Οταν συναναστρέφεσαι τον Δημήτρη Γέρο, ο κόσμος φαντάζει μικρός· τόσο μικρός που μπορείς να τον γυρίσεις μέσα σε λίγες ώρες. Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες στην Καρταχένα, Κάρλος Φουέντες στην πόλη του Μεξικού, Ρίτσαρντ Χάουαρντ και Τζεφ Κουνς στη Νέα Υόρκη, Μισέλ Τουρνιέ στο Παρίσι, ηλικιωμένοι άνδρες στη Μυτιλήνη, Ναγκίμπ Μαχφούζ στο Κάιρο, Ολυμπία Δουκάκη στην Αθήνα. Ολοι κοιτάζουν τον φακό στη θέση του Καβάφη, με «φόντο» ευαίσθητους ψιθύρους του μεγάλου Αλεξανδρινού. Νέα Υόρκη, Μπαρανγκίγια, Μεξικό με τις φωτογραφίες του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Η Μπαρανγκίγια είναι η πόλη που μεγάλωσε και πρωτοεργάστηκε ο σπουδαίος κολομβιανός συγγραφέας, φίλος του Δημήτρη Γέρου. Μυτιλήνη, Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Μύκονος, Νέα Υόρκη, Παλμ Μπιτς. Αυτή θα είναι η πορεία των ζωγραφικών έργων που θα παρουσιαστούν τώρα στην Γκαλερί Σκουφά. Και μετά ο ανήσυχος δημιουργός θα πάει στην Κολομβία για να ζωγραφίσει και να φωτογραφίσει τους Ινδιάνους του Αμαζονίου και των παραποτάμων του. Ο κόσμος του δεν είναι τελικά ένας, αλλά πολλοί.
Η συνάντηση της παρέας των φημισμένων λατινοαμερικανών συγγραφέων Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Κάρλος Φουέντες και Αλβαρο Μούτις με τους ζωγράφους Αρμάν και Τζεφ Κουνς, τον αναγεννησιακό Τσαρλς Χένρι Φορντ, τον χορευτή Βλαντίμιρ Μαλακόφ, τον δεξιοτέχνη εριστικό συγγραφέα Γκορ Βιντάλ, τους κουδουνάτους και τους πρόσφυγες στη Λέσβο, είναι άκρως σαγηνευτική. Ο ίδιος ο δημιουργός αυτής της ατμόσφαιρας λέει ότι οι κόσμοι του, της φωτογραφίας και της ζωγραφικής, είναι τελείως διαφορετικοί. «Καμία σχέση, είναι διαφορετικές ζωές. Τελείως.

Απομονώνομαι για να κάνω το ένα, απομονώνομαι για να κάνω το άλλο» λέει. Και πράγματι, για να γίνουν τα έργα της επικείμενης έκθεσης, όλα μέσα στην προηγούμενη χρονιά, απομονώθηκε έξι μήνες την άνοιξη και το καλοκαίρι στο σπίτι του στη Μυτιλήνη. «Αυτή είναι μια καινούργια φάση της δουλειάς μου» τονίζει. «Ολα τα έργα έγιναν μέσα στην περασμένη χρονιά και τα περισσότερα, περιέργως, στη Μυτιλήνη. Τα πρωινά φωτογράφιζα τους μετανάστες –θα κάνω ένα λεύκωμα με αυτές τις φωτογραφίες –και τα βράδια έμενα μέσα και ζωγράφιζα πολύ εντατικά όλα αυτά τα έργα».

Πώς συνδυάζονται όμως δύο διαφορετικά εκφραστικά μέσα; «Η φωτογραφία είναι επίσης εικαστικό έργο και μάλιστα πολύ σημαντικό, απλώς δεν έχει βρει ακόμη, στη χώρα μας, τη θέση που της αξίζει. Η διαφορά αφορά μόνο το τεχνικό μέρος. Ζωγραφίζω ό,τι δεν φωτογραφίζω και φωτογραφίζω ό,τι δεν ζωγραφίζω, για να θυμηθούμε τον Μαν Ρέι. Η ζωγραφική σαφώς επηρεάζει τη φωτογραφία, γιατί ο ζωγράφος ξέρει να κάνει ένα κάδρο, έχει υπόψη του τη χρυσή τομή, γνωρίζει πώς να στήσει το θέμα του, πώς να δείξει την καλή πλευρά του μοντέλου του. Αυτό που λέμε φωτογένεια, δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο ο φωτογράφος που ορίζει τα πράγματα».
Σε όλη την εικαστική διαδρομή του Δημήτρη Γέρου υπάρχουν οι διαφορετικές εκφράσεις. «Από μικρός ζωγράφιζα» τονίζει. «Η πρώτη μου ζωγραφική ήταν ανεικονική. Ισως και από αδυναμία, γιατί δεν μπορούσα να ζωγραφίσω ακαδημαϊκά, αφού δεν είχα σπουδάσει. Αλλά αργότερα, πήγα ακόμη πιο μακριά, έκανα περφόρμανς, κατασκευές, περιβάλλοντα, άρχισα να αυτοφωτογραφίζομαι. Εκανα φωτοσίριαλ με διαδοχικές εικόνες, με εμένα πρωταγωνιστή».
Ομως πάντα υπήρχε ένας κοινός πολλαπλασιαστής των αισθήσεων και των εικαστικών αναζητήσεων: «Εκανα πάντα αυτό που ήθελα, αυτό που μου άρεσε. Κάποτε σταμάτησα και έκανα μουσική για καιρό, χωρίς να ξέρω μουσική. Από μικρός έκανα ό,τι μου άρεσε. Διασκέδαζα που δημιουργούσα και αν αυτό μπορούσα να το εισπράξω έχει καλώς. Συμπτωματικά συμβαίνει κι αυτό. Πολλές φορές μπορώ να τα κάνω ταυτόχρονα, να ζωγραφίζω και να φωτογραφίζω. Το να φωτογραφίζω είναι σχετικά εύκολη υπόθεση. Το να κάνεις όμως τη λήψη έργο τέχνης, εκεί αρχίζει το δύσκολο. Πρέπει να αφοσιωθείς».
Κι όταν ο δημιουργός είναι κοσμοπολίτης, πώς τον επηρεάζουν τα διαφορετικά περιβάλλοντα; «Οταν είμαι έξω έχω τελείως διαφορετικές ιδέες για έργα απ’ ό,τι έχω εδώ. Στη Νέα Υόρκη, που είναι εντελώς διαφορετικό το περιβάλλον, έχω άλλες ιδέες, για άλλα έργα. Εχουν βεβαίως την ταυτότητά μου, γιατί υπάρχει το ανθρωπάκι που τρέχει, τα σύννεφα, ο ορίζοντας, το ηφαίστειο, αλλά είναι τελείως άλλη ζωγραφική. Τώρα θα μείνω δύο μήνες για να ζωγραφίσω αυτά που σκέφτομαι εκεί, αλλά τα ξεχνώ όταν έρθω εδώ. Είναι μια περίεργη λειτουργία του μυαλού μου. Μου έρχονται τα πράγματα και κάθομαι και τα φτιάχνω όταν είναι ζεστά, γιατί μετά τα ξεχνώ».
Ολα όμως ξεκίνησαν από τη ζωγραφική και μάλιστα από την ηλικία των 17 ετών. Στα 21, το 1970, έκανε την πρώτη του έκθεση στη «Νέα Γκαλερί» της οδού Τσακάλωφ με μαύρα έργα και συρματοπλέγματα, εναντίον της Χούντας. Μέχρι και ένα μαύρο κλουβί είχε στην έκθεση με ένα ζωντανό πουλί βαμμένο κόκκινο. Αυτοδίδακτος. Αυτή η έκθεση τον καθιέρωσε γιατί ήταν φανερά τα μηνύματα. Από τότε, μέχρι τους πίνακες της επικείμενης έκθεσης, υπάρχει στη δουλειά του Δημήτρη Γέρου ένα «ιδιόμορφο και «αντιθετικό» σκοτάδι», όπως τονίζει στον κατάλογο η ιστορικός τέχνης Αθηνά Σχινά. Αν και οι πίνακες αυτοί είναι εξίσου κοντά στην παλιά του ζωγραφική, τα στοιχεία εκείνης έφυγαν σιγά-σιγά μαζί με το χρώμα και έμεινε μόνο η σκιά που υπαγόρευσαν οι μετανάστες που έφταναν στη Λέσβο: «Από τις ειδήσεις δεν βγαίνει το πραγματικό δράμα των μεταναστών. Είναι άνθρωποι και βασανίζονται συνεχώς. Η εκμετάλλευσή τους είναι φρικτή».
Αυτά όμως είναι ανακρούσματα ενός αβέβαιου μέλλοντος που μας στέλνει τις φοβέρες του.«Ισως είναι και η εποχή», λέει ο ζωγράφος, «η οποία δεν είναι γκρίζα απλώς, είναι μαύρη από κάθε άποψη. Και δεν ξέρω πώς θα εξελιχθεί. Κανείς δεν ξέρει τι μας ξημερώνει. Ζούμε όλοι με μια ανασφάλεια, κυρίως οι καλλιτέχνες γιατί όταν δεν έχει ο κόσμος να φάει, φυσικά δεν θα πάει στο θέατρο, ούτε θα ψάξει βιβλία και κυρίως δεν θα αγοράσει ζωγραφική». Παρ’ όλα αυτά η ζωγραφική είναι εδώ για να παίξει τον ρόλο που της έχουμε επιφυλάξει εμείς, γιατί μας αφήνει να το κάνουμε αυτό.

Που και πότε

Η έκθεση του Δημήτρη Γέρου «Ζωγραφική» πραγματοποιείται στην Γκαλερί Σκουφά (Σκουφά 4, Κολωνάκι) και θα διαρκέσει έως τις 18 Φεβρουαρίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ