Κουβεντιάζοντας με τη Ζυράννα Ζατέλη μετά τη δημοσιογραφική προβολή της τελευταίας ταινίας του Γούντι Αλεν «Café Society», η γνωστή συγγραφέας, που δηλώνει «τυφλή» θαυμάστρια των ταινιών του αμερικανού δημιουργού, έκανε την εξής παρατήρηση: «Είναι τόσο όμορφο να έχουμε ετήσιο ραντεβού με τον Γούντι Αλεν». Και έχει απόλυτο δίκιο.

Μιλώντας με αυστηρά καλλιτεχνικούς όρους, στον περίπου μισό αιώνα που ασχολείται με τον κινηματογράφο, γράφοντας, παίζοντας και βεβαίως σκηνοθετώντας, ο Γούντι Αλεν δεν έχει προδώσει ποτέ το κοινό του, ενώ από το 1977 σκηνοθετεί –όπως είχε πει ότι θα κάνει –τουλάχιστον μία ταινία τον χρόνο· μερικές φορές και δύο. Είναι το ετήσιο δώρο του σε όσους αγαπούν και θαυμάζουν τη φιλοσοφία του, το χιούμορ του, τον ίδιο! Εξάλλου η προσμονή στην οποία αναφερόταν η Ζ. Ζατέλη για κάθε νέα ταινία του Γούντι Αλεν συνοδεύεται πάντα από μια γλυκιά περιέργεια, ακόμη και αν –κακά τα ψέματα –υποψιαζόμαστε ότι θα δούμε και πάλι πράγματα που έχει πει αρκετές φορές στο παρελθόν, αν και με τόσο διαφορετικούς τρόπους. Για όσους αγαπούν πραγματικά το σινεμά του Γούντι Αλεν το ραντεβού με μια νέα ταινία του είναι ένα super must που δεν πρόκειται με τίποτε στον κόσμο να χάσουν.

Το «Café Society» είναι 100% Γούντι Αλεν. Εχει ρομάντζο, έχει χιούμορ, έχει νοσταλγία, έχει κινηματογραφοφιλία, έχει τζαζ, έχει Νέα Υόρκη, έχει ακόμη και λαμπερό Χόλιγουντ, παρότι το ηλιόλουστο Λος Αντζελες δεν είναι ακριβώς η αγάπη του Γούντι Αλεν. Oπως συνηθίζει από καιρού εις καιρόν να κάνει, αρκεί να θυμηθούμε ταινίες του όπως «Το πορφυρό ρόδο του Καΐρου», οι «Μέρες ραδιοφώνου», η «Κατάρα του Πράσινου Σκορπιού» ή οι «Συμφωνίες και ασυμφωνίες», ο Αλεν στρέφει και εδώ τη ματιά του προς το μακρινό παρελθόν του 20ού αιώνα το οποίο ανέκαθεν τον γοήτευε και εξακολουθεί να τον γοητεύει. Γιατί το «Café Society» είναι μια ταινία που μιλάει για την αθανασία του αληθινού έρωτα αλλά και μια ταινία που θυμίζει ερωτικό γράμμα του δημιουργού της προς τη χρυσή εποχή της Μέκκας του κινηματογράφου. Στο πρώτο μισό της βρισκόμαστε στο Χόλιγουντ, το Χόλιγουντ που ο Γούντι Αλεν αγάπησε βλέποντας ταινίες, όχι φτιάχοντας.

Αναφορές σε πρόσωπα ξεχασμένα που κάποτε ήταν θρύλοι. Τζίντζερ Ρότζερς και Φρεντ Αστέρ, ένα υπογεγραμμένο γράμμα του Ρούντολφ Βαλεντίνο, η Τζόαν Κρόφορντ και ο Ρόμπερτ Τέιλορ με τις σπιταρόνες τους, ο ανορθόδοξος, σχεδόν ακαταλαβίστικος τρόπος ομιλίας του μοναδικού παραγωγού Σαμ Γκόλντουιν, τα μπούτια που ήταν του γούστου ενός άλλου παραγωγού, του Λούι Μπ. Μέγερ, οι αταξίες του Ερολ Φλιν. Ολα αυτά και άλλα πολλά πετιούνται σαν χαριτωμένες βδέλλες κατά τη διάρκεια της ταινίας και χορταίνουν κάθε σινεφίλ.

Συγχρόνως όμως ο Γούντι Αλεν μιλάει και για έναν «πληκτικό, κακό και αιμοβόρικο κόσμο», όπως αναφέρει τον κόσμο του Χόλιγουντ ο νεαρός Μπόμπι Ντόρφμαν (Τζέσι Αϊζενμπεργκ), ο οποίος έπειτα από ένα πέρασμά του εκεί φεύγει άρον-άρον για τη γενέτειρά του, τη Νέα Υόρκη. Ο ήρωας του Αϊζενμπεργκ είναι φυσικά ένα alter ego του ιδίου του Αλεν, όπως είχε συμβεί με τον Οουεν Γουίλσον στα «Μεσάνυχτα στο Παρίσι» ή τον Τζέισον Μπιγκς στο «Ερωτας και τίποτε άλλο».
Και έτσι μεταφερόμαστε στη Νέα Υόρκη, με την οποία ο Γούντι Αλεν ανέκαθεν είχε πάθος και όσο πιο παλιά τα χρόνια τόσο το καλύτερο. Η περίοδος του «Café Society» τον ενθουσίαζε ανέκαθεν και έχουμε κάθε λόγο να τον πιστεύουμε. Μιλάμε για τη δεκαετία του 1930 και την εποχή που η ποτοαπαγόρευση γινόταν οριστικό παρελθόν στην αμερικανική κοινωνία. Η νέα τάξη πραγμάτων σήμανε τη δημιουργία νέων καφέ, νέων εστιατορίων, νέων στεκιών και ειδικότερα στη Νέα Υόρκη, που είναι η πρωτεύουσα της τέχνης στη Βόρεια Αμερική, αυτό είχε τεράστια σημασία. Συγγραφείς, ποιητές, αστέρες του σινεμά, κοσμοπολίτες και αριστοκράτες συνέρρεαν σε καθημερινή βάση στα μικρά τζαζ καφέ του Γκρίνουιτς Βίλατζ. Ορισμένα κλαμπ όπως το «Ελ Μαρόκο» απέκτησαν θρυλικές διαστάσεις και κάπως έτσι ο όρο «café society» δημιουργήθηκε. «Το Χόλιγουντ είχε τους σταρ του σινεμά ενώ η Νέα Υόρκη είχε πιο σοφιστικέ νυχτερινή ζωή» όπως χαρακτηριστικά είπε ο Γούντι Αλεν. Το Χόλιγουντ, όμως, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε, δεν είναι ακριβώς ο Παράδεισος. Αντιθέτως, είναι «ένας πληκτικός, κακός και αιμοβόρος κόσμος», όπως ακούμε στην ταινία διά στόματος Μπόμπι Ντόρφμαν. Στο περασμένο Φεστιβάλ Καννών, όπου το «Café Society» έκανε την παγκόσμια πρώτη του, ο Γούντι Αλεν, που βέβαια έγραψε την παραπάνω ατάκα, υποστήριξε αυτή την άποψη λέγοντας ότι «αρκεί να διαβάσει κανείς ορισμένα διηγήματα του Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ με ήρωα τον Πατ Χόμπι και θα δει την απαίσια πλευρά της Μέκκας του κινηματογράφου».
Ισως αυτός να είναι ο λόγος που ο Γούντι Αλεν προτιμά την άλλη πλευρά του Χόλιγουντ, την (έστω πλασματικά) μαγική. Η ταινία του είναι πνιγμένη στο ρομάντζο και η εξωτερική ομορφιά της φωτογραφίας του Βιτόριο Στοράρο (στον οποίο αξίζει ένα ακόμη Οσκαρ) συμβάλλει τα μέγιστα στην εσωτερική ομορφιά της. Αυτοσαρκαζόμενος ο Γούντι Αλεν δηλώνει ρομαντικός και λέει: «Πάντα έβλεπα τον εαυτό μου ως έναν ρομαντικό, όχι όμως με το στυλ του Κλαρκ Γκέιμπλ ή του Γκάρι Κούπερ. Είμαι μάλλον ένας ρομαντικός ανόητος!». Μια υπόνοια ίσως σχετική με κάποιες γυναίκες της ζωής του που πολύ πιθανόν να μην τον σκέφτονται ακριβώς έτσι (βλέπε Μία Φάροου για παράδειγμα).
Στην πιο σοφή ατάκα της ταινίας ακούμε τον ίδιο τον Γούντι Αλεν, που είναι ο αφηγητής της ιστορίας χωρίς ωστόσο να παίζει: «Η ζωή έχει τη δική της ατζέντα». Είναι σαν να ακυρώνει καθετί που έχει σχέση με τα σχέδια και τα προγράμματα. Ο ίδιος μάλιστα αποκαλεί τη ζωή «τεράστιο μωσαϊκό», από το οποίο όμως δεν μπορείς παρά να δεις μόνο λίγες πέτρες τη φορά. Ολόκληρη η εικόνα δεν μπορεί παρά να σου διαφύγει. «Είσαι υπεύθυνος για τις αποφάσεις που παίρνεις αλλά δεν τις παίρνεις έχοντας όλες τις πληροφορίες που μπορούν να τις επηρεάσουν. Πάντα αναρωτιέσαι τι θα είχε συμβεί αν είχες πάρει διαφορετική απόφαση –ή αν οι αποφάσεις που πήρες ήταν οι σωστές». Οσο για τη φωνή της αφήγησης, το έκανε γιατί ήξερε ακριβώς πώς ήθελε να ακουστούν οι λέξεις. Κάτι σαν να διάβαζε από το δικό του βιβλίο, όπως το έθεσε ο ίδιος…
Πέντε ταινίες του Γούντι Αλεν που επιστρέφουν στην αμερικανική ζωή των δεκαετιών 1920, 1930 και 1940

«Το πορφυρό ρόδο του Καΐρου»
(The purple rose of Cairo, 1989)

Μέσα σε μια κινηματογραφική αίθουσα στη Νέα Υόρκη την εποχή του οικονομικού κραχ, ο Τζεφ Ντάνιελς «βγαίνει» από τη μεγάλη οθόνη και… ακολουθεί μια θεατή που τον λατρεύει, τη Μία Φάροου. Σουρεαλιστικό, ευρηματικό και άκρως συγκινητικό «παιχνίδι» ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψέμα, την πραγματικότητα και τη φαντασία. Αλλά και μια αληθινή επιστολή αγάπης του Γούντι Αλεν προς το ίδιο το μέσον που δεν έπαψε ποτέ να υπηρετεί πιστά: τον κινηματογράφο.

«Μέρες ραδιοφώνου»

(Radio days, 1987)
Αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια του Γούντι Αλεν με φόντο το Μπράιτον Μπιτς του Μπρούκλιν στις αρχές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και συγκεκριμένα στο απολαυστικό περιβάλλον μιας τυπικής οικογένειας Εβραιοαμερικανών. Είναι η εποχή που το ραδιόφωνο υπήρξε ο άρχοντας της ψυχαγωγίας μέσα σε κάθε αμερικανικό σπίτι και στο «μαγικό» αυτό κουτί η ταινία μοιάζει αφιερωμένη.

«Σφαίρες πάνω από το Μπρόντγουεϊ»

(Bullets over Broadway, 1994)
Στη Νέα Υόρκη του 1928, ένας νεαρός συγγραφέας (Τζον Κιούζακ) ανακαλύπτει μέσω ενός γκάνγκστερ (Τσαζ Παλμιντέρι) ότι η ζωή είναι πολύ πιο σημαντική από την Τέχνη σε μια από τις ομορφότερες ταινίες του Γούντι Αλεν, η οποία χάρισε στην Νταϊάν Γουίστ το Οσκαρ Β’ ρόλου (η ταινία απέσπασε επτά συνολικά υποψηφιότητες στα Οσκαρ).
«Συμφωνίες και ασυμφωνίες»
(Sweet and lowdown, 1999)
Οπως έκανε και στο «Ζέλιγκ», εδώ ο Γούντι Αλεν επιχειρεί να «παντρέψει» το ντοκουμέντο με τη μυθοπλασία μέσω της βιογραφίας ενός κιθαρίστα της τζαζ ονόματι Εμετ Ρέι (Σον Πεν), ο οποίος ποτέ δεν υπήρξε στην πραγματικότητα. Η ταινία είναι ένα κολάζ από τις μουσικές, ερωτικές και λοιπές περιπέτειές του στο Σικάγο, στη Νέα Υόρκη και στο Λος Αντζελες του ’30 και προτάθηκε για δύο Οσκαρ ρόλων: Α’ ανδρικού (Πεν) και Β’ γυναικείου (Σαμάνθα Μόρτον).

«Η κατάρα του πράσινου σκορπιού»

(The curse of the jade scorpion, 2001)
Ο Γούντι Αλεν σκηνοθετεί ένα φιλμ νουάρ στη γαργαλίστρα, με τον ίδιο στον ρόλο ενός α λα Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ ντετέκτιβ ασφαλιστικής εταιρείας μπλεγμένου σε μια ιστορία μεταφυσικής απάτης και τρελού έρωτα. Ολα αυτά στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 1940 και με ντάμες την Ελεν Χαντ και τη Σαρλίζ Θερόν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ