Η συναρπαστική ιστορία της γυναίκας που έγινε «ένα» με τους χιμπαντζήδες, όπως την αφηγείται η ίδια
Πόσους πραγματικούς ήρωες γνωρίζετε; Πόσους ανθρώπους που, εν καιρώ ειρήνης, μπορούν με το παράδειγμά τους να εμπνεύσουν τους νεότερους; Να ανοίξουν νέους ορίζοντες για μικρούς και μεγάλους; Το βέβαιον είναι ότι δεν υπάρχουν πολλοί. Ενας από αυτούς τους ανθρώπους, μία γυναίκα-θρύλος, βρέθηκε, ευτυχώς για εμάς, πρόσφατα στη χώρα μας. Η Τζέιν Γκούντολ που γνώρισε στην ανθρωπότητα τους κοντινότερους εξελικτικά συγγενείς μας, τους χιμπαντζήδες, περιέγραψε στους πολυπληθείς θαυμαστές της στην Αθήνα τη μοναδική σχέση που ανέπτυξε με τα ζώα αυτά και τις προσπάθειές της να διασώσει τον πλανήτη Γη. Αισιόδοξη για το μέλλον δήλωσε η αγγλίδα ερευνήτρια και ακτιβίστρια. Οχι με αυτά που συμβαίνουν προς το παρόν παγκοσμίως, αλλά με αυτά που ελπίζει ότι θα συμβούν καθώς τα σημερινά παιδιά θα ενηλικιώνονται. Για αυτό και οι προσπάθειές της έχουν επικεντρωθεί στην ενδυνάμωση και ενίσχυση της παιδικής πρωτοβουλίας, μέσα από το πρόγραμμα «Roots and Shoots» του Ιδρύματός της που τώρα έχει «ριζώσει» και στη χώρα μας. Διαβάστε στις επόμενες σελίδες τη διήγηση μιας ζωής που εμπνέει.

Γεννήθηκα με έμφυτη την αγάπη μου για τα ζώα». Με αυτή τη φράση άρχισε τη διάλεξή της στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών η Τζέιν Γκούντολ (Jane Goodall) στα μέσα του περασμένου Δεκεμβρίου. H διάσημη βρετανίδα πρωτευοντολόγος και ακτιβίστρια βρέθηκε για λίγες ημέρες στη χώρα μας με αφορμή την επέκταση των δραστηριοτήτων του Ιδρύματός της στην Ελλάδα και μετά από πρόσκληση των εκδόσεων Πατάκη. Την κυρία Γκούντολ την γνωρίζουμε οι περισσότεροι από εμάς από τα εξαιρετικά ντοκιμαντέρ του «National Geographic» που μας επέτρεπαν να ρίξουμε κλεφτές ματιές στην ατρόμητη ερευνήτρια που παρακολουθούσε τους κοντινότερους εξελικτικά εξαδέλφους μας, τους χιμπαντζήδες. Και δεν τους παρακολουθούσε απλώς, αλλά γινόταν ένα με τις οικογένειές τους, όπου υπήρχαν γεννητούρια, φιλίες, καβγάδες…

Κατά τη διάρκεια της σύντομης επίσκεψής της, η κυρία Γκούντολ βρήκε χρόνο να συναντηθεί με μια ομάδα δημοσιογράφων. Ωστόσο η ιστορία της ζωής της, όπως τη μοιράστηκε με το κοινό που συνέρευσε στο Μέγαρο για να την ακούσει, ήταν συναρπαστικότερη από το αποτέλεσμα της δημοσιογραφικής περιέργειας. Για όσους δεν είχαν την τύχη να δουν από κοντά και να ακούσουν τη θρυλική ερευνήτρια, θα επιχειρήσουμε να διηγηθούμε το συναρπαστικό παραμύθι της μοναδικής ζωής της Tζέιν Γκούντολ, να εξηγήσουμε τη σημασία του έργου της και να μεταφέρουμε τους λόγους που την κάνουν να παραμένει αισιόδοξη παρά τις δυσκολίες που βιώνει ο πλανήτης.
Η κατανόηση της μάνας
Μια φορά κι έναν καιρό, ένα μικρό κοριτσάκι μεγάλωνε στο προπολεμικό Λονδίνο σε μια οικογένεια περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων, αλλά με έναν τεράστιο πλούτο: μια μητέρα γεμάτη κατανόηση! Τόση κατανόηση ώστε να μην αποπάρει το ενάμισι έτους κοριτσάκι της όταν κουβάλησε στο κρεβάτι του τα σκουληκάκια που βρήκε στον κήπο! Τόση κατανόηση ώστε να αντέξει να μην τη μαλώσει όταν σε ηλικία 4 χρόνων χρειάστηκε να κληθεί η αστυνομία για να αναζητήσει την τετράχρονη τότε Τζέιν κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στο αγρόκτημα συγγενών. Και ενώ η αστυνομία, οι συγγενείς και οι φίλοι αναζητούσαν το παιδί που έλειπε για τέσσερις ώρες, η μικρή Τζέιν βγήκε θριαμβευτικά από το κοτέτσι όπου είχε κρυφτεί και περίμενε υπομονετικά να δει πώς γεννιούνται τα αβγά! Η περιέργεια της μικρής για τη γέννηση των αβγών την είχε προηγουμένως κάνει να ακολουθήσει μια κότα την ώρα που έμπαινε στο κοτέτσι, αλλά αυτό δεν άρεσε καθόλου στην κότα που τρομοκρατημένη έκανε μια φωνακλάδικη απόπειρα εξόδου από το κοτέτσι. Ετσι η μικρή Τζέιν είχε πάρει την απόφαση να μπει στο άδειο κοτέτσι και να περιμένει όσο χρειαστεί για να λύσει το μυστήριο, χωρίς βεβαίως να σκεφθεί να ενημερώσει τη μητέρα της. Μια μητέρα που πιθανότατα, μετά την ανακούφιση της ανεύρεσης του παιδιού της, θα είχε σφοδρή επιθυμία να το κατσαδιάσει, αλλά που δεν το έκανε καθώς τα ματάκια του άστραφταν από περηφάνια όταν βγαίνοντας από το κοτέτσι αναφώνησε: «Τώρα ξέρω πώς οι κότες γεννούν τα αβγά τους!».
Η αγάπη της Τζέιν για τα ζώα την έκανε να αναζητεί σχετικά βιβλία στις δανειστικές βιβλιοθήκες και στα καταστήματα που ειδικεύονταν στην πώληση μεταχειρισμένων βιβλίων. Ετσι, σε ηλικία 10 ετών διάβασε το μυθιστόρημα του Εντγκαρ Ράις Μπάροουζ «Tarzan of the apes». Και καθώς όπως όλοι ξέρουμε, η αγαπημένη του Ταρζάν ονομάζεται Τζέιν, η νεαρή μαθήτρια ταυτίστηκε μαζί της και αποφάσισε πως αυτό που θα ήθελε να κάνει στη ζωή της ήταν να πάει στην Αφρική, να ζήσει με τα ζώα και να γράφει βιβλία γι’ αυτά.


Ενα κορίτσι ονειρεύεται
Το όνειρο αυτό μοιραζόταν με τους δασκάλους της η Τζέιν Γκούντολ και έπαιρνε πάντοτε την ίδια απάντηση: «Τα κορίτσια δεν πάνε στην Αφρική να ζήσουν με τα ζώα! Πρέπει να ονειρεύεσαι κάτι που είναι εφικτό». Ευτυχώς, για άλλη μια φορά η μητέρα συντασσόταν με το όνειρο της κόρης: «Αν πραγματικά θέλεις να πας στην Αφρική θα πρέπει να δημιουργήσεις μόνη σου τις ευκαιρίες. Μην τα παρατάς και μην αφήσεις ποτέ κανέναν να σου πει ότι δεν μπορείς να κάνεις αυτό που θέλεις!».
Καλά όλα αυτά, αλλά καθώς τα χρήματα της οικογένειας δεν έφθαναν για τη φοίτηση στο πανεπιστήμιο, η Τζέιν εκπαιδεύτηκε για γραμματέας και άρχισε να εργάζεται. Τότε ήρθε η πολυπόθητη πρόσκληση: μια πρώην συμμαθήτρια της Τζέιν, η οποία είχε μετακομίσει με τους γονείς της στην Αφρική, την προσκάλεσε σε επίσκεψη. Τότε η Τζέιν βρήκε ακόμη μια δουλειά. Αρχισε να εργάζεται και ως σερβιτόρα και να αποταμιεύει όλα τα χρήματα που έβγαζε. Μετά από τρία χρόνια, σε ηλικία 23 ετών, μπόρεσε να αφήσει το κρύο και γκρίζο Λονδίνο και να προσγειωθεί στη ζεστή και φωτεινή Κένυα. Το πρώτο πράγμα που της έκανε εντύπωση στο αεροδρόμιο ήταν οι επιγραφές που σημείωναν «whites only» (μόνο λευκοί). Χρειάστηκε να πάρει το τρένο για το Ναϊρόμπι και στη συνέχεια να φθάσει με αυτοκίνητο στη φάρμα της φίλης της. Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού με το αυτοκίνητο μια ομάδα από καμηλοπαρδάλεις έγειραν τους μακριούς λαιμούς τους για να περιεργαστούν τις βαλίτσες της. Και αυτή ακριβώς τη στιγμή, η νεαρή Τζέιν συνειδητοποίησε ότι είχε επιτέλους φθάσει στην Αφρική των ονείρων της!
Φυσικά δεν θα μπορούσε να εξαντλήσει τη γενναιοδωρία των οικοδεσποτών της. Ετσι, άρχισε και πάλι να αναζητεί εργασία καθώς επιθυμούσε διακαώς να παραμείνει στην ονειρεμένη Αφρική. Για καλή της τύχη ο Λούις Λίκι (Louis Leakey), ο παλαιοανθρωπολόγος και αρχαιολόγος ο οποίος μαζί με τη σύζυγό του υπήρξαν πρωτοπόροι στην τεκμηρίωση της υπόθεσης ότι η εξέλιξη του ανθρωπίνου είδους ξεκίνησε από την Αφρική, αναζητούσε γραμματέα. Οι γνώσεις που είχε αποκτήσει η Γκούντολ μελετώντας τα πάντα για την Αφρική τη βοήθησαν να αντεπεξέλθει στη δοκιμασία της συνέντευξης με τον απαιτητικό Λίκι. Οι ευφυείς απαντήσεις της τον εντυπωσίασαν και έτσι η Τζέιν βρέθηκε να εργάζεται στο πλευρό του.


Βόλτα με το λιοντάρι
Μη φανταστείτε μια εύκολη δουλειά γραφείου. Ο Λίκι έκανε ανασκαφές και η Γκούντολ έπρεπε να μετακινείται μαζί με όλη την ομάδα του και να μένει σε σκηνές. Κατά τη διάρκεια ενός τέτοιου ταξιδιού, μετά το τέλος μιας κουραστικής ημέρας, η Τζέιν με μια ακόμη κοπέλα αποφάσισαν να κάνουν μια βόλτα ως την ώρα του βραδινού φαγητού. Στη διαδρομή τους συνάντησαν ρινόκερους και καμηλοπαρδάλεις, αλλά και ένα νεαρό αρσενικό λιοντάρι το οποίο έδειξε μεγάλη περιέργεια για την περίπτωσή τους και τους ακολουθούσε διακριτικά σε όλη τη βόλτα τους. Οταν ο Λίκι είδε το λιοντάρι να «συνοδεύει» τις κυρίες από απόσταση, ώσπου έφθασαν στον καταυλισμό, κατάλαβε ότι η Τζέιν Γκούντολ ήταν το καταλληλότερο άτομο για μια δύσκολη αποστολή που είχε κατά νου. Οι συγκριτικές μελέτες των απολιθωμάτων έκαναν τον Λίκι να πιστεύει ότι οι χιμπαντζήδες είχαν πολλές ομοιότητες με τον κοινό πρόγονο των ανθρώπων και των υπόλοιπων πρωτευόντων θηλαστικών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η ανατομία του εγκεφάλου, όπως καταδεικνυόταν από τη μελέτη των κρανίων. Ωστόσο, τα απολιθώματα μπορούν να δώσουν έναν περιορισμένο όγκο πληροφοριών. Και επειδή η συμπεριφορά ελέγχεται μεν από τον εγκέφαλο αλλά δεν απολιθώνεται, ο Λίκι αναζητούσε ένα άτομο ικανό να μπορέσει να ζήσει με τους χιμπαντζήδες και να παρατηρήσει τη συμπεριφορά τους.
Ο Λίκι χρειάστηκε έναν χρόνο για να βρει χρηματοδότηση, αλλά και πάλι τα προβλήματα δεν λύθηκαν. Βλέπετε, οι Αρχές δεν έδιναν άδεια σε μια ασυνόδευτη νέα γυναίκα να πάει να μείνει μόνη της στο δάσος. Ετσι, επιστρατεύθηκε η πάντα γεμάτη κατανόηση μητέρα της Τζέιν Γκούντολ η οποία πέρασε μαζί της τους τέσσερις από τους έξι μήνες που προβλεπόταν από το πρόγραμμα. Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στον καταυλισμό, η μητέρα της Τζέιν βοήθησε τους ντόπιους να στήσουν μια πρόχειρη κλινική καθώς είχε φέρει μαζί της ορισμένα φάρμακα. Ετσι οι ντόπιοι άρχισαν να την αποκαλούν λευκή, μάγισσα-γιατρό! Οσο για την ίδια την Τζέιν, αυτή με μόνο «όπλο» ένα ζευγάρι κιάλια, άρχισε την προσπάθειά της να ενταχθεί στην κοινωνία των χιμπαντζήδων. Αρχικά τους παρατηρούσε από μακριά και όταν εκείνοι συνήθιζαν βαθμηδόν την παρουσία της πλησίαζε όλο και περισσότερο. Γρήγορα συνειδητοποίησε ότι επρόκειτο για μια συντηρητική κοινωνία, όπου πληθυσμοί συγγενών δημιουργούν ομάδες που κινούνται σε καθορισμένο γεωγραφικά χώρο. Σε αυτές τις ομάδες, ο ρόλος της μητέρας είναι καθοριστικός για το πέρασμα της γνώσης από τη μια γενιά στην άλλη. Τι διδάσκει μια μητέρα χιμπαντζής στο παιδί της; Μα, τα πάντα! Από το να σκαρφαλώνει στα δένδρα και να διαλέγει καρπούς μέχρι να «ψαρεύει» τερμίτες, έναν μεζέ που οι χιμπαντζήδες θεωρούν εκλεκτό και τον αναζητούν μετά μανίας.


Τα εργαλεία του χιμπαντζή!
Καθώς η Γκούντολ παρατηρούσε τους χιμπαντζήδες που είχαν εντοπίσει μια φωλιά τερμιτών έκανε την ανατρεπτικότερη ανακάλυψή της: διαπίστωσε ότι αυτοί έκοβαν κλαράκια από τα δένδρα, απομάκρυναν τα φύλλα τους και τα έβαζαν στην είσοδο της φωλιάς των τερμιτών. Οταν οι τερμίτες ανέβαιναν πάνω στα κλαράκια, τα απέσυραν από τη φωλιά και έτρωγαν το μεζεδάκι τους. Με άλλα λόγια, διαπίστωσε ότι οι χιμπαντζήδες ήταν ικανοί να δημιουργούν εργαλεία! Γιατί πώς αλλιώς μπορεί να περιγραφεί το κλαράκι που του αφαιρούν τα φύλλα για να χωρέσει στη μικρή είσοδο της φωλιάς των τερμιτών και να χρησιμοποιηθεί ως όχημα μεταφοράς τους, αν όχι ως εργαλείο;
Οταν η Γκούντολ επέστρεψε με τον Λίκι στην Ευρώπη για να ανακοινώσει τα αποτελέσματα των παρατηρήσεών της, δεν ήταν όλοι έτοιμοι να τα αποδεχθούν. Βλέπετε, ως εκείνη τη στιγμή το μόνο είδος στο οποίο αποδιδόταν η ικανότητα δημιουργίας εργαλείων ήταν ο άνθρωπος και μάλιστα η ικανότητα αυτή χρησιμοποιούνταν για να τον ξεχωρίσει από τα άλλα είδη. Η άμεση συνέπεια των παρατηρήσεων της Γκούντολ ήταν σαφής: θα έπρεπε να αποδεχθούμε και τους χιμπαντζήδες στο κλαμπ των εργαλειοκατασκευαστών (αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι από τότε ως σήμερα και άλλα ζώα έχουν μπει σε αυτό το κλαμπ) και να αλλάξουμε τον ορισμό του Homo sapiens!
Βαθμηδόν βεβαίως όλοι πείστηκαν για τις παρατηρήσεις της Γκούντολ χάρη και στα ντοκιμαντέρ του «National Geographic» το οποίο έστειλε τον ολλανδό Hugo van Lawick να κινηματογραφήσει την Γκούντολ εν δράσει. (Ο Hugo van Lawick και η Γκούντολ ερωτεύθηκαν, παντρεύτηκαν και απέκτησαν έναν γιο). Ταυτόχρονα η Γκούντολ έγινε δεκτή από το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ να κάνει τη διδακτορική διατριβή της στην ηθολογία, χωρίς ποτέ να της ζητηθεί να κάνει προπτυχιακές σπουδές! Και πάλι η Γκούντολ είχε να αντιμετωπίσει το κατεστημένο: κάποιοι καθηγητές της με μεγάλη προθυμία τής επισήμαναν τις επιστημονικές της «αμαρτίες». Δεν θα έπρεπε να δίνει ονόματα στα ζώα που παρακολουθούσε αλλά αριθμούς. Και επίσης, τα ζώα δεν έχουν συναισθήματα, δεν έχουν διαφορετικές προσωπικότητες! Ολα αυτά βεβαίως δεν κλόνισαν καθόλου την Γκούντολ που χάρη στον αγαπημένο της σκύλο ήξερε πολύ καλά πως δεν ήταν αλήθεια.


Χιμπαντζής με όνομα!
Οσο για τα ονόματα των χιμπαντζήδων, μα αυτά ήταν το φυσικό επακόλουθο της παρατήρησης των οικογενειών τους. Οπως χαρακτηριστικά σημείωσε κατά τη διάρκεια της εξομολόγησής της η μεγάλη αυτή κυρία της άγριας ζωής, μετά από 56 χρόνια παρατηρήσεων ακόμη μαθαίνει. Χάρη στις παρατηρήσεις της γνωρίζουμε σήμερα ότι οι χιμπαντζήδες δημιουργούν σύνθετες κοινωνικές δομές στις οποίες τα αρσενικά μέλη κατέχουν προστατευτικό ρόλο. Ο ρόλος των θηλυκών, τα οποία είναι σεξουαλικά δεκτικά σε όλα τα αρσενικά, είναι όμως αυτός που καθορίζει τις ομάδες που αποτελούνται από συγγενικά μέλη. Τα μωρά έχουν μια μακρά περίοδο εξάρτησης από τη μητέρα καθώς διαβιούν κυριολεκτικά γαντζωμένα πάνω της. Ο θηλασμός κρατά ως το τρίτο έτος της ηλικίας τους, οπότε και αρχίζουν να τρέφονται με στερεές τροφές, ενώ συνεχίζουν να ζουν με τη μητέρα τους έως το πέμπτο έτος της ηλικίας τους. Οπως και στους ανθρώπους, τα νεαρά άτομα μαθαίνουν παρατηρώντας τη συμπεριφορά των ενηλίκων. Επίσης, υπάρχουν μεταξύ των χιμπαντζήδων καλές και κακές μητέρες, όπως υπάρχουν και μεταξύ των ανθρώπων. Και φυσικά, και στις δύο περιπτώσεις τα παιδιά μιας καλής μητέρας έχουν καλύτερη εξέλιξη στη ζωή.
Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, οι χιμπαντζήδες είναι φιλικοί και εκφράζουν την συμπάθειά τους με αγκαλιές και φιλιά. Διαθέτουν όμως και μια βίαιη πλευρά η οποία εκδηλώνεται εντονότερα όταν καβγαδίζουν με αντίπαλες ομάδες (κυρίως για την κατάκτηση ευρύτερων εδαφικών και κατ’ επέκταση τροφικών δικαιωμάτων). Ωστόσο, αυτό που πραγματικά κυριαρχεί είναι ο αλτρουισμός ως προς την ομάδα. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι όταν μια μητέρα πεθαίνει, το νεαρό παιδί της υιοθετείται από άλλα μέλη της ομάδας. Ακόμη και αρσενικά μέλη υιοθετούν τα απροστάτευτα μικρά αδέλφια τους.
Ερευνήτρια και ακτιβίστρια
Αυτά τα θαυμαστά τεκταινόμενα στον κόσμο των χιμπαντζήδων είναι ικανά να μας κρατούν μπροστά την οθόνη της τηλεόρασης για ώρες. Πώς μπόρεσε λοιπόν η Τζέιν Γκούντολ να αφήσει τα λατρεμένα αυτά ζώα και να περνά 300 ημέρες το χρόνο ταξιδεύοντας; Πριν από 30 χρόνια κλήθηκε να δώσει μια διάλεξη σε ένα περιβαλλοντολογικό συνέδριο. Οπως εξομολογήθηκε στο κοινό του Μεγάρου, μπήκε σε αυτό το συνέδριο επιστήμονας και βγήκε ακτιβίστρια! Ισως επειδή είχε όλα τα εφόδια που χρειαζόταν για να αντιληφθεί ότι η κλιματική αλλαγή, η καταστροφή των δασών, οι καθημερινές μας συνήθειες οδηγούν τον πλανήτη μας στον όλεθρο. Και αποφάσισε να δράσει. Η σοφία της δράσης της όμως έγκειται στη θεώρηση του ανθρώπου ως αναπόσπαστο μέρος του περιβάλλοντος. Δεν μπορεί να σώσει κανείς τους χιμπαντζήδες όταν υποφέρουν και πεινούν οι άνθρωποι. Ετσι, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να εντάξει τους τοπικούς πληθυσμούς στα προγράμματα μελέτης των χιμπαντζήδων, γεγονός το οποίο αφενός τους απέφερε ένα μικρό εισόδημα και αφετέρου τους έδωσε την υπερηφάνεια της εργασίας.
Μέσα από την εμπειρία της γεννήθηκε και το πρόγραμμα «Roots and Shoots», το οποίο εξαπλώνεται παγκοσμίως. Τα παιδιά που συμμετέχουν σε αυτό σχεδιάζουν και υλοποιούν σε τοπικό επίπεδο δράσεις οι οποίες στοχεύουν στο να βελτιώσουν τις δικές τους συνθήκες διαβίωσης. Να πραγματοποιήσουν τα δικά τους όνειρα. Και είναι ακριβώς η εργασία της με τα παιδιά που κάνει την Γκούντολ αισιόδοξη για το μέλλον. Οσο για εμάς τους ενηλίκους, μας καλεί να θυμόμαστε ότι η Γη δεν μας ανήκει. Την έχουμε δανειστεί από τα παιδιά μας και δεν πρέπει να τους την κλέψουμε…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ