Στα χρόνια της δικής της «Μεγάλης Υφεσης», συμπεριλαμβανομένων και των νέων υπό διαπραγμάτευση μέτρων, ύψους 3,6 δισ. ευρώ (2% του ΑΕΠ), τα συνολικά δημοσιονομικά μέτρα που αναμένεται να πάρει η Ελλάδα θα ξεπεράσουν τα 76 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 43% του ΑΕΠ του 2016.
Η «καταιγίδα» των μέτρων αυτών ωστόσο, όπως αποτυπώθηκαν στις περικοπές δαπανών και της υπερφορολόγησης, χάθηκαν σε σημαντικό βαθμό στη χοάνη της ύφεσης, αλλά και της τεράστιας αβεβαιότητας σχετικά με το ενδεχόμενο του Grexit, όπως και της έλλειψης αξιοπιστίας της χώρας, της επενδυτικής άπνοιας αλλά και της σπουδής του πολιτικού συστήματος να προστατεύσει συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες, κατεστημένα συμφέροντα και φυσικά τα «δικά του παιδιά».
Ετσι, αν και το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης υποχώρησε κάτω από τα 5 δισ. ευρώ (από τα 36,2 δισ. ευρώ το 2009), χρειάστηκε να πάρουμε μέτρα 76 δισ. ευρώ για να επιτύχουμε δημοσιονομικό αποτέλεσμα 31 δισ. ευρώ περίπου, καθώς 45 δισ. ευρώ μέτρα χάθηκαν μέσα στην ύφεση και την αβεβαιότητα για την επόμενη ημέρα.
Αν και πήραμε δάνεια 244 δισ. ευρώ (139% του ΑΕΠ) από τους επίσημους φορείς, το ΑΕΠ από το υψηλό των 242 δισ. ευρώ του 2008 υποχώρησε κατά 66 δισ. ευρώ, στα 176 δισ. ευρώ πέρυσι, ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ επανήλθε στις αρχές του 2000, όταν δηλαδή η χώρα ετοιμαζόταν να εισέλθει στο ευρώ. Η μεσαία τάξη από το 50% υποχώρησε στο 20%-25% του πληθυσμού, οι τιμές των ακινήτων από το 2007 έχασαν τη μισή τους αξία, οι μετοχές από το υψηλό στο χαμηλό της κρίσης υποχώρησαν κατά 90%, σημειώθηκε πτώση 50% στο ύψος των καταθέσεων, ενώ τα «κόκκινα» δάνεια ξεπερνούν πλέον τα 106 δισ. ευρώ.

Επενδυτικό κενό
Δημιουργήθηκε μάλιστα ένα επενδυτικό κενό ύψους 100 δισ. ευρώ στην οικονομία, ενώ το διαθέσιμο εισόδημα υποχώρησε κατά 57 δισ. ευρώ. Η καθαρή –μετά την αφαίρεση των δανείων –περιουσία των Ελλήνων από το 2007 μειώθηκε μάλιστα κατά 587 δισ. ευρώ, ενώ οι απώλειες για το μέσο νοικοκυριό διαμορφώθηκαν το ίδιο διάστημα στα 67.704 ευρώ.
Στο πλαίσιο αυτό, όσο δεν κλείνει η αξιολόγηση, η παράταση της αβεβαιότητας είναι τριπλά επιβλαβής για τη χώρα, καθώς καθυστερεί την ανάκαμψη της οικονομίας και την ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση, μειώνει τα οφέλη από τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος και σε ένα ρευστό διεθνές πολιτικό περιβάλλον αυξάνει συνολικά τους κινδύνους για τη χώρα. Καθώς πλησιάζουν οι ολλανδικές εκλογές τον επόμενο μήνα, που θα ακολουθηθούν από τις κάλπες σε Γαλλία και Γερμανία, είναι σαφές ότι όσο μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση, τόσο λιγότερη θα είναι η διάθεση των δανειστών για να επιλυθεί το ζήτημα.
Η αντίδραση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων δεικνύει πως οι επενδυτές δεν αναμένουν κάποια σημαντική εξέλιξη στο Εurogroup της Δευτέρας. Παρά ταύτα, αξιωματούχοι ακούγονται αισιόδοξοι ότι μπορεί να υπάρξει πρόοδος (στις διαπραγματεύσεις) ώστε μια συμφωνία να είναι πιο εφικτή σε μεταγενέστερο Eurogroup στα τέλη Μαρτίου ή τον Απρίλιο.

Θα πιέζεται η οικονομία
Για την αγορά μπορεί ο Ιούλιος να θεωρείται ως η καταληκτική ημερομηνία, καθώς η χώρα θα πρέπει να πληρώσει κύρια 2,3 δισ. ευρώ σε ομολογιούχους του ιδιωτικού τομέα και 3,9 δισ. ευρώ στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, κάτι που δεν μπορεί να κάνει χωρίς εκταμίευση πόρων, εντούτοις όσο ο καιρός περνάει, τόσο η οικονομία θα πιέζεται και φυσικά οι στόχοι που έχουν στηριχθεί όλες οι προβλέψεις θα πάνε περίπατο.
Και ενώ η Die Welt γράφει ότι η Κριστίν Λαγκάρντ και η γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ συμφώνησαν τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα και την παράλληλη μετάθεση του ζητήματος του χρέους για το 2018, το «Economist» αναφέρει πως το σχήμα ενός συμβιβασμού είναι απλό:
Η Ελλάδα θα πρέπει να ψηφίσει μείωση των συντάξεων και του αφορολογήτου μετά το 2018, οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να δεσμευτούν για την αναχρηματοδότηση του χρέους της Ελλάδας με χαμηλά επιτόκια και το ΔΝΤ θα πρέπει να αποδεχθεί έναν υψηλότερο στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα της Ελλάδας.
Εναν επώδυνο συμβιβασμό «βλέπει» ως την πιο πιθανή λύση για την Ελλάδα η UBS. Οι οικονομολόγοι Gyorgy Kovacs, Λευτέρης Φαρμάκης και Reinhard Cluse της ελβετικής τράπεζας θεωρούν ότι στην καλύτερη περίπτωση, στο Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου, θα αποφασιστεί επιστροφή των εκπροσώπων των θεσμών στην Αθήνα.
Συμβιβασμός
Ετσι, το επόμενο Eurogroup, της 20ής Μαρτίου (μετά τις ολλανδικές εκλογές της 15ης Μαρτίου), καθίσταται ως η νέα ημερομηνία-ορόσημο. Ως πιθανότερο σενάριο «βλέπει» τον συμβιβασμό, κάτι που ευνοεί και τις δύο πλευρές, καθώς η αναζωπύρωση του ελληνικού δράματος, εν μέσω σημαντικών εκλογών στην ευρωζώνη, θα μπορούσε να ενισχύσει τα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα, ενώ και η κυβέρνηση έχει κίνητρο να προχωρήσει στο μονοπάτι της οικονομικής κανονικότητας, τόσο για εθνικούς όσο και για κομματικούς λόγους.
Οι πιθανές λύσεις που μπορεί να βρεθούν στο τραπέζι αφορούν:
Πρώτον, τη συμμετοχή του ΔΝΤ, κάτι που ίσως οδηγήσει σε μια ισχυρότερη δέσμευση για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους από τους Ευρωπαίους (χαμηλότερα επιτόκια και επιμήκυνση εκδόσεων) ή πιο σαφείς διαβεβαιώσεις από την Ευρώπη ότι το ΔΝΤ θα έχει προτεραιότητα στις αποπληρωμές.
Δεύτερον, νέο πρόγραμμα, μόνο με τον ESM, εφόσον το ΔΝΤ αποφασίσει να αποχωρήσει. Κάτι τέτοιο όμως θα πρέπει να εγκριθεί από τα κοινοβούλια της Γερμανίας, της Ολλανδίας και της Φινλανδίας, κάτι που εν όψει και εκλογικών αναμετρήσεων είναι πολιτικά δύσκολο. Σε αυτή την περίπτωση, για να αποτραπεί μια ελληνική χρεοκοπία τον Ιούλιο, θα απαιτηθεί μια χρηματοδότηση-γέφυρα, όπως συνέβη και το 2015.

Το «γύρισμα» στην ανάπτυξη

Για να επιστρέψουμε σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης, πέρα από το κλείσιμο της αξιολόγησης, υπάρχουν δύο ακόμη σοβαρές προϋποθέσεις, εκτίμησε ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank κ. Φωκίων Καραβίας.

Πρώτον, ένα μείγμα οικονομικής πολιτικής σε πιο αναπτυξιακή κατεύθυνση. Ο περιορισμός του φορολογικού βάρους, ιδιαίτερα για τις επιχειρήσεις, και η υλοποίηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων με επιταχυνόμενους ρυθμούς.
Δεύτερον, το τραπεζικό σύστημα να διασφαλίσει τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας και να διαχειριστεί το μεγάλο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ