«Στα σύνορα του πόνου και της ταλαιπωρίας οι άντρες ξεχωρίζουν από τα αγόρια»
Ο άνθρωπος που το είπε αυτό δεν ήταν κανένας τύπος που είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Δεν ήταν βαρύγδουπος φανφαρόνος ούτε διαφημιστής που σκέφτεται τσιτάτα για να πουλήσει ουίσκι. Ηταν ένας άντρας με λίγες τρίχες στο κεφάλι, που, συνδυάζοντας αντοχή και υποκριτική ικανότητα, έτρεχε μπροστά σε όλον τον κόσμο κάνοντας γκριμάτσες αηδίας. Ο Εμίλ Ζάτοπεκ έτρεχε αστεία: έριχνε παρακλητικές ματιές προς τον ουρανό, μόρφαζε από τον πόνο από το πρώτο χιλιόμετρο, έδειχνε αηδιασμένος, έμοιαζε να έχει δυο σκορπιούς στα παπούτσια του.
Αλλά δεν έτρεχε για πλάκα. Το 1952, στο Ελσίνκι, σε κάτι Ολυμπιακούς Αγώνες που δεν θύμιζαν σε τίποτα το μουσικοχορευτικό σόου στο οποίο εξελίχθηκαν στο μέλλον, αυτός ο λοχαγός του τσεχοσλοβακικού στρατού έκανε κάτι που δεν έχει επαναληφθεί: κέρδισε χρυσό μετάλλιο στα 5.000, στα 10.000 χιλιόμετρα και στον Μαραθώνιο. «Νομίζω πως ο Μαραθώνιος είναι ο πιο βαρετός» είπε μετά ανακουφιστικά, αποδεικνύοντας πως εκτός από πνευμόνια είχε και αυτό το σαρκαστικό στυλ που κάνει τους άντρες να ξεχωρίζουν από τα αγόρια.
Μόλις κέρδισε το χρυσό στα 5.000 χιλιόμετρα, είδε τη γυναίκα του να κερδίζει το χρυσό στο ακόντιο. «Εγώ σε ενέπνευσα» της είπε μπροστά στις λιγοστές κάμερες της εποχής. «Α ναι; Πήγαινε να εμπνεύσεις καμιά άλλη, να δούμε αν μπορεί να πετάξει το ακόντιό της 50 μέτρα μακριά» του απάντησε η Ντάνα Ζατόπκοβα, σήμερα 90 χρόνων, χήρα που ζει στην Τσεχία σκουπίζοντας το σπίτι της με μια σκούπα που για κοντάρι έχει εκείνο το ακόντιο. «Ηταν δική του ιδέα. Είχε πλάκα ο Εμίλ». Αν ζούσαν στην Αμερική, αυτοί οι δύο θα είχαν τηλεοπτικό σόου, έγραψαν τις προάλλες οι «Financial Times».

Αλλά ζούσαν στην Τσεχοσλοβακία. Το 1968 ο Ζάτοπεκ στήριξε την Ανοιξη της Πράγας. Υπέγραψε τη Χάρτα των Δικαιωμάτων. Μίλησε ανοιχτά κατά της σοβιετικής εισβολής. Μόλις η άνοιξη μαράθηκε, του αφαιρέθηκαν όλα τα προνόμια και αναγκάστηκε να δουλέψει ως οδοκαθαριστής. Ο κόσμος τον βοηθούσε να καθαρίσει, μάζευε τα σκουπίδια μαζί του, σε μια καθαρά αντικαθεστωτική διαμαρτυρία. Για έναν άνθρωπο διάσημο για την αντοχή του δεν αποτελεί είδηση το ότι έζησε περισσότερο από το καθεστώς και η τιμή του αποκαταστάθηκε, πριν πεθάνει το 2000.
Για κάποιον λόγο που δεν είναι προφανής, φέτος κυκλοφορούν δύο ογκώδεις βιογραφίες του Εμίλ Ζάτοπεκ. Η μία, με 480 σελίδες, λέγεται «Today We Die A Little!», από τον Ρίτσαρντ Ασκουιθ, και η άλλη, με 320, λέγεται «Endurance», από τον Ρικ Μπρόντμπεντ.

Δεν υπάρχει προφανής λόγος, αλλά καθώς πλησιάζουμε στην έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων του Ρίο, μπορεί κανείς να καταλάβει γιατί η παντοδύναμη νοσταλγία πνίγει και τους αθλητικούς γραφιάδες: γιατί κοιτώντας τώρα γύρω τους, όλα φαίνονται υπερβολικά, bigger than the game.


Στην εποχή που το τρέξιµο έχει γίνει μια μεγάλη βιομηχανία με περισσότερα gadgets και hashtags από την ίδια την προπόνηση, η φιγούρα του Εμίλ Ζάτοπεκ να αυτοσαρκάζεται καθώς έσπαγε κάθε όριο ανθρώπινης αντοχής και δύναμης μοιάζει να έρχεται από έναν άλλον κόσμο. Από μια εποχή που ασφαλώς υπήρχαν εξίσου άρρωστα λαμόγια, αλλά που οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν κάτι διαφορετικό: ένα θέατρο προσπάθειας όπου οι ιδιαιτερότητες του καθενός, η δύναμη του καθενός, η προπόνηση του καθενός ήταν το ζητούμενο. Οι αθλητικοί συντάκτες, κουρασμένοι από το να αναζητούν ιστορίες σαν του Ζάτοπεκ, αγνόησαν την αυξανόμενη δύναμη της ΔΟΕ που σταδιακά πήρε το προϊόν και το φούσκωσε τόσο πολύ, που σε λίγα χρόνια θα μπορεί να διοργανώνεται μόνο σε χώρες με πετροδόλαρα και ανάγκη για μακιγιάζ (από την κούρσα των Ολυμπιακών του 2024, η Βοστώνη και το Αμβούργο αποσύρθηκαν ήδη λόγω αντιδράσεων των πολιτών τους) ή σε ορισμένες αυτοκτονικά φιλόδοξες Ελλάδες.
Σε λίγες ημέρες, στο Ρίο, ανάμεσα στις φαβέλες και στα γήπεδα, εν μέσω του αθλητικοπολιτικού σκανδάλου που είναι η υπόθεση ντόπινγκ της Ρωσίας, ανάμεσα σε ανθρώπους που αυτοαποκαλούνται «Αθάνατοι», ανάμεσα στη βεβαιότητα πως η συνωμοσία είναι ανώτερη της αντοχής, εκατομμύρια μάτια θα ψάχνουν σαν ικέτες μια ιστορία παρόμοια με του Ζάτοπεκ. Δεν θα έχουν μεγάλη τύχη.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ