοντινότερο ήταν μία μέρα· το μίνιμουμ. «Αλλά τι στο διάολο!» είχε πει κάποτε στον δημοσιογράφο που του το είχε επισημάνει.
«Αν σκέφτεσαι κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να πάθεις καρδιακή προσβολή στο Μπέβερλι Χιλς και να πεθάνεις προτού φτάσει το ασθενοφόρο· έτσι όπως πέθανε ο πατέρας μου». Ο Τζον Χιούστον δεν πέθανε τελικά στο Μεξικό αλλά στο Μιντλτάουν του Νιου Τζέρσεϊ, εκεί όπου είχε μετακομίσει λίγο καιρό μετά την παραπάνω δήλωση. Πέθανε στο κρεβάτι του σπιτιού του και ενώ η αγαπημένη κόρη του, η Αντζέλικα, του κρατούσε το χέρι. Λέγεται μάλιστα ότι τελευταία λόγια του ήταν «σκοτώστε τα καθάρματα!»…

Παλικάρι και εθνικός θησαυρός
Αυτός ήταν ο Τζον Χιούστον. Ενα παλικάρι, όχι απαραιτήτως συμπαθητικό, αλλά γνήσιο, ένας ατρόμητος άνθρωπος που χόρτασε με την κουτάλα τη ζωή του αποκτώντας εχθρούς και φίλους. Και ταυτόχρονα ένας τεράστιος εθνικός θησαυρός της Αμερικής, μια δύναμη στον πολιτισμό της χώρας, η οποία δύναμη άφησε το αποτύπωμά της σε παραπάνω από τέσσερις δεκαετίες: ο Χιούστον γύρισε περισσότερες από 40 ταινίες μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, από τις οποίες πολλές έγραψαν Ιστορία και σήμερα εξακολουθούν να κρατούν μια θέση στην ανθολογία των καλύτερων του αμερικανικού κινηματογράφου.
Αυτή η δύναμη βρίσκεται σήμερα στις προτεραιότητες των Νυχτών Πρεμιέρας, του αθηναϊκού κινηματογραφικού φεστιβάλ που για 23η φορά στην ιστορία του πρόκειται να ανοίξει την Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου για να ολοκληρωθεί την Κυριακή 1η Οκτωβρίου. Εντεκα ταινίες του Τζον Χιούστον, όλες σε αποκαταστημένες κόπιες, πρόκειται να προβληθούν κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ: «Το γεράκι της Μάλτας», «Ο θησαυρός της Σιέρα Μάντρε», «Η ζούγκλα της ασφάλτου», «Μόμπι Ντικ», «Η βασίλισσα της Αφρικής», «Οι αταίριαστοι», «Βρώμικη πόλη», «Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς», «Wise blood», «Η τιμή των Πρίτζι» και το κύκνειο άσμα του, «Οι Δουβλινέζοι».

Ενας άλλος Χεμινγκγουέι
Ο Τζον Χιούστον θύμιζε λίγο τον Ερνεστ Χεμινγκγουέι. Οι ζωές τους έμοιαζαν όπως –από μια ηλικία και μετά –έμοιαζαν και τα πρόσωπά τους. Φωνακλάδες, τσαμπουκάδες, πολυταξιδεμένοι, άνθρωποι των εμπειριών που αντλούσαν την τέχνη τους μέσα από τα βιώματά τους. Ανήκαν και οι δύο στο σπάνιο εκείνο είδος του τραχύ άντρα που έχει αρκετό ταλέντο για να διαμορφώσει μια ζωή που μοιάζει βγαλμένη από εκρηκτικό παραμύθι του Ρούντιαρντ Κίπλινγκ. Δεν είναι καθόλου τυχαίο εξάλλου που μια περιπέτεια της ζωής τού Τζον Χιούστον έγινε όντως ταινία: ο «Λευκός κυνηγός, μαύρη καρδιά» του Κλιντ Ιστγουντ αναφέρεται στην εμμονή του Χιούστον για το κυνήγι ελεφάντων που τον είχε στοιχειώσει λίγο προτού αρχίσουν τα γυρίσματα της ταινίας του «Η βασίλισσα της Αφρικής» στο Κονγκό.
Ο Τζον Μαρσέλους Χιούστον γεννήθηκε στην πόλη Νεβάδα του Μιζούρι αλλά κατά τη διάρκεια της μακράς ζωής του έζησε στη Νέα Υόρκη, στην Αριζόνα, στην Καλιφόρνια, στη Γαλλία, στην Αγγλία, στην Αφρική, στην πολυαγαπημένη του Ιρλανδία και στο Μεξικό. Στο Πουέρτο Βαγιάρτε, όπου κατοίκησε στο τέλος της ζωής του, είχε ήδη γυρίσει αρκετά χρόνια πριν τη «Νύχτα της Ιγκουάνα» που για ένα διάστημα είχε μετατρέψει ένα κοιμισμένο χωριουδάκι 2.500 κατοίκων σε τουριστική ατραξιόν των 80.000 επισκεπτών.

Παιδί για όλες τις δουλειές
Ημι-επαγγελματίας πυγμάχος, ζωγράφος, κυνηγός, σεναριογράφος, ηθοποιός, ιππέας, δυνατός πότης, γυναικάς, πέντε φορές σύζυγος, πατέρας (πέντε βιολογικά παιδιά –ένα υιοθετημένο), αρχιτέκτονας, ζωόφιλος, παραμυθάς… Και τι δεν υπήρξε ο Τζον Χιούστον. Αλλά ήταν ο πατέρας του, ο ηθοποιός Γουόλτερ Χιούστον, εκείνος που όχι μόνον τον ενθάρρυνε να ασχοληθεί με τη σκηνοθεσία, αλλά του έδειξε και τα στοιχειώδη υλικά του δράματος. Πώς; Πηγαίνοντάς τον σε ηλικία 17 ετών σε έναν αγώνα πυγμαχίας ανάμεσα στους Τζακ Ντέμπσεϊ και Λούις Φίρπο. Ο αγώνας έχει γράψει Ιστορία. Ηταν πραγματικά επεισοδιακός, με τους πυγμάχους να πέφτουν κάτω από τα χτυπήματα στον πρώτο κιόλας γύρο. Ο Ντέμπσεϊ κέρδισε τελικά τον αγώνα αλλά νικητής βγήκε και ο Χιούστον, γιατί κατά τη διάρκειά του είχε δει ολοζώντανα τους βασικούς κανόνες της δραματουργίας και του ανθρώπινου κουράγιου.
Ως πυγμάχος ο ίδιος ο Χιούστον δεν τα είχε πάει καθόλου άσχημα. Πυγμάχησε πρώτα στο γυμνάσιο και αργότερα σε κλαμπ προς πέντε δολάρια τον αγώνα. Κέρδισε 23 από 25 αγώνες, ενώ αυτή η εμπειρία του στα ρινγκ επρόκειτο πολλά χρόνια αργότερα να τον εμπνεύσει στην ταινία «Βρώμικη πόλη» (1972) με τους Στέισι Κιτς και Τζεφ Μπρίτζες (προβάλλεται στο αφιέρωμα). Οταν παράτησε το μποξ, ο Χιούστον ανακάλυψε τη ζωγραφική. Γράφτηκε στη Smith School of Art και ζωγράφιζε παθιασμένα ως την στιγμή που το θέατρο μπήκε στη ζωή του. Αυτή την αγάπη τού τη μετέφερε ο πατέρας του ο οποίος είχε χωρίσει από τη δημοσιογράφο μητέρα του.

Η επιρροή του Τζέιμς Τζόις
Ο Τζον Χιούστον έπαιξε για πρώτη φορά στο θέατρο το 1924 με τον θίασο Provincetown στο Βίλατζ της Νέας Υόρκης Η ζωή δεν ήταν εύκολη και εκείνος απένταρος. Δεν τον ένοιαξε. Παντρεύτηκε την πρώτη γυναίκα του, την Ντόροθι Χάρβεϊ, για να αναγκαστεί αργότερα να επιστρέψει στα ρινγκ της πυγμαχίας για να βγάλει χρήματα. Η επιστροφή δεν κράτησε πολύ. Ο Χιούστον γρονθοκοπήθηκε τόσο άγρια που αναγκάστηκε να κρεμάσει τα γάντια του μποξ και να στραφεί μια και καλή στην ασφάλεια της τέχνης.
Η συγγραφή ήταν το πρώτο πραγματικό καλλιτεχνικό βήμα του και ακολούθησε την ανάγνωση του «Οδυσσέα» του Τζέιμς Τζόις, βιβλίο που του δώρισε η μητέρα του σε μια εποχή που η ανάγνωσή του απαγορευόταν στην Αμερική (το είχε φέρει λαθραία στη χώρα). Η επιρροή που του άσκησε ο «Οδυσσέας» ήταν παρόμοια με εκείνη του αγώνα Ντέμπσεϊ – Φίρπο. Ο Χιούστον δοκίμασε τις δυνάμεις του στο γράψιμο και μία από τις πρώτες ιστορίες του, «Fool» (Ανόητος) εγκρίθηκε για έκδοση από την American Mercury.
Σύντομα ο Χιούστον στράφηκε στη δημοσιογραφία πιάνοντας δουλειά στην «Daily Graphic» της Νέας Υόρκης. Ακολούθησε η συγγραφή θεατρικών έργων για μαριονέτες αλλά και η ηθοποιία, επάγγελμα που θα τον απασχολούσε αρκετά κατά διαστήματα. Η πρώτη εμφάνισή του ως ηθοποιού έγινε σε μια μικρού μήκους παραγωγή του 1929 ονόματι «Two Americans» (Δύο Αμερικανοί). Εκείνη περίπου την εποχή ο σκηνοθέτης φίλος του Χέρμαν Σάλιν, που είχε γυρίσει το «Γκραν Οτέλ», συνέστησε στον Χιούστον να μετακομίσει στο Χόλιγουντ και να γίνει σεναριογράφος συμβολαίου για τον Σαμ Γκόλντουιν της Metro Goldwyn Meyer.

Σκοτεινά χρόνια και «ανάσταση»
Ο Χιούστον ακολούθησε τη συμβουλή του Σάλιν και πήγε στο Χόλιγουντ, όμως τα πρώτα χρόνια δεν ήταν καθόλου εύκολα. Δούλεψε στο σενάριο κάποιων ταινιών –«Law and order», «Εγκλήματα της οδού Μοργκ» κ.ά. –αλλά η καριέρα του κυλούσε προς τα κάτω. Ο γάμος του τελείωσε όταν η γυναίκα του αντιλήφθηκε ότι την απατούσε και συν τοις άλλοις, ο Χιούστον στιγματίστηκε από μια αληθινή τραγωδία για την οποία υπήρξε ο ίδιος υπεύθυνος. Ενα τροχαίο δυστύχημα είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο ενός κοριτσιού το οποίο χτυπήθηκε από το αυτοκίνητο του Χιούστον ενώ διέσχιζε τον δρόμο. Το γεγονός τού προκάλεσε ψυχολογικό σοκ και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα για την Αγγλία. Με βάση το Λονδίνο, άρχισε να γράφει σενάρια. Αλλος ένας χαμένος γύρος. Η δουλειά αποδείχθηκε φιάσκο και ο Χιούστον κατέληξε άστεγος, να κοιμάται σε πάρκα του Λονδίνου και να τραγουδά καουμπόικα τραγούδια στους δρόμους για να ζήσει. Ηταν 28 χρόνων και άφραγκος. Αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα του και τότε τα πράγματα άρχισαν κάποτε να βελτιώνονται.
Στην Αμερική παντρεύτηκε μια Ιρλανδή που ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα, τη Λέσλι Μπλακ, και ξαναπήγε στο Χόλιγουντ. Δέχθηκε την πρόταση του σκηνοθέτη Γουίλιαμ Γουάιλερ να δουλέψει ως «γιατρός σεναρίου» στο σενάριο της ταινίας «Ζεζεμπέλ» που ο τελευταίος ετοίμαζε. Η ταινία, παραγωγής 1938, σημείωσε τεράστια επιτυχία φτάνοντας ως τα Οσκαρ, βραβείο το οποίο κέρδισε η πρωταγωνίστρια Μπέτι Ντέιβις στην κατηγορία του α’ γυναικείου ρόλου. Δύο χρόνια αργότερα, ο ίδιος ο Χιούστον θα έφτανε για πρώτη φορά στα Οσκαρ για το σενάριο της ταινίας «Dr. Ehrich’ s magic bullet». Στο πέρασμα του χρόνου θα ακολουθούσαν 11 ακόμη υποψηφιότητες σε διάφορες κατηγορίες (σενάριο, σκηνοθεσία, β’ ανδρικός ρόλος) και δύο βραβεία για τη σκηνοθεσία και το σενάριο του «Θησαυρού της Σιέρα Μάντρε» (προβάλλεται στο αφιέρωμα). Το 1940 σκηνοθέτησε για πρώτη φορά και η ταινία ήταν το «Γεράκι της Μάλτας», all time classic αξεπέραστο νουάρ από το μυθιστόρημα του Ρέιμοντ Τσάντλερ (προβάλλεται στο αφιέρωμα).

Ο πόλεμος, ο μακαρθισμός και άλλοι γάμοι
Οταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ξέσπασε, ο Χιούστον έπαιρνε το δεύτερο διαζύγιό του, αφορμή για το οποίο φαίνεται ότι ήταν ο θάνατος του νεογέννητου κοριτσιού τους που γεννήθηκε πρόωρα. Ο Χιούστον δέχθηκε να υπηρετήσει την πατρίδα του ως υπολοχαγός και ανάμεσα στο 1943 και το 1946 γύρισε τρία από τα πιο δυναμικά και συζητήσιμα ντοκιμαντέρ που έχουν γυριστεί ποτέ με θέμα τον πόλεμο. Τα ντοκιμαντέρ αυτά (που δυστυχώς δεν θα προβληθούν στις Νύχτες Πρεμιέρας) είναι τα «Let there be light», «Report from the Aleutians» και «The battle of San Pietro». Ολα υπήρξαν τόσο άμεσα στην κινηματογράφησή τους και τόσο πικρά στην ατμόσφαιρά τους που προκάλεσαν σοκ. Μάλιστα, το «The battle of San Pietro» καταχωρήθηκε ως «απόρρητο» από το υπουργείο Πολέμου και χρειάστηκε να επέμβει προσωπικά ο στρατηγός Τζορτζ Σ. Μάρσαλ ώστε να ξεπεραστεί το πρόβλημα και να παρουσιαστεί στο κοινό. Κάτι που δεν έγινε με το «Let there be light» που κατάφερε να βρει διανομή το…1981 μετά την έγκριση του τότε αντιπροέδρου των ΗΠΑ Γουόλτερ Μαντέιλ!
Μετά τον πόλεμο οι γάμοι του Χιούστον συνεχίστηκαν, το ίδιο και η πολιτική δράση του. Σε μια περίπτωση έκανε πρόταση γάμου σε μια παντρεμένη, τη Μαριέτα Φιτζέραλντ, αλλά όταν εκείνη παράτησε τον άντρα της, ο Χιούστον είχε ήδη γνωριστεί με την ηθοποιό Εβελιν Κις που του είχε κάνει από την πλευρά της πρόταση γάμου σε ένα εστιατόριο. Πήγαν στο Λας Βέγκας και παντρεύτηκαν την ίδια βραδιά. Ο γάμος τους κράτησε τέσσερα χρόνια ώσπου βρέθηκε στη ζωή του η μπαλαρίνα Ενρίκα Σόνια Σόμα, μητέρα της λατρεμένης κόρης του Χιούστον, της Αντζέλικα Χιούστον.
Και σε ό,τι αφορά την πολιτική, ο Χιού-στον ενήργησε δραστήρια κατά του μακαρθισμού ιδρύοντας μια επιτροπή που ωστόσο παρεξηγήθηκε ως κομμουνιστική βιτρίνα. Αηδιασμένος από την πολιτική κατάσταση της περιόδου εκείνης στη δεκαετία του 1950, εγκατέλειψε την Αμερική, μετανάστευσε στην Ιρλανδία (όπου πήρε και την ιρλανδική υπηκοότητα) και έγινε αγρότης, χωρίς ποτέ να εγκαταλείψει τη σκηνοθεσία.
Και μετά έφυγε και από εκεί για το Μεξικό… Οταν τον ρώτησαν γιατί έφυγε από την Ιρλανδία, εκείνος έδωσε δύο λόγους. Πρώτον επειδή ενώ ήταν μια πάμφθηνη χώρα εξελίχθηκε σε μια από τις πιο ακριβές της Ευρώπης και δεύτερον, το κυνήγι. «Οταν είδα ότι δεν μπορούσα πλέον να κυνηγήσω είπα μέσα μου ότι ήρθε η στιγμή να εγκαταλείψω αυτή τη χώρα».
Αιώνιος τυχοδιώκτης…
Πού και πότε

Το 23ο φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας θα διεξαχθεί από τις 20/9 ως την 1/10 στις αίθουσες ΔΑΝΑΟΣ 1 & 2, ΟDEON ΟΠΕΡΑ 1 & 2, ΙΝΤΕΑΛ, ΣΤΕΓΗ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΩΝΑΣΗ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ