Για τους δημοσιογράφους και τους υπέρμαχους των δικαιωμάτων του ανθρώπου στην Αργεντινή, η Buenos Aires Herald ήταν ένας μύθος.
Για αυτό η είδηση, που ανακοινώθηκε την Δευτέρα ότι κλείνει έπειτα από 140 χρόνια αδιάλειπτης κυκλοφορίας της, αποτέλεσε μέγα πλήγμα. Καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου της στυγνής δικτατορίας (1976-83), η αιωνόβια τούτη αγγλική έκδοση, που ιδρύθηκε το 1876 για να ενημερώνει την πολυάριθμη βρετανική παροικία της Αργεντινής, ήταν το μοναδικό έντυπο που τολμούσε καθημερινά να καταγγέλλει την κρατική τρομοκρατία, που άφησε πίσω της χιλιάδες νεκρούς κι εξαφανισμένους.
Ο Τύπος στην Αργεντινή, υπό την πίεση των δικτατόρων, ήταν αναγκασμένος να αποσιωπά τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, που διέπρατταν οι στρατιωτικοί.
Οι δημοσιογράφοι της Herald, ιδίως ο διευθυντής της Ρόμπερτ Κοξ και το δεξί του χέρι Τζέιμς Νίλσον, έπαιζαν το κεφάλι τους όταν αποκάλυπταν τα πεπραγμένα των διαβόητων Ford Falcon, τα αυτοκίνητα της ασφάλειας που μετέφεραν τους συλληφθέντες σε άγνωστα σημεία από τα οποία δεν επέστρεφαν ποτέ. Η δικτατορία δεν ήθελε να αποκαλύπτονται τέτοιες λεπτομέρειες, αλλά και οι ίδιοι οι πολίτες δεν ήθελαν να πληροφορηθούν και να τις γνωρίζουν.
Η Herald δεν άφησε να περάσει ούτε μία ημέρα που να μην αφηγηθεί στο αναγνωστικό κοινό της τη δράση των δικτατόρων, παρά τις απειλές, που ανάγκασαν τον Κοξ να εγκαταλείψει τη χώρα και να αφήσει τη διεύθυνση του εντύπου στα χέρια του Νίλσον.
«Πάντοτε αναρωτιόμουν πώς στη Γερμανία οι Ναζί κατόρθωσαν να δολοφονήσουν επτά εκατομμύρια ανθρώπους χωρίς η κοινωνία να κάνει το παραμικρό. Την απάντηση τη βρήκα στην Αργεντινή, ο κόσμος δεν ήθελε να μαθαίνει το τι συνέβαινε. Όμως σε αυτό το σημείο έγκειται το καθήκον του δημοσιογράφου, που είναι να πληροφορεί και αυτό είναι που κάναμε εμείς’. Και αισθάνομαι υπερήφανος, έχω φίλους που σώθηκαν επειδή το όνομά τους δημοσιεύθηκε στην Herald μόλις συνελήφθησαν και για αυτό δεν τους δολοφόνησαν», θυμάται ο Κοξ από το σπίτι του στο Τσάρλεστον των ΗΠΑ.
Ο ίδιος ακόμη και σήμερα περνά αρκετούς μήνες στην Αργεντινή.
Η δικτατορία όμως έσφιξε τον κλοιό γύρω του, συνέλαβε τον Κοξ, ο οποίος κατόρθωσε να φύγει από την Αργεντινή όταν τον απείλησαν με τη ζωή του γιου του, αλλά ουδέποτε σκέφθηκε να κλείσει την εφημερίδα.
Σωτήριος παράγοντας για την καθημερινή έκδοσή της με ειδήσεις που κανείς άλλος δεν τολμούσε να προβάλει, στάθηκε το γεγονός ότι κυκλοφορούσε στα αγγλικά -συνεπώς απευθυνόταν σε περιορισμένο κοινό, μόλο που κάποια άρθρα της μεταφράζονταν και στα ισπανικά για να δημιουργήσουν την ποθούμενη αίσθηση- και ότι ο εκδότης της ήταν Αμερικανός, πολίτης μίας χώρας με αγαστές σχέσεις και προστάτη της δικτατορίας.
«Ο εκδότης, που ήταν από τη Βόρειο Καρολίνα, ήταν ερωτευμένος με την Λατινική Αμερική και πάντοτε με στήριζε. Τα μέσα ενημέρωσης στην Αργεντινή αποσιωπούσαν τα πάντα. Μία ημέρα, μετά την επιβολή της δικτατορίας, με πήραν να δω τον (επικεφαλής της χούντας) Χόρχε Ραφαέλ Βιδέλα, ο οποίος μου παρουσιάσθηκε λίαν ευπροσήγορος.
Μου είπε «οι υπόλοιποι δημοσιογράφοι αντιλαμβάνονται την κατάσταση, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί όχι κι εσείς».
Μαζί του στεκόταν και ένας δημοσιογράφος από τη La Prensa, ο οποίος μου είπε «πρέπει να κατανοήσετε ότι κάποιες φορές θα πρέπει να κάνουμε πράγματα όχι και τόσο ευχάριστα».
Εγώ όμως απάντησα στον Βιδέλα, «εντούτοις οι συλλήψεις συνεχίζονται, άνθρωποι εξαφανίζονται, το καθήκον μας είναι να πληροφορούμε».
Εκείνος δεν μου απάντησε το παραμικρό, όμως ήταν προφανές ότι επρόκειτο να αντιμετωπίσουμε πολλές δυσκολίες» αφηγείται ο Κοξ.
«Ποτέ μου δεν έχω εργασθεί σε μία τόσο θαρραλέα εφημερίδα. Μικρή μεν, αλλά αγωνιστική. Είναι μία πολύ θλιβερή ημέρα, πάντοτε θα νιώθω υπερήφανος που εργάσθηκα εκείνη την εποχή σε εκείνη την εφημερίδα. Ο Νίλσον επέστρεφε σπίτι του κάθε νύκτα από διαφορετικό δρόμο. Μπορούσαν να τον έχουν σκοτώσει οποιαδήποτε στιγμή. Δεν υπάρχει τρόπος να περιγράψει κανείς το πόσο ατρόμητοι ήσαν», τονίζει από την πλευρά του ο δημοσιογράφος της ισπανικής El Pais Τζον Κάρλιν, που ζει στην Αργεντινή και ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του από τη Herald, εν μέσω της δικτατορίας. Έγραφε για τα πάντα, κυρίως ιστορίες εξαφανισμένων και όπως κι οι υπόλοιποι δεχόταν απειλές: «όμως καμία σχέση με τις απειλές και όσα υπέφεραν οι Κοξ και Νίλσον», θυμάται ό ίδιος.
Η μητέρες των εξαφανισμένων προσέφευγαν στα μέσα ενημέρωσης της χώρας κι εκείνα τις παρέπεμπαν στη Herald, ‘στους τρελλο-εγγλέζους που δημοσιεύουν τα πάντα». Ο Κοξ θυμάται πως στα 140 χρόνια της ιστορίας της, η Herald πάντοτε στάθηκε αρωγός των δημοκρατικών αξιών.Στη δεκαετία του ’30, όταν είχε και αντίπαλο δέος στο πρόσωπο της Buenos Aires Standard, η οποία είχε ταχθεί στο πλευρό των Ναζί, η Herald είχε υιοθετήσει μία θαρραλέα θέση υπέρ των Συμμάχων. Η Standard εξαφανίσθηκε το 1954.
«Η Herald πάντοτε απέδειξε τη σημασία του κύρους της δημοσιογραφίας σε δύσκολες στιγμές. Σήμερα, στην Αμερική του Τραμπ, διαπιστώνουμε πως αποτελεί έναν κομβικό παράγοντα. Στην Αργεντινή υπάρχουν πολλοί καλοί δημοσιογράφοι, το πρόβλημα όμως είναι οι ιδιοκτήτες. Η Herald έκανε ως το τέλος μία καλή δημοσιογραφική δουλειά, όμως είχε κάκιστους ιδιοκτήτες» διαπιστώνει ο Κοξ.
Η αρχή του τέλους για τη Herald σημειώθηκε όταν έπαψε να βρίσκεται πλέον σε χέρια ξένων ιδιοκτητών, οι οποίοι της εξασφάλιζαν μεγάλη ανεξαρτησία. Το 2007 την εξαγόρασε ο Αργεντινός Σέρχιο Σπόλσκι, ένας ιδιοκτήτης μέσων ενημέρωσης προσκείμενος στο ζεύγος (των προέδρων) Κίρσνερ.
Τέλος κατέληξε στα χέρια του Κριστόμπαλ Λόπες, επίσης υποστηρικτή των Κίρσνερ, ο οποίος μετά την αποχώρηση από την εξουσία της καλής του φίλης Κριστίνα Φερνάντες έχει αρχίσει να κλείνει πολλά μέσα ενημέρωσης.
Έπειτα από την πάροδο πολλών κρίσεων και προσπαθειών μην τυχόν κι επιβιώσει έστω και σε ηλεκτρονική μορφή, η Herald -η δεύτερη αρχαιότερη εφημερίδα της χώρας μετά την ιστορική La Nacion, έκλεισε τελεσίδικα τη Δευτέρα. Και με αυτήν έκλεισε και μία σελίδα στην ένδοξη ιστορία της δημοσιογραφίας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων στην Αργεντινή.