«Εάν ένας επενδυτής από το εξωτερικό σού πει ότι θα ήθελε να επενδύσει ένα σημαντικό ποσό στην ιταλική οικονομία τι θα τον συμβούλευες;» Εγώ θα πρότεινα να επενδύσει μαζί με κάποιον γνώστη ντόπιο συνέταιρο, ο οποίος μπορεί να πλοηγηθεί στο σύστημα. Φυσικά, η ίδια συμβουλή ισχύει και για πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Σε ένα πρόσφατο συνέδριο ανώτερων επενδυτικών συμβούλων, ένας από τους διοργανωτές ρώτησε εάν οι σύνεδροι πιστεύουν ότι το ευρώ θα συνεχίσει να υπάρχει σε πέντε χρόνια. Μόνο ένα άτομο από τα 200 πίστευε ότι δεν θα υπάρχει, μια μάλλον απροσδόκητα θετική εκτίμηση.
Τώρα, το πραγματικό ΑΕΠ της Ιταλίας είναι κατά προσέγγιση στα επίπεδα του 2001. Η Ισπανία πηγαίνει καλύτερα, αλλά το ΑΕΠ της είναι ακόμη στα επίπεδα που ήταν το 2008. Επιπλέον οι χώρες της Νότιας Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, έχουν βιώσει εξαιρετικά αδύναμες ανακάμψεις και πεισματικά υψηλή ανεργία.
Την ίδια ώρα, τα επίπεδα δημοσίου χρέους πολλών χωρών έχουν ξεπεράσει το 100% του ΑΕΠ (της Ιταλίας το 135%), όταν τόσο ο πληθωρισμός όσο και η πραγματικά ανάπτυξη παραμένει χαμηλή. Αυτό το πλεονάζον χρέος περιορίζει τη δυνατότητα χρήσης δημοσιονομικών μέτρων για να βοηθήσουν στην αποκατάσταση της ανάπτυξης.
Ο ανταγωνισμός των οικονομιών της ευρωζώνης στους εμπορικούς τομείς μεταβάλλεται σε μεγάλο βαθμό, εξαιτίας των αποκλίσεων που εμφανίζονται μετά την εισαγωγή του κοινού νομίσματος. Η πρόσφατη αδυναμία του ευρώ θα αμβλύνει τον αντίκτυπο αυτών των αποκλίσεων, όμως δεν θα τις εξαλείψει τελείως. Ετσι, η Γερμανία θα συνεχίσει να έχει μεγάλα πλεονάσματα.
Από την οικονομική κρίση του 2008, η «συμβατική σοφία» υποστήριζε ότι μια μακρά, δύσκολη ανάρρωση για τις οικονομίες της ευρωζώνης θα οδηγούσε τελικά σε ισχυρή ανάπτυξη. Αλλά αυτό το αφήγημα χάνει σε αξιοπιστία. Η Ευρώπη φαίνεται πως είναι παγιδευμένη σε ημιμόνιμη –χαμηλής ανάπτυξης –ισορροπία. Οι χώρες της ευρωζώνης είδαν τρεις αλλαγές που επηρέασαν την οικονομία τους από το 2000 και μετά.
Πρώτον, το ευρώ εισήχθη χωρίς συμπληρωματική δημοσιονομική και ρυθμιστική ενοποίηση. Δεύτερον, η Κίνα συμμετείχε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και έγινε περισσότερο παρούσα στις παγκόσμιες αγορές. Και, τρίτον, οι ψηφιακές τεχνολογίες ξεκίνησαν να έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στις οικονομικές δομές, στα επαγγέλματα και στις παγκόσμιες τροφοδοτικές αλυσίδες.
Στο διάστημα 2003-2006, η Γερμανία εφάρμοσε εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις. Παράλληλα, το 2005 η Κίνα διπλασίασε την παραγωγή της κλωστοϋφαντουργίας της και τις εξαγωγές ρουχισμού προς τη Δύση. Αυτή η ανάπτυξη είχε ιδιαίτερα αρνητική επίπτωση στις φτωχότερες περιοχές της Ευρώπης και στις λιγότερο ανταγωνιστικές αναπτυσσόμενες χώρες σε όλο τον κόσμο.
Πολλές χώρες πήραν μέτρα για να αντιμετωπίσουν τα ελλείμματα, με αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος να αυξηθεί και οι τροφοδοτούμενες από το χρέος στεγαστικές φούσκες να επεκταθούν. Αυτά τα αναπτυξιακά μοτίβα ήταν μη βιώσιμα και όταν τελικά κατέρρευσαν οι υποφώσκουσες δομικές αδυναμίες αποκαλύφθηκαν.
Και τώρα βλέπουμε να αυξάνεται η αντίσταση στο υφιστάμενο σύστημα. Τα δημοψήφισμα για την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ και η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ απηχούν τη δημόσια δυσαρέσκεια. Και η αυξανόμενη υποστήριξη για λαϊκιστικά, εθνικιστικά και αντιευρωπαϊκά κόμματα μπορεί να προκαλέσει σοβαρούς κινδύνους.
Η ανάδυση αυτών των κομμάτων πρέπει να δημιουργήσει αμφιβολίες στις υπερβολικά αισιόδοξες απόψεις για τη μακροβιότητα του ευρώ. Οι πολιτικές δυνάμεις κατά του ευρώ κάνουν ξεκάθαρα εκλογικά βήματα και θα συνεχίσουν να κερδίζουν έδαφος όσο η ανάπτυξη παραμένει αναιμική και η ανεργία υψηλή.
Στο μεσοδιάστημα, η ΕΕ μάλλον δεν θα ακολουθήσει θεσμικές μεταρρυθμίσεις στο κοντινό μέλλον, από τον φόβο μήπως επηρεάσει δυσμενώς το αποτέλεσμα των επακόλουθων εκλογών αυτής της χρονιάς στην Ολλανδία, στη Γαλλία, στη Γερμανία. Φυσικά, μια εναλλακτική άποψη υποστηρίζει ότι το Brexit, η εκλογή Τραμπ και η άνοδος των λαϊκίστικων και εθνικιστικών κομμάτων θα ωθήσουν την Ευρώπη σε ευρύτερη ενοποίηση και πολιτικές υπέρ της ανάπτυξης.
Το τωρινό σύστημα επιβάλλει πάρα πολλούς περιορισμούς και πολύ λίγους δραστικούς διορθωτικούς μηχανισμούς. Δημοσιονομικές, δομικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις χρειάζονται έντονα. Ωστόσο δεν θα είναι επαρκείς για να λύσουν το αναπτυξιακό πρόβλημα της Ευρώπης. Η πικρή ειρωνεία σε όλα αυτά είναι ότι οι χώρες της ευρωζώνης έχουν τεράστιες αναπτυξιακές δυνατότητες. Χρειάζεται απλώς να χαλαρώσουν οι περιορισμοί του συστήματος.
Θα μοιάζει το μέλλον της Ευρώπης με έναν εκτροχιασμό τρένου σε αργή κίνηση, ή θα δούμε μια νέα γενιά από νέους ηγέτες που θα κάνουν στροφή προς μια βαθύτερη ένωση που θα περιλαμβάνει και την ανάπτυξη; Είναι δύσκολο να πει κανείς και εγώ δεν θα μπορούσα να αποκλείσω καμία πιθανότητα. Eνα πράγμα φαίνεται σαφές: το status quo είναι ασταθές και δεν μπορεί να συνεχιστεί επ’ αόριστον.
Ο κ. Μάικλ Σπενς είναι νομπελίστας οικονομολόγος, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης.

HeliosPlus