Η γερμανική κατοχή τον ανάγκασε να ζήσει τα παιδικά χρόνια του «μεταξύ νεκρών και ζωντανών ανθρώπων», όπως συνηθίζει ο ίδιος να λέει. Η λέξη «πεινάω» τον είχε στοιχειώσει. Μετρούσε πτώματα. Αλλά επιβίωσε. Οι γονείς του είχαν χωρίσει πριν από τον πόλεμο, ζούσε με τη μητέρα του, εθελόντρια νοσοκόμα. Μαζί και η αδελφή του. Εν τέλει, ο γεννημένος στον Πειραιά αλλά μεγαλωμένος στην Καλλιθέα Βασίλης Θεοχαράκης όχι μόνον επιβίωσε αλλά σιγά-σιγά κατάφερε να γίνει ένας σπουδαίος, αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας.
Ως πρόεδρος των εταιρειών του Ομίλου Θεοχαράκη δεν είναι υπερβολή αν πούμε ότι ανήκει στους πολύ δυνατούς επιχειρηματίες της χώρας μας. Ομως όλα αυτά τα χρόνια δεν εγκατέλειψε ποτέ το πάθος της ζωγραφικής που τον είχε κυριεύσει από παιδί, από τότε που αποτελείωσε ένα πίνακα της (συγχωρεμένης) της αδερφής του στο σπίτι τους στην Καλλιθέα.
Αν και ως ζωγράφος υπήρξε πάντα ταπεινός χωρίς ποτέ να προβάλει το πάθος του, η συμβολή του Β. Θεοχαράκη στον ελληνικό πολιτισμό με τη δημιουργία του Ιδρύματος Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη το 2004 είναι τεράστια (το ίδρυμα είναι δωρεά στο κράτος και ανήκει στο υπουργείο Οικονομικών). Ολα αυτά και άλλα πολλά μαθαίνουμε παρακολουθώντας το ντοκιμαντέρ του Γιάννη Βαμβακά «Ο καλλιτέχνης Βασίλης Θεοχαράκης», που ολοκληρώθηκε προσφάτως με τη χορηγία της ΤΗΕΟRΕΝ ΑΕ.
Σκηνοθετώντας ζωγράφους
Η πρόταση για τη δημιουργία ενός ντοκιμαντέρ για τον Βασίλη Θεοχαράκη δεν έγινε τυχαία στον Γιάννη Βαμβακά. Είχαν προηγηθεί τα επιτυχημένα ντοκιμαντέρ του πάνω σε εικαστικούς, τον Δημήτρη Μυταρά και τον Παναγιώτη Τέτση (αντιστοίχως το «Είδωλα στον καθρέπτη» και το «Παίζοντας με τα χρώματα –Παναγιώτης Τέτσης»). Ο σκηνοθέτης που αυτή την εποχή ετοιμάζει ένα λεύκωμα για τον Τέτση, δέχτηκε μεν την πρόταση, όχι όμως από τη μια στιγμή στην άλλη. Αφιέρωσε ολόκληρο το καλοκαίρι του 2014 στη μελέτη του έργου του Β. Θεοχαράκη προτού «πλάσω μέσα μου ένα σενάριο» και αργότερα συμφωνήσει να προχωρήσει στη δημιουργία της ταινίας. «Θα πρέπει να αγαπήσεις κάτι για να το κάνεις καλά, ειδάλλως δεν έχει νόημα» λέει.
Η ταινία αρχίζει με τον Βασίλη Θεοχαράκη καθ’ οδόν προς ένα σκάφος μέσα στο οποίο αρχίζει να ζωγραφίζει τα βράχια της Πολυαίγου. «Η θάλασσα είναι κυριολεκτικά η ζωή μου» τον ακούμε να λέει, από μικρό παιδάκι ακόμη αναζητούσε και έβρισκε παραλίες και τις ζωγράφιζε. Εξακολουθεί να το κάνει, πειραματιζόμενος πλέον με τις ακουαρέλες.
Η Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα με τον σκηνοθέτη Γιάννη Βαμβακά
«Τα καλοκαίρια επιστρέφει στα ίδια νησιά, θαρρείς σαν να έχει κατακτήσει έναν δικό του διάλογο με τα απόκρημνα βράχια και την αλμύρα της θάλασσας»
λέει χαρακτηριστικά ο κ. Τάκης Μαυρωτάς, διευθυντής του εικαστικού προγράμματος του Ιδρύματος Θεοχαράκη, ενώ από την πλευρά της η ομότιμη καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης, διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου Μαρίνα Λαμπράκη- Πλάκα επισημαίνει ότι «ο Θεοχαράκης κέρδισε την αγάπη του για το ελληνικό ύπαιθρο. Τιθασεύει το φως». Ο «πόλεμος» του πατέρα
Ο πατέρας του Β. Θεοχαράκη δεν ήθελε ο γιος του να ασχοληθεί με τη ζωγραφική φοβούμενος μήπως έτσι χάσει τον επιχειρηματία Β. Θεοχαράκη. Μάλιστα, είχε ζητήσει από τη νύφη του Μαρίνα Αλεξανδρή να τον αποκόψει από τη ζωγραφική. Η αχώριστη σύντροφος στη ζωή του Θεοχαράκη όχι μόνον δεν ακολούθησε την επιθυμία του πεθερού της αλλά παρότρυνε τον σύζυγό της να συνεχίσει. Μαζί απέκτησαν δύο κόρες, την Αννίτα και την Ντένη, η οποία επρόκειτο να ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα της.
Σύμφωνα δε με τον ίδιο τον Θεοχαράκη, η ζωγραφική τον βοήθησε στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τη δουλειά του. «Κατάφερε να κυριεύσει δύο θεότητες» λέει χαρακτηριστικά η κυρία Λαμπράκη-Πλάκα. «Την επιχειρηματικότητα και την Τέχνη».
Βεβαίως, αυτή η διπλή ιδιότητα του Βασίλη Θεοχαράκη είχε ένα τίμημα. Πολύς κόσμος δεν έχει συνειδητοποιήσει ότι ο επιχειρηματίας Βασίλης Θεοχαράκης είναι το ίδιο πρόσωπο με τον ζωγράφο Βασίλη Θεοχαράκη. Τον ίδιο δεν τον πειράζει καθόλου, η προβολή άλλωστε ήταν το τελευταίο πράγμα που επιδίωξε ποτέ. «Αμα σ’ αρέσει κάτι…» απαντά όποτε τον ρωτούν πώς καταφέρνει και τα συνδυάζει.
Σεβασμός στο πρόσωπο του δασκάλου
Η αγάπη και η αναγνώριση του δασκάλου του Θεοχαράκη, Σπύρου Παπαλουκά, είναι έκδηλη στην ταινία του Βαμβακά, ο οποίος θεωρεί πολύ συγκινητικό το γεγονός ότι ο Θεοχαράκης τον μνημονεύει κάθε λίγο και λιγάκι. Ο Παπαλουκάς δεν είχε πολλούς μαθητές διότι ήταν πολύ αυστηρός απέναντί τους. Στην πραγματικότητα, με την εξαίρεση κάποιων περιστασιακών μαθητών, ο Θεοχαράκης υπήρξε ο μοναδικός πραγματικός μαθητής του επί πέντε ολόκληρα χρόνια, την εποχή που ήταν φοιτητής της Νομικής. Μαθήτευσε ιδιωτικά (και όχι στη Σχολή Καλών Τεχνών) δίπλα στον δάσκαλό του, στον οποίο μάλιστα δεν άρεσαν αρχικώς τα έργα του Θεοχαράκη. «Τελικά άφησε στον χαρακτήρα μου δακτυλικά αποτυπώματα» λέει ο επιχειρηματίας-ζωγράφος.
Αναζητώντας το θείο
Σε ένα αρκετά μεγάλο μέρος του ντοκιμαντέρ, ο Γιάννης Βαμβακάς αναζητεί τη σχέση του Βασίλη Θεοχαράκη με το Αγιον Ορος. Ο επιχειρηματίας και ζωγράφος είναι άνθρωπος βαθιά θρησκευόμενος (επίσης ψάλλει) και εκτός του ότι έχει τιμηθεί από τον Οικουμενικό Πατριάρχη με τον τίτλο του Αρχοντα Χαρτουλάριου, έχει ζωγραφίσει Μοναστήρια του Αγίου Ορους. Ερωτώμενος μάλιστα, είχε κάποτε πει ότι αν δεν ήταν αυτό που είναι θα ήθελε να γίνει μοναχός. Αυτή η αφοσίωση του Θεοχαράκη στα θεία ήταν τελικά που βοήθησε τον επίσης βαθιά θρησκευόμενο Γιάννη Βαμβακά στη δημιουργία της ταινίας. «Η προσέγγιση του Θεοχαράκη στη ζωγραφική είναι σαν να έχει στόχο να αγγίξει το θείο, το ιερό» είπε ο Βαμβακάς. «Παρά το γεγονός ότι τόσο οι εκθέσεις που έκανε όσο και η ίδια η ζωγραφική του είχαν επιτυχία, από λόγους ταπεινότητας δεν θέλησε ποτέ να συνδέσει τον επιχειρηματία Θεοχαράκη με τον ζωγράφο Θεοχαράκη. Με μια αντίστοιχη ταπεινότητα προσπάθησα να τον αντιμετωπίσω».
Αφήσαμε ως επίλογο το αποτύπωμα ενός άλλου ζωγράφου, του Παναγιώτη Τέτση, ο οποίος γράφει για τον φίλο του τον Βασίλη: «Εκτός της εσωτερικής θέρμης που είναι προικισμένος, που είναι το κίνητρο της ζωγραφικής του, έχει την αρετή να κατατάσσεται στη μεγάλη οικογένεια εκείνων που έχουν ανοιχτά μάτια και επιμένουν να ζωγραφίζουν».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ