Εν όψει των αμερικανικών προεδρικών εκλογών της 8ης Νοεμβρίου και μιας σειράς εκλογικών αναμετρήσεων και λοιπών πολιτικών αποφάσεων που θα δρομολογηθούν σύντομα ανά την Ευρώπη, τώρα είναι μια καλή στιγμή για να διερωτηθούμε εάν η παγκόσμια οικονομία είναι αρκετά ισχυρή ώστε να αντέξει ακόμη ένα αρνητικό σοκ. Η απάντηση, δυστυχώς, είναι ότι η ανάπτυξη και η απασχόληση ανά τον κόσμο φαίνονται εύθραυστες. Μια αρνητική έκπληξη –όπως η πιθανή εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία –πιθανώς θα προκαλούσε την κατάρρευση του χρηματιστηρίου και θα βύθιζε τον κόσμο στην ύφεση.
Υφίσταται πάντοτε ένας σημαντικός βαθμός διορατικότητας στην εξαμηνιαία έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την παγκόσμια οικονομία, καθώς βασίζεται σε λεπτομερή δεδομένα από όλον τον κόσμο. Και επειδή η τελευταία έκθεση δημοσιεύθηκε στις αρχές του Οκτωβρίου, είναι ιδιαίτερα σημαντική.
Προβλέπεται αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά 3,1% εφέτος και κατά 3,4% το 2017. Αυτό σηματοδοτεί μια πτώση σε σχέση με τις προβλέψεις του Απριλίου, με τα σημάδια εξασθένησης να γίνονται αντιληπτά στις ΗΠΑ, στην ευρωζώνη και, φυσικά, στη Βρετανία, η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με τις συνέπειες του επικείμενου Brexit –του μεγάλου και πιθανώς τραυματικού βήματος για την αποχώρησή της από την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Το πιο εμφανές μαύρο σύννεφο στον παγκόσμιο οικονομικό ορίζοντα είναι η Ευρώπη. Τα βρετανικά θέματα δεν βοηθούν την κατάσταση, αλλά τα βαθύτερα ζητήματα εξακολουθούν να σχετίζονται με την ευρωζώνη αυτή καθαυτή, καθώς η Βρετανία δεν υιοθέτησε ποτέ το ευρώ. Η πορεία της ισπανικής οικονομίας είναι ενθαρρυντική, αλλά η συνεχιζόμενη απαισιοδοξία για την Ιταλία –την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης, η οποία σημειώνει ανάπτυξη μικρότερη του 1% ανά έτος –αποτελεί ένα κρίσιμο ζήτημα.
Αυτά τα μακροοικονομικά ζητήματα επιδεινώνονται από τη συνεχιζόμενη πίεση προς τις τράπεζες της ευρωζώνης. Αυτές οι τράπεζες δεν έχουν ανακάμψει πλήρως από προηγούμενες απώλειες και τα επίπεδα των ιδίων κεφαλαίων τους παραμένουν χαμηλά σε σχέση με τους διεθνείς ανταγωνιστές (όπως οι ΗΠΑ) και με αυτά που οι επενδυτές θεωρούν λογικά.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα παραμένει η αβεβαιότητα σχετικά με το ποιος θα κληθεί να πληρώσει σε περίπτωση που οι απώλειες μιας τράπεζας συνεπάγονται πιθανή χρεοκοπία. Αυτές οι τράπεζες είναι σαφώς πολύ μεγάλες για να αποτύχουν –καμία συνετή ευρωπαϊκή κυβέρνηση δεν θα το επέτρεπε αυτό. Αλλά δεν υπάρχει καμία συμφωνία όσον αφορά τον τρόπο κατανομής των τραπεζικών απωλειών μεταξύ των χωρών. Ως σύνολο, η ευρωζώνη έχει τη δημοσιονομική ικανότητα να στηρίξει τις τράπεζές της. Αλλά, δυστυχώς, για να συμβεί αυτό, η κάθε χώρα πρέπει να αποφανθεί ξεχωριστά. Οι συλλογικοί μηχανισμοί για την ανακεφαλαιοποίηση των ευρωπαϊκών τραπεζών παραμένουν περιορισμένοι και ιδιαίτερα αδύναμοι.
Ο συνδυασμός αυτών των δυσκολιών έχει ως αποτέλεσμα η ανάπτυξη στις μεσαίου εισοδήματος αναδυόμενες αγορές να μην είναι ισχυρή. Η επιβράδυνση της ανάπτυξης στις χώρες αυτές αντικατοπτρίζεται στις χαμηλές προβλεπόμενες εισαγωγές και στις χαμηλότερες αναμενόμενες τιμές βασικών εμπορευμάτων που θα επηρεάσουν αρνητικά τις χώρες που εξάγουν πρώτες ύλες και ενεργειακούς πόρους. Η οικονομία της Νιγηρίας, για παράδειγμα, αναμένεται να συρρικνωθεί κατά 1,7% εφέτος.
Η ανάπτυξη στις ΗΠΑ, σύμφωνα με την έκθεση του ΔΝΤ, ήταν 2,6% το 2015, και προβλέπεται να πέσει στο 1,6% το τρέχον έτος, προτού ανακάμψει ελαφρώς στο 2,2% το 2017. Υπήρξε μια μακρά και σταθερή πορεία ανάκαμψης από την οικονομική κρίση του 2008, αλλά οι συνέπειες αυτής της κατάρρευσης δεν έχουν ξεπεραστεί ακόμη. Ο Τραμπ υπόσχεται άμεσα ανάπτυξη της τάξης του 4%-5%, αλλά αυτό αποτελεί καθαρή φαντασία. Είναι κατά πολύ πιθανότερο οι αντιεμπορικές πολιτικές του να επιφέρουν μια απότομη επιβράδυνση, παρόμοια με εκείνη που βιώνουν οι Βρετανοί.
Στην πραγματικότητα, ο αντίκτυπος μιας νίκης του Ντόναλντ Τραμπ θα μπορούσε κάλλιστα να είναι κατά πολύ χειρότερος. Η κυβέρνηση της βρετανίδας πρωθυπουργού Τερέζα Μέι θέλει να κλείσει τα σύνορα του Ηνωμένου Βασιλείου στους μετανάστες από την ΕΕ, αλλά επιθυμεί τις εμπορικές σχέσεις με τον υπόλοιπο κόσμο. Ο Τραμπ, από την άλλη πλευρά, είναι αποφασισμένος να περιορίσει τις εισαγωγές μέσω μιας σειράς πολιτικών, η εφαρμογή των οποίων εντάσσεται στο πλαίσιο των προεδρικών εξουσιών. Δεν θα χρειαστεί την έγκριση του Κογκρέσου για να τραβήξει το χειρόφρενο για την οικονομία των ΗΠΑ.
Ακόμη και στους καλύτερους καιρούς, οι αμερικανοί πολιτικοί συχνά δεν αναλογίζονται επαρκώς τον αντίκτυπο των πράξεών τους στον υπόλοιπο κόσμο. Η ύφεση την οποία θα επέφεραν οι πολιτικές του Τραμπ όσον αφορά το εμπόριο θα επανέφερε την Ευρώπη σε κατάσταση καλπάζουσας ύφεσης, η οποία πιθανότατα θα προκαλούσε μια σοβαρή τραπεζική κρίση. Αν ο κίνδυνος αυτός δεν περιοριστεί –και οι πιθανότητες μιας ευρωπαϊκής τραπεζικής πανωλεθρίας είναι ήδη ανησυχητικά υψηλές -, ενδέχεται να υπάρξουν περαιτέρω αρνητικές συνέπειες. Σε κάθε περίπτωση, οι επιπτώσεις στις αναδυόμενες αγορές και σε όλες τις χώρες χαμηλού εισοδήματος θα είναι δραματικές.
Σήμερα οι επενδυτές στο χρηματιστήριο δεν θεωρούν πιθανή την επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ. Την ώρα ωστόσο που είναι πάντα δύσκολο να προβλεφθούν οι ακριβείς συνέπειες κακών πολιτικών, εάν οι επενδυτές κάνουν λάθος και ο Τραμπ κερδίσει, θα πρέπει να αναμένουμε μια σημαντική πτώση στα προβλεπόμενα μελλοντικά κέρδη για ένα ευρύ φάσμα μετοχών –και μια πιθανή κατάρρευση στην ευρύτερη αγορά.
Ο κ. Σάιμον Τζόνσον είναι πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (IMF) και πανεπιστημιακός. Διδάσκει Επιχειρηματικότητα στη Sloan School of Management του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ) στις ΗΠΑ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ