Την προηγούµενη Κυριακή, στη μία τα ξημερώματα, ώρα Νέας Υόρκης, μια στρατηγικά επιλεγμένη ώρα για να μαριναριστεί πρώτα το θέμα από το Τwitter, έπειτα να σιγοψηθεί στο Facebook και τέλος, την ώρα που ο κόσμος ξυπνά, να είναι ήδη σε κατάσταση παγκόσμιας διανομής, το «New York Review of Books» αποκάλυψε ένα καλά κρυμμένο λογοτεχνικό μυστικό: Η Ελενα Φεράντε είναι η Ανίτα Ράγια.
Ποια ακριβώς; Σε μια εποχή που ο κόσμος διαβάζει περισσότερο από ποτέ, αλλά όχι ακριβώς λογοτεχνία, η είδηση για το καλά κρυμμένο μυστικό της τέχνης πήρε αναπάντεχες viral διαστάσεις. Η συγγραφέας με το ψευδώνυμο Φεράντε που το 1991, όταν εξέδωσε το πρώτο βιβλίο της, είχε γράψει στον εκδότη της πως «τα βιβλία δεν έχουν ανάγκη από τους συγγραφείς τους. Αν έχουν κάτι να πουν, σε κάποια φάση, νωρίτερα ή αργότερα, θα βρουν αναγνώστες», η Ιταλίδα που έγινε παγκόσμιο εκδοτικό φαινόμενο αποκαλύφθηκε. Χρειάστηκε να γίνει ένα ενδελεχές και υποδειγματικό ρεπορτάζ από τον ερευνητή δημοσιογράφο Κλαούντιο Γκάτι, ο οποίος έκανε πράξη την αμερικανική ρήση τού «follow the money» –αναζητώντας τα ετήσια έσοδα σχεδόν 7 εκατομμυρίων ευρώ που με το ταλέντο της κέρδιζε η συγγραφέας-φάντασμα, ανακάλυψε πως η 64χρονη μεταφράστρια (όχι και το πιο ακριβοπληρωμένο επάγγελμα στον κόσμο) Ανίτα Ράγια, σύζυγος του επίσης συγγραφέα Ντομένικο Σταρνόνε, τα τελευταία χρόνια έχει αγοράσει ένα σπίτι 7 δωματίων στη Ρώμη και άλλο ένα στην Τοσκάνη. Το δημοσίευσε και έπειτα το Ιnternet εξερράγη.

Την ώρα που θριάµβευσε η έρευνα, ξύπνησε η ηθικολογία. Λυρικά κείμενα, αναθέματα στην τεχνολογία, αγανακτισμένες αντιδράσεις, πολιτική ορθότητα, ακόμη και καταγγελίες για σεξισμό, κατευθύνθηκαν προς τον Κλαούντιο Γκάτι που χάλασε το λογοτεχνικό μυστήριο (το οποίο η ίδια η Φεράντε χρησιμοποιούσε είτε σαν αγοραφοβική επιλογή είτε σαν έξυπνο όχημα marketing). Ο Γκάτι απάντησε πως «μακάρι να είχα τέτοιες αντιδράσεις και για άλλες αποκαλύψεις μου, όπως τη βιομηχανία δισεκατομμυρίων του εμπορίου ανθρώπων από την Αφρική, τον ρόλο ενός πράκτορα της CIA για τον εξοπλισμό των Ισλαμιστών και άλλα» και η ζωή συνεχίστηκε.
Η ιστορία είναι μια λογοτεχνική σάγκα, που έχει αναλυθεί με κάθε δυνατό τρόπο και πιθανότατα θα κάνει καλό στις ήδη θηριώδεις πωλήσεις της αξιόλογης Φεράντε η οποία γράφει πολύ καλύτερα από τα σχεδόν κιτς εξώφυλλα που επιβάλλει η ίδια στα βιβλία της. Το ερώτημα που πλανιέται είναι «πόσο ηθικό είναι να αποκαλύπτεται το πρόσωπο ενός καλλιτέχνη που επιμένει να μείνει κρυφό». Και η απάντηση είναι πως η ηθική δεν έχει ιδιαίτερη σχέση όταν αυτό το πρόσωπο είναι δημόσιο –έστω και μέσω ενός ψευδωνύμου -, όταν συμμετέχει σε μια ευγενή μεν, βιομηχανία δε, με τζίρο εκατομμυρίων ευρώ, ειδικά το 2016, την εποχή που το να εξαφανιστείς είναι σχεδόν αδύνατο από τους αλγόριθμους της τεχνολογίας.

Το επόµενο ερώτηµα είναι τι θα γινόταν αν αυτό συνέβαινε στα μέρη μας. Αν ένας ερευνητής δημοσιογράφος, για παράδειγμα, αποκάλυπτε ποιος ήταν ο πιο διάσημος ψευδώνυμος καλλιτέχνης στην Ελλάδα, ο Αρκάς. Πόση υποκρισία, πόση ανούσια κουβέντα για την ηθικολογία, πόση απομυθοποίηση, πόση αναπόφευκτη πολιτική σπέκουλα θα ακολουθούσε.
Ειδικά στην περίπτωση του Αρκά, ο οποίος την προηγούμενη εβδομάδα αποσύρθηκε από το όχι και τόσο καλοκάγαθο ελληνικό Internet, για πολιτικούς λόγους, τα πράγματα θα ήταν ζόρικα. Το απέδειξε η κριτική ενός αποδεδειγμένα έξυπνου ανθρώπου στην κυβέρνηση (η οποία δεν δέχεται να κριθεί σε όλο και πιο ανησυχητικό βαθμό), κριτική που θεωρήθηκε «προδοσία», συντηρητική στροφή, ρατσισμός και όχι αυτό που ήταν: επίθεση λογικής με όχημα τον σαρκασμό.
Σε τελική ανάλυση, οι άνθρωποι δεν θέλουν να βλέπουν από κοντά τα ινδάλματά τους. Και αν νομίζουν πως θέλουν, το κάνουν για να τους απομυθοποιήσουν, να δουν τις ρυτίδες, τα σφραγίσματα και τις λειψές τρίχες τους. Στην περίπτωσή μας, όπως απέδειξε η ιστορία του Αρκά, οι άνθρωποι δεν θέλουν καν να ενοχλούνται με άβολες αλήθειες από ανώνυμους καλλιτέχνες που έχουν το θάρρος να μην τους κολακεύουν. Γιατί μετά, έχουν να σπάσουν μόνο τον καθρέφτη τους.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ