Το μεγαλύτερο μυστήριο στα ελληνικά εγκληματολογικά χρονικά υπενθύμισε η ληστεία –την Τρίτη το μεσημέρι –στο υποκατάστημα της Τράπεζας Πειραιώς στη λεωφόρο Κηφισιάς με τους τέσσερις δράστες να «στοχεύουν» τις θυρίδες, στο υπόγειο του τραπεζικού καταστήματος. Πρόκειται για το περιώνυμο «ριφιφί του αιώνα» το 1992 στο υποκατάστημα της Τράπεζας Εργασίας (νυν Eurobank), στην οδό Καλλιρρόης, με λεία των δραστών που ίσως υπερέβαινε τα 15 εκατ. ευρώ. Σε μια υπόθεση για την οποία έχουν αναπτυχθεί εντυπωσιακά σενάρια, όπως ότι οι δράστες ήταν έλληνες ποινικοί, ιταλοί μαφιόζοι, μέλη της οργάνωσης «Επαναστατικός Λαϊκός Αγώνας» ενώ όλα αυτά συνοδεύονταν από αναφορές για εμπλοκή αστυνομικών, υπαλλήλων εταιρειών security, στελεχών τραπεζών και άλλα πολλά. Χωρίς όμως ως τώρα να δοθεί μια πειστική εξήγηση…
Το τέλειο τούνελ

Στις 21 Δεκεμβρίου 1992 λοιπόν οι αστυνομικοί έκπληκτοι ανακάλυψαν μια σήραγγα περίπου 15 μέτρων, που συνέδεε το αποχετευτικό δίκτυο με το υπόγειο του θησαυροφυλακίου της Τράπεζας Εργασίας στην οδό Καλλιρρόης 19. Οι συμμετέχοντες στο ριφιφί είχαν βάλει υποστυλώματα σε όλο το τούνελ –κάτω από την οδό Καλλιρρόης –που θα ζήλευαν οι υπεύθυνοι μεγάλων τεχνικών έργων. Επειτα οι δράστες τρύπησαν ένα μέτρο μπετόν που είχε στο εσωτερικό ατσάλι, αντοχής 22 «σταλ».
Διέρρηξαν το χρηματοκιβώτιο και τις 305 θυρίδες της Τράπεζας Εργασίας, στην οδό Καλλιρρόης, που περιείχαν τεράστια χρηματικά ποσά, κοσμήματα ενώ υπήρχαν και αναφορές ότι στόχος τους ήταν και θυρίδες με μεγάλες ποσότητες κοκαΐνης. Κάτι ωστόσο που δεν αποδείχθηκε ποτέ. Τα συστήματα ασφαλείας και οι συναγερμοί θεωρούνταν υπερεπαρκή, όμως ουσιαστικά δεν υπήρξε καμιά απόκριση.
Οι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. είχαν εντοπίσει αρκετά στοιχεία που όμως δεν αξιοποιήθηκαν (σ.σ.: τότε δεν υπήρχε η ανάλυση δειγμάτων DNA αλλά ούτε ήταν διαδεδομένα κινητά τηλέφωνα ώστε να γίνεται ανάλυση κλήσεών τους). Μέσα στο τούνελ βρέθηκαν ορισμένα παλιά εργαλεία και ένα σχεδιάγραμμα από τα οποία δεν προέκυψε κάτι ενδεικτικό. Ερευνήθηκε πώς προμηθεύτηκαν τα σίδερα και άλλα υλικά για τη μικρή «σήραγγα». Χωρίς πάλι αποτέλεσμα. Λίγους μήνες αργότερα βρέθηκαν στις ακτές της Βραυρώνας έγγραφα, επιταγές, μετοχές, γραμμάτια και ομόλογα που ανήκαν στον κλαπέντα θησαυρό της Τράπεζας Εργασίας. Ομως και πάλι δεν προέκυψε τίποτε σημαντικό.
Το «μυστικό» του Χαλίντ

Οι τότε υπεύθυνοι της Τράπεζας Εργασίας επικήρυξαν με 200.000.000 (περίπου 700.000 ευρώ) τους ληστές. Και αυτό ήταν ίσως το μεγάλο δέλεαρ. Τον Ιανουάριο του ’93 αξιωματικοί του Τμήματος Διαρρηκτών της Ασφάλειας Αττικής κλήθηκαν να λάβουν μια σχετική κατάθεση από τον κατηγορούμενο για απάτες Σύρο Τζουμά Χαλίντ που βρισκόταν στις φυλακές Κορυδαλλού και υποστήριζε ότι ξέρει τους δράστες του ριφιφί. Ο Χαλίντ είχε κατονομάσει ως δράστες στελέχη της Τράπεζας Εργασίας, επιχειρηματίες που είχαν κατηγορηθεί για λαθρεμπόριο τσιγάρων και άλλα σχετικά.
Ο Σύρος είχε υποστηρίξει ότι ο ίδιος κρατούσε «τσίλιες» έξω από τη σήραγγα για να ειδοποιεί τους συνεργούς του. Οι αστυνομικοί είχαν θεωρήσει αστήρικτες τις αναφορές του Χαλίντ και δεν έδωσαν συνέχεια. Ομως ο ίδιος επανήλθε με νέες αναφορές στις δικαστικές αρχές που άσκησαν αρχικά διώξεις εναντίον πέντε προσώπων που κατονόμαζε ο Χαλίντ. Ομως και οι πέντε απηλλάγησαν διά βουλεύματος το φθινόπωρο του 1995 έπειτα από εισήγηση (στις 13/12/94) της εισαγγελέως κυρίας Ευτέρπης Γκουτζαμάνη (μέχρι προ μερικών μηνών Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) αφού ο Χαλίντ αναίρεσε τα πάντα και υποστήριξε ότι εκτελούσε εντολές άλλων κρατουμένων που ήθελαν να εκβιάσουν τους επιχειρηματίες. Μια μόδα καταγγελιών και επιστολών μέσα από τις φυλακές Κορυδαλλού που εκείνη την περίοδο είχε γνωρίσει μεγάλη άνθηση. Ο Χαλίντ δεν επέστρεψε ποτέ από πενθήμερη άδεια που είχε λάβει, τον Οκτώβριο του 1999, από τις φυλακές της Κασσάνδρας και φέρεται τότε να είχε γυρίσει στη Συρία.
Τα ερωτήματα που διατυπώνονταν τότε ήταν πολλά. Οπως αναφέρει σήμερα στο «Βήμα» ο κ. Περικλής Σταυριανάκης που χειρίστηκε νομικά την υπόθεση «ένα βασικό ζητούμενο ήταν γιατί δεν υπήρξε καμία αντίδραση στην επιδρομή των ληστών από τους υπαλλήλους της εταιρείας security που είχαν αναλάβει την προστασία του καταστήματος της οδού Καλλιρρόης. Μεγάλο ερώτημα ήταν πώς δεν βρέθηκε στις «πιάτσες» των ελλήνων κλεπταποδόχων, όλα αυτά τα χρόνια, ούτε ένα αντικείμενο από τα χιλιάδες κλοπιμαία από τις τραπεζικές θυρίδες. Οπως και ότι δεν υπήρξε καμία πληροφορία από τον ελληνικό ποινικό χώρο για αυτή την εντυπωσιακή ληστρική επιχείρηση. Διαρροές και πληροφορίες που είναι συνηθισμένες σε άλλες ποινικές υποθέσεις μικρότερου βεληνεκούς».

Οι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. ερεύνησαν σοβαρά το ενδεχόμενο και υπήρξαν ορισμένες αποσπασματικές πληροφορίες ότι το «ριφιφί» πραγματοποίησαν μέλη της ιταλικής μαφίας που είχαν δεσμούς με έλληνες λαθρεμπόρους τσιγάρων. Πολλοί έβλεπαν στο «ριφιφί» της οδού Καλλιρρόης τη «μεθοδικότητα και την τέχνη ιταλών κακοποιών που έφυγαν αμέσως από τη χώρα και δεν άφησαν κανένα ίχνος».
Ολα τα σενάρια στον αέρα

Τότε αλλά και αργότερα αναπτύχθηκε το σενάριο ότι η εκπληκτική μεθοδικότητα του «ριφιφί» αλλά και η έλλειψη πληροφοριών από τους χώρους των «ποινικών» για έστω και έναν δράστη της κλοπής παραπέμπει πιθανόν σε εμπλοκή μιας πολυμελούς, στεγανοποιημένης οργάνωσης όπως ήταν τότε ο ΕΛΑ.
Η οργάνωση αυτή, που είχε ξεκινήσει τη δράση της το 1974, είχε αναβαθμίσει εκείνη την περίοδο την ένοπλη παρουσία της και πραγματοποιούσε αιματηρές βομβιστικές επιθέσεις σε συνεργασία με την «1η Μάη». Τότε οι αστυνομικοί είχαν ξεκινήσει συνδυασμούς όπου ενέπλεκαν στο «ριφιφί του αιώνα» δύο, τρία δραστήρια μέλη του ΕΛΑ (ένα από τα οποία έθεσε τέλος στη ζωή του το 1994).
Συνέδεαν τις γνώσεις των ληστών της οδού Καλλιρρόης με το «δίκτυο ενημέρωσης» που είχαν αναπτύξει ένοπλες οργανώσεις στην Ελλάδα και τους επέτρεπε να αποκτήσουν από την ΕΥΔΑΠ και άλλες υπηρεσίες τους χάρτες του αποχετευτικού δικτύου της περιοχής. Τότε μάλιστα είχε μνημονευθεί ότι υπάλληλος της τράπεζας ήταν γνωστός ενός από τους υπόπτους του ΕΛΑ. Σε εκείνο το σενάριο είχε προστεθεί η «πληροφορία» ότι κοντά στη σήραγγα των οργανωτών του ριφιφί υπήρχε ένα περιπολικό-«μαϊμού».
Η κίνηση και η παρουσία του συγκεκριμένου «περιπολικού» είχαν απασχολήσει την περίοδο 1990-1992 και άλλες φορές την Αστυνομία, χωρίς όμως να προκύψει ποιοι ήταν οι κατασκευαστές και οι οδηγοί του. Μάλιστα είχε υπάρξει εκτεταμένη αναζήτηση σε ιδιοκτήτες αποσυρθέντων περιπολικών. Με το περιβόητο ωστόσο «ριφιφί της Τράπεζας Εργασίας» να αποτελεί και σήμερα, 25 χρόνια μετά, έναν δισεπίλυτο γρίφο…

HeliosPlus