«Ολες οι ευτυχισµένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους. Κάθε δυστυχισμένη οικογένεια, όμως, είναι δυστυχισμένη με τον δικό της τρόπο».
Ας παραδεχθούμε πως ως χώρα δεν είμαστε μια ιδιαίτερα ευτυχισμένη οικογένεια. Και τους «ψόφους» μας ρίχνουμε ο ένας στον άλλον και τον κοινωνικό αυτοματισμό («Αν εγώ δεν πληρώνομαι, να μη ζήσει κανείς σε αυτόν τον ντουνιά») έχουμε τελειοποιήσει και ανθρώπους, όπως αυτούς τους εκφραστές της στρεβλής στοργής τού να ζήσει το παιδί μου και να πεθάνουν όλα τα άλλα, όπως τους γονείς από το Ωραιόκαστρο, έχουμε.
Φανταστείτε, λοιπόν, σε αυτή την οικογένεια να έχουμε έναν γονιό, έναν προστάτη. Αυτός ο γονιός δεν τα πάει καλά στα οικονομικά του, σε αυτό μπορούμε να συμφωνήσουμε όλοι. Προτού ξεκινήσει την καριέρα του ως πατέρας, είχε καλές προθέσεις –όπως όλοι οι αφελείς. Βιαζόταν πολύ, τόσο που χαρακτήριζε αλήτη, προδότη και δωσίλογο όποιον του επισήμαινε τις δυσκολίες, όποιον του εξηγούσε πως τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά, σε όποιον του παρέθετε τα νούμερα. Σε κάθε νούμερο είχε ένα συναίσθημα, σε κάθε πρόβλημα ξεφούρνιζε μια πολύχρωμη, τζούφια επίκληση στην ελπίδα.
Και μετά, ήρθε η ζωή. Ο γονιός ούτε στις υποσχέσεις τα κατάφερε ούτε ψωμί έφερε στο σπίτι· σύντομα η χαρά της οικογένειας έγινε βάρος. Μέσα στο σπίτι, η φτώχεια έφερε γκρίνια: Τα παιδιά του μάλωναν διαρκώς, στριμωγμένα μέσα στη στενή τους φτώχεια. Ο γονιός, απελπισμένος και στη βαθιά σαιξπηρική θλίψη του να υπηρετεί και να υπερασπίζεται όλα όσα πολεμούσε, αποφάσισε πως αυτή ήταν η λύση. Πως έτσι θα φανεί αόρατος: με αντιπερισπασμό. Ισως να μην το αποφάσισε, ίσως να είναι το μόνο που ήξερε: η στρεψοδικία, το μίσος, η τελευταία λύση των απελπισμένων.
Μεθοδικά, συστηµατικά και µε σπάνιο ταλέντο έβαζε λόγια, πότε στο ένα παιδί, πότε στο άλλο: Κάποιος του είχε πει πως μόνο έτσι θα αντέξει, μόνο έτσι θα κρυφτεί η γύμνια του τραπεζιού. Το μίσος μπορεί να μη θρέφει, αλλά κάνει την ώρα να περνάει, όσο ο υπαίτιος τη γλιτώνει. Μεγάλη αναταραχή, υπέροχη κατάσταση. Ισχύει –αλλά για λίγο.
Υπάρχει πάντα κάτι μπανάλ στον τρόπο με τον οποίο ασκείται η εξουσία. Κάτι απωθητικό στον τρόπο με τον οποίο άνθρωποι τυφλώνονται, παπαγαλίζουν, αγνοούν την πραγματικότητα γιατί δεν τους συμφέρει. Στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ το σημείο καύσης ήρθε πιο γρήγορα από τον μέσο όρο, ίσως λόγω του μεγάλου ιδεολογικού της κενού, της μετατροπής της από αυτόκλητο αναμορφωτή της Ευρώπης σε διαχειριστή μιας χώρας χωρίς δυνατότητα άσκησης πολιτικής.
Μόνο που όσο μπανάλ και να είναι ο κυνισμός της εξουσίας υπόκειται σε ορισμένους κανόνες. Κανόνες ελέγχου, δημοσιογραφικούς, συνταγματικούς, θεσμικούς. Η διαφορά αυτής της κυβέρνησης είναι πως νιώθει ότι έχει πάντα δίκιο –κάτι ανθρωπίνως αδύνατον. Πως έχει βάλει τον εαυτό της στο απυρόβλητο.
Μια παρέα ανθρώπων ταµπουρωµένη στο περικυκλωμένο από κλούβες Μέγαρο Μαξίμου πυροβολεί καθετί που την κριτικάρει. Χρησιμοποιεί τη σφραγίδα της Ελληνικής Δημοκρατίας για να κάνει υποδείξεις στα ιδιωτικά κανάλια. Ρίχνει στην αρένα τούς πιο θρασείς κρητικούς μάγκες της για να κάνουν character assassination σε οτιδήποτε ενοχλεί. Αποκλείει εφημερίδες που την ενοχλούν από τις συνεντεύξεις. Και σε κάθε λάθος της έχει μια έτοιμη δικαιολογία: «Ναι, αλλά οι άλλοι…». Αν ήμασταν πράγματι οικογένεια, θα έπρεπε να έχει επέμβει η πρόνοια.
Το πρόβλημα είναι πως μοιάζουν τόσο σίγουροι για την ιδεολογική τους καθαρότητα, για τα κατορθώματά τους, που δεν μπορούν να σκεφτούν πώς εξελίσσονται καθώς μιλάνε για τη γενναιότητά τους, τη δικαιοσύνη τους, την υπέροχη φύση τους. Και σίγουρα δεν έχουν χρόνο να σκεφτούν πως ο Λέων Τολστόι, εκτός από την υπέροχη φράση με την οποία ξενικά η Αννα Καρένινα, έχει πει και κάτι άλλο: «Για τη γενναιότητα περισσότερο απ’ όλους μιλάει ο δειλός, ενώ για την ευγένεια ο αγενής».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ