Δεν υπάρχει πλέον κανένας θεσμικός φραγμός. Όλα υποτάσσονται στις ανάγκες ενός αδίστακτου πολιτικού αντιπερισπασμού. Η κυβέρνηση δήλωσε έτοιμη να θυσιάσει τις θεμελιώδεις εγγυήσεις του τυπικού, δηλαδή του γραπτού και αυστηρού, Συντάγματος της χώρας προκειμένου να συγκαλύψει τη δική της κρίση νομιμοποίησης που πηγάζει από τις συνεχείς διάψεύσεις, τις κραυγαλέες ανακολουθίες και την προφανή πλέον αναποτελεσματικότητα της πολιτικής της. Καμία όμως κυβέρνηση δεν δικαιούται να μετατρέπει τη δική της πολιτική κρίση σε κρίση συνταγματική, σε κρίση των δημοκρατικών θεσμών και του κράτους δικαίου.
Η κυβέρνηση δεν μετέχει στην αναθεωρητική διαδικασία
Αρχίζω από το διαδικαστικό πλαίσιο. Η πρωτοβουλία αναθεώρησης του Συντάγματος, σύμφωνα με το άρθρο 110 που θέτει τα διαδικαστικά και ουσιαστικά όρια της αναθεώρησης, δεν ανήκει στην κυβέρνηση αλλά στη Βουλή, δηλαδή στα κόμματα και τους βουλευτές. Η Κυβέρνηση ως συνταγματικό όργανο μετέχει και μάλιστα πρωταγωνιστικά στην άσκηση της νομοθετικής εξουσίας, δεν μετέχει όμως στην άσκηση της αναθεωρητικής εξουσίας.Ο εκάστοτε πρωθυπουργός και οι υπουργοί μετέχουν στην αναθεωρητική διαδικασία μόνο υπό τη βουλευτική τους ιδιότητα. Στην αναθεωρητική διαδικασία, σύμφωνα με την πάγια ελληνική κοινοβουλευτική πρακτική, δεν ισχύει μάλιστα ούτε κομματική πειθαρχία. Οι βουλευτές, ακόμα και όταν είναι μέλη της κυβέρνησης, ενεργούν κατά συνείδηση. Στο παρελθόν (πχ 1963, 1975) οι βουλευτές που μετείχαν στην κυβέρνηση ανέλαβαν αναθεωρητικού χαρακτήρα πρωτοβουλίες ως ομάδα βουλευτών και όχι ενεργώντας ως κυβερνητικό όργανο.
Η εκδήλωση συνεπώς στο προαύλιο της Βουλής (κατ´ απομίμηση της περσινής εκδήλωσης για το τότε «επονείδιστο» χρέος, αν το θυμούνται κάποιοι) ήταν μια εκδήλωση όχι της κυβέρνησης αλλά του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμματος και όσοι προσήλθαν αποδέχθηκαν πρόσκληση κομματική και όχι κρατική.
Το γεγονός ότι η αναθεωρητική αρμοδιότητα ανήκει στη Βουλή σημαίνει πρακτικά ότι η κυβέρνηση δεν έχει αρμοδιότητα να δαπανήσει δημόσιο χρήμα για να οργανώσει ένα δήθεν λαϊκό διάλογο με οργανωτική επιτροπή, περιφερειακές εκδηλώσεις, ψηφιακά μέσα κοκ. Αν η αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή, μετά την κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 110 κρίνει ότι χρειάζεται διάλογος με κοινωνικούς ή επιστημονικούς φορείς, αυτός μπορεί να οργανωθεί όπως προβλέπει ο Κανονισμός της Βουλής. Τα κόμματα μπορούν φυσικά να κάνουν ό,τι νομίζουν ως δική τους δράση.
Ο λαϊκός διάλογος για τα χουντικά «συντάγματα» του 1968 και του 1973
Η ελληνική πολιτική και συνταγματική ιστορία διδάσκει πάντως ότι ο δήθεν «λαϊκός» διάλογος για το σύνταγμα χρησιμοποιήθηκε ως θλιβερό υποκατάστατο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, όταν η δικτατορία προσπάθησε δυο φορές να νομιμοποιηθεί με τα ψευδεπίγραφα «συντακτικά» δημοψηφίσματα του 1968 και του 1973. Οι παλιότεροι θυμούνται τον διάλογο με τη συμμετοχή των πολιτών που οργάνωσε η επιτροπή Μητρέλια. Υπάρχουν δε ακόμη προπαγανδιστές των χουντικών συνταγμάτων εν ζωή, έτοιμοι να προσφέρουν τον ακαταπόνητο ριζοσπαστικό τους λόγο στη «νέα μεταπολίτευση». Το «νέον κράτος» ήταν, θυμίζω, η έκφραση που συμπύκνωνε το πολιτειακό όραμα του Ιωάννη Μεταξά. Όταν γίνεται υπερβολική χρήση του «νέου» σημαίνει ότι αμφισβητούνται οι παλιές,δηλαδή οι ισχύουσες θεσμικές εγγυήσεις.
Το δημοψήφισμα δεν υποκαθιστά την αναθεωρητική διαδικασία
κατά το άρθρο 110
Πριν μερικές εβδομάδες η κυβέρνηση έριξε στην πολιτική αγορά την ιδέα της υποκατάστασης της διαδικασίας του άρθρου 110 για την αναθεώρηση του Συντάγματος από τη διαδικασία του δημοψηφίσματος. Η άμεση και απόλυτη αντίδραση της αντιπολίτευσης και η ανάσυρση σχετικού κειμένου του σημερινού ΠτΔ που αντιτασσόταν το 2011 στην «ιδέα» αυτή, οδήγησε την κυβέρνηση σε αναδίπλωση που ήταν προσωρινή. Τώρα ο κ. Τσίπρας επαναφέρει δειλά την ιδέα του «συμβουλευτικού» δημοψηφίσματος για τις κατευθύνσεις της αναθεώρησης. Ξαναλέω λοιπόν ότι οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 44 του Συντάγματος δυο συγκεκριμένοι τύποι δημοψηφίσματος δεν μπορούν να συνδεθούν με την προβλεπόμενη στο άρθρο 110 αποκλειστική και μοναδική διαδικασία της αναθεώρησης του Συντάγματος. Στην ελληνική συνταγματική τάξη ο λαός μετέχει στην αναθεωρητική λειτουργία δια των εκλογών που παρεμβάλλονται μεταξύ πρώτης Βουλής που διαπιστώνει την ανάγκη αναθεώρησης και δεύτερης (αναθεωρητικής) Βουλής που συντελεί την αναθεώρηση.
Η σημασία της αυξημένης πλειοψηφίας των 3/5 στη δεύτερη Βουλή
Το άρθρο 110 προβλέπει αυξημένες πλειοψηφίες. Απόλυτη πλειοψηφία (151) του όλου αριθμού των βουλευτών στην πρώτη Βουλή για τη διαπίστωση της ανάγκης αναθεώρησης και πλειοψηφία τριών πέμπτων (180) του όλου αριθμού των βουλευτών στη δεύτερη Βουλή, την αναθεωρητική, που συντελεί την αναθεώρηση και διαμορφώνει το περιεχόμενο των συνταγματικών διατάξεων.
Το άρθρο 110 προβλέπει, από το 1975, τη δυνατότητα αντιστροφής των πλειοψηφιών αυτών. Πρόκειται όμως για μια δυνατότητα άκρως επικίνδυνη για τον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος και τον συναινετικό χαρακτήρα της αναθεωρητικής διαδικασίας. Μια πλειοψηφία τριών πέμπτων ως προς την ανάγκη αναθεώρησης μπορεί να συγκεντρωθεί εύκολα ενώ άλλη αναθεώρηση θέλουν οι μεν και άλλοι οι δε. Αυτό επιτρέπει στην απόλυτη, δηλαδή την απλή πλειοψηφία των 151 της επόμενης Βουλής, να διαμορφώσει την συνταγματική διάταξη όπως θέλει, χωρίς τις αναγκαίες συναινέσεις και συμπράξεις. Όλοι πχ συμφωνούν στην ανάγκη αναθεώρησης της διάταξης περί του τρόπου εκλογής του ΠτΔ και ψηφίζουν αυτή να καταστεί αναθεωρητέα. Μετά τις εκλογές βλέπουμε ότι οι μεν θέλουν άμεση εκλογή του ΠτΔ, ενώ οι δε έμμεση εκλογή από τη Βουλή με πχ σχετική πλειοψηφία ή εκλογή από διευρυμένο εκλεκτορικό σώμα. Είναι όμως αργά. Η απλή πλειοψηφία της δεύτερης Βουλής επιβάλλει τη βούληση της ως σύνταγμα.
Κανείς δεν έχει ιστορικό και δημοκρατικό δικαίωμα να διαθέσει τις εγγυήσεις του αυστηρού χαρακτήρα του Συντάγματος επειδή νομίζει ότι θα είναι ο νικητής των επόμενων εκλογών. Το Σύνταγμα δεν είναι λάφυρο του νικητή των εκλογών αλλά συνιδιοκτησία όλων των πολιτών. Προϊόν ιστορικής συναίνεσης και άρα συμβιβασμού που διευρύνει τις συνταγματικές πλειοψηφίες. Καμία απλή πλειοψηφία από μόνη της δεν παρέχει τα εχέγγυα που απαιτούνται για την τροποποίηση του Συντάγματος, όσο δημοκρατική και ευρωπαϊκή ή προοδευτική και ριζοσπαστική και αν είναι. Αυτό δεν συνιστά προστασία της μειοψηφίας αλλά του ίδιου του Συντάγματος και της σχέσης του με τον μακρύ ιστορικό χρόνο. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν η κατάσταση της χώρας απαιτεί ευρύτερες συνεργασίες και για το σχηματισμό κυβέρνησης ικανής να συνεγείρει τις δημιουργικές δυνάμεις της κοινωνίας.
Η ομιλία του κ. Τσίπρα στο προαύλιο της Βουλής φάνηκε να μη έχει καμία επαφή με το παραπάνω πλαίσιο της αναθεωρητικής διαδικασίας. Εξίσου όμως προβληματικό ήταν και το περιεχόμενο των προτάσεων του.
Η απόπειρα αποδιάρθρωσης της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας – ένας κομματικός και συγκρουσιακός ΠτΔ
Ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει την αποδιάρθρωση όλων των αρχών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας που στο δικό μας πολίτευμα είναι προεδρευόμενη (όχι προεδρική ή ημιπροεδρική) και κοινοβουλευτική.
Ενώ το μόνο ζήτημα που υπάρχει με το θεσμό του ΠτΔ είναι η ανάγκη αποσύνδεσης της διαδικασίας εκλογής του από την απειλή αναγκαστικής διάλυσης της Βουλής, προτείνει μια σειρά αλλαγών που αλλοιώνουν τον κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος.
Λέει ο κ. Τσίπρας, ότι η εκλογή του ΠτΔ πρέπει να γίνεται συναινετικά από τη Βουλή με αυξημένη πλειοψηφικά δυο τρίτων, αν όμως αυτό δεν επιτευχθεί στη δεύτερη ψηφοφορία, ο συναινετικός υπερκομματικός πρόεδρος γίνεται ξαφνικά κομματικός και συγκρουσιακός και εκλέγεται άμεσα! Από το ένα άκρο στο άλλο χωρίς καμία εξήγηση. Ο έτσι εκλεγόμενος ΠτΔ μπορεί να έχει υποδειχθεί από την αντιπολίτευση και η εκλογή του να ερμηνεύεται ως πολιτική αμφισβήτηση της κυβέρνησης. Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ συνενώνει τα θεσμικά μειονεκτήματα όλων των διαδικασιών ανάδειξης αρχηγού του κράτους που ισχύουν στις χώρες της ΕΕ.
Η απόπειρα αποδιάρθρωσης του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας και του κράτους δικαίου
Αυτός δε ο ΠτΔ που μπορεί να είναι άμεσα εκλεγμένος με οριακή αντικυβερνητική πλειοψηφία εξοπλίζεται με την αρμοδιότητα να ζητά προληπτικό δικαστικό έλεγχο συνταγματικότητας ψηφισμένου νομοσχεδίου. Και αν το δικαστικό όργανο αποφανθεί ότι το ψηφισμένο νομοσχέδιο είναι αντισυνταγματικό, τι γίνεται; Αυτό ακυρώνεται ή απλώς αναπέμπεται; Και η κυβέρνηση πώς θα αντιδράσει πολιτικά; Πιθανότατα συγκρουόμενη και με τον ΠτΔ και με το δικαστικό όργανο. Ποιος εκφράζει τη λαϊκή κυριαρχία στην περίπτωση αυτή; Ποιος διαμορφώνει την οικονομική και κοινωνική πολιτική, την πολιτική ασφάλειας, την προσφυγική πολιτική; Ποιος θα διαπραγματεύεται ταυτοχρόνως με την τρόικα και το Eurogroup για το κλείσιμο της αξιολόγησης και την καταβολή της δόσης ή για τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος ή για τις σχετικές αποφάσεις της ΕΚΤ ως προς την ποσοτική χαλάρωση ή το δανεισμό των τραπεζών; Και αν τίθενται παραλλήλως θέματα συμμόρφωσης με την ΕΣΔΑ και το ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο; Το δικαστικό όργανο θα απευθύνει, όπως είναι υποχρεωμένο αν θεωρηθεί ανώτατο δικαστήριο, προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ και αίτημα για γνωμοδότηση στο ΕΔΔΑ όπως προβλέπει το πρόσθετο πρωτόκολλο υπ´ αριθμόν 16 της ΕΣΔΑ;
Και καλά ο ΠτΔ. Με τον κατασταλτικό δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας τι γίνεται; Αν το δικαστικό όργανο χαρακτηρίσει το ψηφισμένο νομοσχέδιο μη αντίθετο προς το Σύνταγμα, οι πολίτες μπορούν να προβάλουν ζήτημα συνταγματικότητας ως διάδικοι στα δικαστήρια ουσίας και στα οικεία ανώτατα δικαστήρια; Αυτά μπορούν να διαφωνήσουν με το δικαστικό όργανο που αποφάνθηκε και υποθέτω ότι θα είναι κάτι σαν το σημερινό Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 100;
Αυτό που χρειάζεται δεν είναι θεσμικοί αυτοσχεδιασμοί αλλά μια συνολική συζήτηση για τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων με δεδομένο ότι η συντριπτική πλειοψηφία των θεσμικά αναπτυγμένων κρατών έχει πλέον και συνταγματικό δικαστήριο και συνταγματική προσφυγή. Εκατό κράτη με συνταγματικό δικαστήριο μετέχουν στο σχετικό forum του Συμβουλίου της Ευρώπης από το οποίο απουσιάζει η Ελλάδα ως μικρή πλέον μειοψηφία διεθνώς. Ήδη ο χαρακτήρας του γαλλικού Συνταγματικού Συμβουλίου, που μπορεί να είχαν στο μυαλό τους κάποιοι στην κυβέρνηση, έχει ουσιαστικά μεταβληθεί και αυτό λειτουργεί πλέον περισσότερο κοντά στα πρότυπα των συνταγματικών δικαστηρίων άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Μονό και μόνο λοιπόν αυτή η πρόταση της κυβέρνησης αποδιαρθρώνει και το κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος και το σύστημα δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας που είναι η καρδιά του κράτους δικαίου.
Η εργαλειακή θεοποίηση του δημοψηφίσματος
Να προχωρήσω στις προτάσεις για την εργαλειακή θεοποίηση του δημοψηφίσματος; Με τα όσα προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, η Ελλάδα μετατρέπεται σε όψιμη καρικατούρα της Ελβετίας χωρίς κανένα από τα πλεονεκτήματα του ελβετικού τρόπου ζωής. Η κοινωνία μετατρέπεται σε χώρο συλλογής υπογραφών, σε αποσπασματική και συγκυριακή βάση, χωρίς ενότητα πολιτικής αντίληψης και χωρίς συνολική ανάληψη ευθύνης για την πορεία του τόπου. Υπονομεύεται όχι το αντιπροσωπευτικό σύστημα αλλά η δημοκρατία. Καθίσταται αδύνατη η συγκρότηση εθνικής στρατηγικής. Αίρονται οι στοιχειώδεις εγγυήσεις κοινωνικής συνοχής. Όλα τα κρίσιμα θέματα κινδυνεύουν να μετατραπούν σε πεδία σύγκρουσης με έντονα ηθικιστικά ή εθνικιστικά χαρακτηριστικά.
Οι άλλες προτάσεις
Το αντιπροσωπευτικό δημοκρατικό σύστημα υπονομεύεται και με τις προτάσεις για όριο στη θητεία των βουλευτών που δεν προβλέπεται σε κανένα θεσμικά αναπτυγμένο σύστημα. Άλλο το όριο στις θητείες του ΠτΔ και άλλο η ανάγκη να υπάρχει και έμπειρο και ανανεωμένο πολιτικό προσωπικό. Ας σκεφτούμε όμως: το όριο θα αφορά και τους έλληνες ευρωβουλευτές χωρίς να ισχύουν ενιαίοι ευρωπαϊκοί κανόνες; Αν θεωρηθεί ότι το όριο αντιβαίνει στην ΕΣΔΑ και τις κοινές ευρωπαϊκές κοινοβουλευτικές παραδόσεις που εκφράζει το Συμβούλιο της Ευρώπης; Η απάντηση είναι ότι παρόμοιες προτάσεις συγκινούν την κοινή γνώμη. Αν η κυβέρνηση πρότεινε κατάργηση των βουλευτών και πάλι μπορεί να υπήρχε δυστυχώς ένα τμήμα της κοινής γνώμης έτοιμο να χαρεί.
Η δε απαγόρευση να ορίζεται εξωκοινοβουλευτικός πρωθυπουργός ποιον τιμωρεί και αποκλείει αναδρομικά; Τον Ξ. Ζολώτα και το Λ. Παπαδήμο. Αν ο κανόνας αυτός ίσχυε το 2011 θα μπορούσε να σχηματισθεί κυβέρνηση Πετσάλνικου αλλά όχι Παπαδήμου.
Δεν σχολιάζω τους κοινούς τόπους περί ασυλίας των βουλευτών και ποινικής ευθύνης των υπουργών. Απλώς σημειώνω ότι ειδικές ρυθμίσεις περί ποινικής ευθύνης προβλέπονται πλέον στη νομοθεσία για σωρεία αρχών και οργάνων. Οπότε πρέπει να αντιμετωπισθεί και το ζήτημα αυτό.
Μετά την αποτυχία συγκέντρωσης 200 ψήφων για την άμεση εφαρμογή του νέου εκλογικού συστήματος, ο κ. Τσίπρας προτείνει συνταγματική κατοχύρωση της απλής αναλογικής. Ελπίζω να εννοεί συνταγματική κατοχύρωση των γενικών χαρακτηριστικών ενός αναλογικού (και όχι πλειοψηφικού) συστήματος συμπεριλαμβανομένου και του λεγόμενου γερμανικού με δυο ψήφους ανά πολίτη και δυο κατηγορίες περιφερειών. Είναι όμως λάθος ιστορικό η συνταγματική ρύθμιση του εκλογικού συστήματος στο σύνολο του.
Τα όσα ειπώθηκαν για τις ανεξάρτητες αρχές κρύβουν μια πολύ απλή πρακτική πλευρά του ζητήματος. Λόγω της υπερεκπροσώπησης της κυβερνητικής πλειοψηφίας στη Διάσκεψη των Προέδρων η αυξημένη πλειοψηφία των 4/5 ισοδυναμεί με αυξημένη πλειοψηφία 3/5 στις κοινοβουλευτικές επιτροπές, όπως η Θεσμών και Διαφάνειας, όπου και πρέπει να μεταφερθεί η αρμοδιότητα. Όταν όμως η κυβέρνηση δεν θέλει να συγκροτηθεί το ΕΣΡ βρίσκει διάφορα προσχήματα προκειμένου ο υπουργός να υφαρπάζει συνταγματικά προβλεπόμενες αποκλειστικές αρμοδιότητες του ΕΣΡ.
Άφησα για το τέλος την πρόταση για τη ρύθμιση των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας στη βάση της θρησκευτικής ελευθερίας και της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους με αποδοχή όμως και του άρθρου 3 που προστατεύει το Οικουμενικό Πατριαρχείο και του χαρακτηρισμού της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως Εκκλησίας της επικρατούσας – όχι της κρατικής – θρησκείας. Παρέλειψε ο κ. Τσίπρας να πει ότι αποδέχεται έτσι τις προτάσεις που έχω διατυπώσει εδώ και χρόνια, όπως είχε την ευγένεια να θυμίσει πρόσφατα ο Γ. Σωτηρέλης.
Άνθρακες ο θησαυρός – σιωπή για τα πραγματικά κρίσιμα ζητήματα
Άνθρακες λοιπόν ο «θησαυρός» των αναθεωρητικών προτάσεων της κυβέρνησης. Κουβέντα δεν είχε να πει για τις νέες προκλήσεις της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.Για την ρητή υιοθέτηση της σύμφωνης με την ΕΣΔΑ ερμηνείας του συντάγματος σε ό,τι αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα. Για το δημοσιονομικό κανόνα. Για το καθεστώς της ΤτΕ. Για τη συνταγματική οργάνωση της δικαιοσύνης. Για τη δημόσια διοίκηση και την αυτοδιοίκηση. Για την ανώτατη εκπαίδευση. Για την αναθεώρηση ως επιστέγασμα ενός ολοκληρωμένου εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης. Για ένα νέου τύπου αναπτυξιακό και δημοσιονομικά βιώσιμο κοινωνικό κράτος.
Είναι δυστυχώς προφανές ότι για τη κυβέρνηση το Σύνταγμα είναι ένα όχημα ευκαιρίας που θέλει να το χρησιμοποιήσει για να αποδράσει από μια δυσάρεστη πραγματικότητα. Επιδιώκοντας μια συντεταγμένη υποχώρηση είναι έτοιμη να θυσιάσει τη συντεταγμένη πολιτεία. Δεν θα της το επιτρέψουμε.