Οι συστάσεις δεν ήταν οι κατάλληλες. Οταν ήρθε στην Ελλάδα, εμφανίστηκε σε ένα μουντό γραφείο με επίπλωση Δημοσίου στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου, δίπλα στον πιο ακατάλληλο άνθρωπο: Ο Μάκης Ψωμιάδης, τον Ιούνιο του 2001, παρουσίαζε τον Φερνάντο Σάντος στην ελληνική πραγματικότητα.
Ο Φερνάντο Σάντος ήταν αγέλαστος. Θύμιζε υφυπουργό του ΠαΣοΚ της ανδρεοπαπανδρεϊκής περιόδου ή έναν καθηγητή Φυσικής σε δημόσιο σχολείο. Ασουλούπωτος, με βραχνή φωνή από τα τσιγάρα, αγέλαστος, σκεπτικός, με ένα κοστούμι που ήταν προφανές πως το φορούσε επειδή έπρεπε να το φορέσει. Ηταν σοβαρός, αλλά οι συνθήκες δεν βοηθούσαν να το δείξει. Φαινόταν πιο πολύ μπερδεμένος, είχε το ύφος του ανθρώπου που δεν ήξερε αν είχε κάνει τη σωστή επιλογή. Η πρώτη του επαφή με την Ελλάδα ήταν αμφιλεγόμενη. «Δεν μου φαινόταν μια ιδιαίτερα σημαντική πραγματικότητα» είπε πριν από λίγα χρόνια. Δεν είχε και άδικο.
Ο Φερνάντο Σάντος πριν από μία εβδομάδα κατέκτησε το Euro 2016 με την Πορτογαλία. Το έκανε με τον γνωστό του τρόπο, με αυτόν που αποδεικνύει πως πρόκειται για ό,τι κοντινότερο υπάρχει με έναν λογιστή του ποδοσφαίρου: Νίκησε χωρίς να κερδίσει όλα τα παιχνίδια, με αρκετές ισοπαλίες, με καιροσκοπικό ποδόσφαιρο, με μπάλα σχεδιασμένη όχι για να χαϊδεύει τα μάτια, όχι για να σκορπίζει αλόγιστα θέαμα, αλλά με υπολογισμένο, «μνημονιακό» ποδόσφαιρο, με έμφαση στους αριθμούς και όχι στην τέρψη των θεατών. Οι ενστάσεις εδώ είναι πολλές και δικαιολογημένες.

Αλλά ο Φερνάντο Σάντος έχει συνηθίσει στις ενστάσεις. Οταν ήταν στην Ελλάδα η απαξίωση που τον συνόδευε ήταν αντιστρόφως ανάλογη της επιτυχίας του: Ονομάστηκε «καρπουζάς», λόγω του ασουλούπωτου προφίλ του, θεωρήθηκε αποτυχημένος, σχεδόν κυνηγημένος από οπαδούς συγκεκριμένων ομάδων, ακόμη και η πλήρως αποτυχημένη διοίκηση της ΕΠΟ, αμέσως μετά από μία από τις κορυφαίες στιγμές στην ιστορία της Εθνικής, μετά τον αποκλεισμό στο Μουντιάλ του 2014, του απαγόρευσε να ανέβει στο αεροπλάνο της επιστροφής. Προχθές, κυνηγούσαν να τον φιλήσουν. Δεν ήταν οι μόνοι.
Θα μπορούσαμε, μέσα στο πνεύμα της εποχής, να κάνουμε μια γενίκευση για την «Ελλάδα που τρώει τα παιδιά της;». Για το «brain drain», για όλους αυτούς που φεύγουν κυνηγημένοι από τη χώρα μας; Για την έλλειψη μεθόδου στην ελληνική εργασιακή κατάσταση; Για αυτούς που διώξαμε και εκτιμήσαμε με καθυστέρηση; Θα μπορούσαμε, αλλά δεν έχει νόημα· τα ξέρουμε όλα αυτά.
Ενδεικτική ιστορία: Πριν από χρόνια, ο Σάντος είχε αναλάβει μια ελληνική ομάδα. Ανακοίνωσε στους παίκτες του πως οι προπονήσεις θα γίνονται στις 8 το πρωί –μέχρι τότε γίνονταν νωρίς το απόγευμα, μετά τη σιέστα. «Δεν γίνεται», του απάντησε μια αντιπροσωπεία παικτών, «στις 8 έχει πάρα πολλή κίνηση, δεν προλαβαίνουμε». Κανένα πρόβλημα, σκέφτηκε ο Σάντος και ανακοίνωσε: «Για να γλιτώσουμε την πρωινή κίνηση, οι προπονήσεις θα γίνονται στις 7 το πρωί». Το πρόβλημα λύθηκε.

Το ποδόσφαιρο εξηγεί πολλά από τη ζωή. Και ο τρόπος με τον οποίο δεχθήκαμε τη νίκη του συμπαθέστατου, φιλοσοφημένου ανθρώπου Σάντος, που την ώρα της μεγαλύτερης χαράς του μας ευχαρίστησε στα ελληνικά δηλώνοντας πως νιώθει και Ελληνας γιατί «μου αρέσει η ανεμελιά που έχω συναντήσει εδώ πέρα,αυτή η αίσθηση ότι δεν πρέπει να παίρνεις τα πράγματα τόσο στα σοβαρά», δείχνει το ποιοι είμαστε: υπερβολικοί στην απαξίωση, ακόμη πιο υπερβολικοί στο αυτομαστίγωμα. Λάτρεις της κριτικής, τύποι που απεχθανόμαστε τη νηφάλια αυτοκριτική αλλά προτιμούμε μια χονδροειδή ηττοπαθή γενίκευση εις βάρος μας. Γενικά, τύποι που δεν παίρνουμε τα πράγματα πολύ στα σοβαρά, μέχρι τα πράγματα να σοβαρέψουν και να εξακολουθήσουμε να μην τα παίρνουμε. Ποτισμένοι στη μεγαλομανία αλλά και στην ηττοπάθεια την ίδια στιγμή. Και όχι, όλα αυτά δεν αφορούν το ποδόσφαιρο. Γιατί, όπως λέει και ο πρωταθλητής Ευρώπης: «Το ποδόσφαιρο νομίζω ότι είναι λίγο πιο δίκαιο από τη ζωή.Αν είσαι σίγουρος γι’ αυτό που κάνεις, αργά ή γρήγορα θα δικαιωθείς. Στο ποδόσφαιρο. Στη ζωή, δεν είναι σίγουρο». Το ξέρουμε καλά.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 17 Ιουλίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ