Η γερμανική κυβέρνηση σε κοινοβουλευτική επερώτηση για την παραχώρηση των 14 ελληνικών αεροδρομίων στη Fraport απαντά ότι δεν έχει υπάρξει καμία εμπλοκή στη συμφωνία. Έντονη κριτική ασκεί το κόμμα «Η Αριστερά» (Die Linke).
Ποια είναι η στάση της γερμανικής κυβέρνησης αναφορικά με την παραχώρηση ελληνικών περιφερειακών αεροδρομίων στη Fraport; Αυτό ήταν το κεντρικό θέμα επερώτησης του κόμματος «Η Αριστερά». Το κείμενο της απάντησης της γερμανικής κυβέρνησης που μόλις έχει συνταχθεί και το οποίο δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη βρίσκεται στη διάθεση της Deutsche Welle.
Σε μια πρώτη αντίδραση ο εκπρόσωπος για θέματα μεταφορών της Κ.Ο. του κόμματος «Η Αριστερά» Χέρμπερτ Μπέρενς χαρακτηρίζει την κυβερνητική αντίδραση απογοητευτική: «Δεν πήραμε κάποιες επαρκείς και λεπτομερείς απαντήσεις αλλά πληροφορίες αναφορικά με την αναρμοδιότητα και άλλα παρόμοια ζητήματα, τα οποία όμως δεν ήταν αντικείμενο της επερώτησης.»
«Δεν είχαμε καμία εμπλοκή»
Πράγματι, στις 14 πτυχές της επερώτησης η κυβέρνηση δίνει λακωνικές απαντήσεις. Όπως δηλώνει, ούτε ήταν ενήμερη για το τι συζητούνταν στις διαπραγματεύσεις και ούτε είχε κάποια συμμετοχή. Συνοψίζοντας τα σημαντικότερα σημεία των απαντήσεων προκύπτουν τα εξής:
– Σε ό,τι αφορά τις επαφές με τη Fraport πριν από την υπογραφή του συμβολαίου παραχώρησης η γερμανική κυβέρνηση «δεν αποκλείει» στο περιθώριο κάποιων εκδηλώσεων να υπήρξαν «επαφές» με εκπροσώπους της Fraport ή του κρατιδίου της Έσσης, το οποίο κατέχει το 31,34% των μετοχών της (20,01 % η Δημοτική Επιχείρηση Φρανκφούρτης, 8,45% η Lufthansa και τα υπόλοιπα ιδιώτες επενδυτές).
– Η κυβέρνηση δεν διαθέτει όμως πληροφορίες ότι στο πλαίσιο εκδηλώσεων και συναντήσεων υπήρξαν συνομιλίες εκπροσώπων της ή «υφιστάμενων» κρατικών οργάνων για θέματα που σχετίζονται με την παραχώρηση των αεροδρομίων. Αναφορικά με την ανάθεση της διαχείρισης των αεροδρομίων στη Fraport και στον Όμιλο Κοπελούζου η γερμανική κυβέρνηση δηλώνει ότι δεν είχε καμία εμπλοκή και ότι δεν έχει γνώση για το περιεχόμενο του συμβολαίου με το ΤΑΙΔΕΠ.
– Το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων των ελληνικών περιφερειακών αεροδρομίων αποτελεί μέρος των όρων που συμφωνήθηκαν μεταξύ Αθηνών και Τρόικας στο Μνημόνιο αναφορικά με το μακροοικονομικό πρόγραμμα του ΕΜΣ. Το Μνημόνιο στο σύνολό του υπερψηφίστηκε πρώτα από το γερμανικό κοινοβούλιο και μετά επικυρώθηκε από τη γερμανική κυβέρνηση.
Κριτική στη συμφωνία
Για το κόμμα «Η Αριστερά» πάντως η συμφωνία με τη Fraport είναι σε βάρος της Ελλάδας.
Όπως υποστηρίζεται, στη γερμανική εταιρεία παραχωρήθηκαν μόνο κερδοφόρα αεροδρόμια ενώ τα ζημιογόνα παρέμειναν στο κράτος. Επίσης, ενώ ο νέος διαχειριστής ανακοινώνει επενδύσεις ύψους 330 εκ. ευρώ, παράλληλα καταθέτει αίτημα χρηματοδότησης από το επενδυτικό πακέτο της ΕΕ ώστε να χτίσει ένα νέο αεροδρόμιο. Η συμπεριφορά αυτή είναι «αμφίβολη» δηλώνει ο κ. Μπέρενς.
Το ίδιο ισχύει και για τις ανακοινώσεις του διευθύνοντος συμβούλου της Fraport Στέφαν Σούλτε για ανάθεση συμβάσεων και έργων σε τοπικό επίπεδο με στόχο την εξασφάλιση θέσεων εργασίας και την ενίσχυση των τοπικών κοινωνιών. «Δεν είμαι σίγουρος», λέει ο κ. Μπέρενς, «ότι θα πετύχουν να προσλάβουν μόνο προσωπικό από τη χώρα.
Το πιθανό είναι οι επενδύσεις για έργα που έχει ανακοινώσει η Fraport να έχουν ένα τέτοιο μέγεθος ώστε αναγκαστικά θα πρέπει να προκηρυχθούν [τα έργα] σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αν σε αυτή την περίπτωση προκύψει πράγματι μια αύξηση των θέσεων εργασίας για Έλληνες – αυτό είναι γραμμένο στους αστερίσκους» Κριτική στην παραχώρηση των αεροδρομίων στη Fraport ασκήθηκε πριν λίγες ημέρες και σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στα κεντρικά γραφεία της Ένωσης Γερμανικών Συνδικάτων στο Βερολίνο.
Την εκδήλωση στήριξαν συνδικάτα, κινήσεις όπως η ΑΤΤΑC και οργανώσεις και πρωτοβουλίες του αριστερού χώρου. Συνοψίζοντας την κριτική που ασκήθηκε στη συμφωνία ο συντάκτης της γερμανικής έκδοσης της Le Monde diplomatique Νιλς Κατρίτσκε επισημαίνει τα εξής:
«Πρώτον, ένα σημαντικό κομμάτι της υποδομής που είναι σημαντική για τη βαριά βιομηχανία της Ελλάδας, δηλαδή ο κλάδος του τουρισμού, δεν ελέγχεται πλέον. Συνεπώς, η Ελλάδα δεν θα μπορεί να καθορίζει πλήρως την τουριστική πολιτική της.
Δεύτερον -και αυτό είναι πιο σοβαρό και από μακροοικονομικής άποψη χωρίς κανένα νόημα – κερδοφόρες επιχειρήσεις που θα μπορούσαν να προσφέρουν σταθερά και μακροπρόθεσμα στα κρατικά έσοδα έχουν θυσιαστεί για βραχυπρόθεσμα έσοδα.
Τρίτον, αν εξετάσει κανείς λεπτομερώς τη συμφωνία διαπιστώνει πόσο σκανδαλώδες είναι το εξής: ορισμένα βάρη παραμένουν στο κράτος ενώ η Fraport επωφελείται από το κέρδος. Αυτό δεν αφορά μόνο τη λειτουργία του αερολιμένα αλλά και την εμπορική χρήση του όλου χώρου. Και η ίδια η Fraport λέει ότι αυτό το τμήμα είναι το πιο ενδιαφέρον στην όλη υπόθεση.»
Γεγονός είναι πάντως ότι το πράσινο φως για τη συμφωνία με τη Fraport και τον όμιλο Κοπελούζο το έδωσε η ελληνική κυβέρνηση. Δεν θα πρέπει να ασκηθεί και σε αυτή κριτική για τους όρους της συμφωνίας; Ο πολιτικός του αδελφού κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ Χέρμπερτ Μπέρενς διαφωνεί: «Έχουμε μεγάλη κατανόηση για τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης και αυτό επειδή βρίσκεται συνεχώς υπό την απειλή της διακοπής της ροής χρημάτων. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε μια μεγαλύτερη κρίση από αυτή που ήδη πρέπει να αντιμετωπίσει.»
Παναγιώτης Κουπαράνης, Βερολίνο