Ο Κυριάκος Μαμιδάκης, 84 χρόνων, γεννημένος στην Ανωσκελή Κισσάμου Χανίων, μαζί με τα αδέλφια του Νίκο και Γιώργο, ίδρυσαν την εταιρεία – σύμβολο της ανόδου και της πτώσης – ενός μεγάλου παίχτη στην αγορά πετρελαιοειδών με τη συγκεκριμένη μορφή το 1968.
Ωστόσο η ενασχόληση με την εμπορία πετρελαιοειδών είχε αρχίσει στις αρχές της δεκαετίας του ’50, καθώς η οικογένειά του είχε εξασφαλίσει άδεια μεταφοράς και πώλησης καυσίμων στην Κρήτη, με τα στοιχειώδη μέσα της εποχής.
Μάλιστα αργότερα εγκατέστησε και αποθηκευτικούς χώρους στην περιοχή του Αγίου Νικολάου, στο σημείο που αργότερα οι κληρονόμοι του θείου του έχτισαν μεγάλη ξενοδοχειακή μονάδα. Στην εταιρεία Mamidoil, ο εκλιπών ήταν πρόεδρος του δ.σ., ενώ από τα οκτώ μέλη του, τα έξι είναι μέλη της οικογένειας. H εταιρεία από το ξεκίνημά της είχε τα χαρακτηριστικά της οικογενειακής επιχείρησης, στην οποία το μάνατζμεντ ασκούν οπωσδήποτε οι μέτοχοι-μέλη της οικογένειας, ενώ για την ανάπτυξή της αξιοποιούσε τις πολιτικές φιλίες και επιρροές.
Επιτυχίες και κακοτυχίες
Η εταιρεία εκτός από την Ελλάδα είχε έντονη δραστηριότητα στο εξωτερικό και κυρίως στη Γιουγκοσλαβία και στη συνέχεια στην ΠΓΔΜ, αργότερα στην Αλβανία, στο Κόσσοβο και στη Βουλγαρία. Η πρώτη επιχειρηματική επέκταση στην τότε Γιουγκοσλαβία, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, επιτεύχθηκε με «όχημα» τις μεγάλες εγκαταστάσεις αποθήκευσης αργού και προϊόντων πετρελαίων στο Καλοχώρι της Θεσσαλονίκης, από όπου στη συνέχεια προωθούνταν σιδηροδρομικώς και οδικώς στην τότε Νότια Γιουγκοσλαβία και στη συνέχεια στο διυλιστήριο ΟΚΤΑ των Σκοπίων.
Οι εγκαταστάσεις αυτές αποτελούνται από 15 δεξαμενές χωρητικότητας 200.000 κυβικών μέτρων και εκτός από τις δραστηριότητες της Mamidoil, εξυπηρετούν και άλλες εμπορικές εταιρείες. Πλήγμα για την εταιρεία ήταν η μεγάλη πυρκαγιά που ξέσπασε στις εγκαταστάσεις τον Φεβρουάριο του 1986, καταστρέφοντας τις οκτώ από τις 12, τότε, δεξαμενές και προκαλώντας τοξικό νέφος, με αποτέλεσμα να καταστραφεί και μεγάλο μέρος της γεωργικής παραγωγής της περιοχής, λόγω της μόλυνσης του εδάφους. Η πυρκαγιά τελικά σβήστηκε μετά από επτά μέρες, και αφού ζητήθηκε η συνδρομή ειδικών πυροσβεστών από την τότε Γιουγκοσλαβία.
Παρ’ όλα αυτά, η εξαγωγική δραστηριότητα της εταιρείας στη Γιουγκοσλαβία και στη συνέχεια στην ΠΓΔΜ συνεχίστηκε. Όπως δε αναφέρουν πληροφορίες από την αγορά, η διοίκησή της, έχοντας δημιουργήσει ισχυρά ερείσματα στο πολιτικό κατεστημένο της γειτονικής χώρας, πέτυχε το 1993 δεκαετή συμφωνία με το κρατικό διυλιστήριο ΟΚΤΑ, για την τροφοδοσία του με αργό πετρέλαιο και προϊόντα.
Ωστόσο το σχέδιο αυτό ανατράπηκε. Στις αρχές του 1999, με κυβερνήσεις στα δύο κράτη Σημίτη – Γκεοργκίεφσκι στα δύο κράτη, εν μια νυκτί «κλήθηκαν τα Ελληνικά Πετρέλαια σε συνεργασία με τη ΜΕΤΩΝ να εξαγοράσουν το διυλιστήριο, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα την τροφοδοσία της αγοράς της ΠΓΔΜ με προϊόντα και την πραγματοποίηση επενδύσεων εκσυγχρονισμού στο διυλιστήριο. Έτσι, το διυλιστήριο ΟΚΤΑ περιήλθε στα ΕΛΠΕ, μαζί με το αποκλειστικό δικαίωμα τροφοδοσίας της ΠΓΔΜ με αργό και προϊόντα, ενώ η συμφωνία περιελάμβανε και την κατασκευή αγωγού πετρελαίου που συνδέει το διυλιστήριο των Σκοπίων με τις εγκαταστάσεις των ΕΛΠΕ στη Θεσσαλονίκη.
Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε την αντίδραση της Mamidoil, που είχε σε ισχύ σύμβαση προμήθειας με τα ΟΚΤΑ για τροφοδοσία τους με 500.000 τόνους αργού τον χρόνο. Σε πληρωμένη καταχώριση στις εφημερίδες τον Αύγουστο του 1999, ο όμιλος Μαμιδάκη κατηγορεί μεταξύ άλλων τα ΕΛΠΕ ότι από θέση ισχύος και χωρίς καμία «ηθική αναστολή» προσπαθούν να αναπτύξουν δραστηριότητα στα Βαλκάνια εις βάρος μιας άλλης ελληνικής ιδιωτικής εταιρίας, εκφράζοντας ταυτόχρονα την… πικρία του για το ότι τα ΕΛΠΕ δεν επιδίωξαν τη συνεργασία με τον Ομιλο Μαμιδάκη και προτίμησαν να συνεργαστούν με άλλους, που ουδεμία σχέση έχουν με τον κλάδο, όπως επίσης δεν έχουν και καμία σχέση με τα Βαλκάνια.
Για την εξαγορά των ΟΚΤΑ από τα ΕΛΠΕ, ο Ομιλος Μαμιδάκη σημείωνε ότι είχε καταθέσει προσφορά, αλλά εν μια νυκτί πέρασαν στα χέρια των ΕΛΠΕ, ενώ με την εξαγορά, αναφέρεται ότι ο νέος φορέας δεν αναλαμβάνει τη συνέχιση της εκτέλεσης των συμβολαίων με τον Όμιλο Μαμιδάκη, τα οποία για το νέο φορέα θεωρούνται τερματισθέντα.
Εν τέλει ο όμιλος Μαμιδάκη προσέφυγε στη διαιτησία του Δικαστηρίου Εμπορικών Υποθέσεων του Λονδίνου, κατά της κυβέρνησης της ΠΓΔΜ ως ιδιοκτήτριας του διυλιστηρίου ΟΚΤΑ πριν από τη μεταβίβαση, το οποίο και τον δικαιώνει το 2003, επιδικάζοντας αποζημίωση 17 εκατομμυρίων δολαρίων. Ωστόσο προσφυγές κατά των ΕΛΠΕ στα Ελληνικά Δικαστήρια δεν απέδωσαν αποτελέσματα υπέρ της Mamidoil.
Το άλλο μεγάλο σχέδιο της εταιρείας που χάθηκε είναι η δημιουργία αποθηκευτικών χώρων καυσίμων στη Σούδα Χανίων. Η επένδυση αρκετών εκατομμυρίων ευρώ, που συνέβαλε στον ομαλό και οικονομικό εφοδιασμό της Κρήτης με καύσιμα, πέρασε από τα «40 κύματα» της αδειοδότησης, με άλλους φορείς να δίνουν άδεια και άλλους να αφαιρούν, ενώ στην υπόθεση αυτή που σέρνεται πάνω από 12 χρόνια, οι τοπικοί παράγοντες μπλέκουν και την οικογένεια Μητσοτάκη, με την οποία η οικογένεια Μαμιδάκη διατηρεί δεσμούς πάνω από μισό αιώνα.
Το μέλλον
Σε ό,τι αφορά στο μέλλον της εταιρείας, ελάχιστοι αισιοδοξούν, τουλάχιστον για την επιβίωσή της στην εσωτερική αγορά. Στην αίτηση για υπαγωγή της στο άρθρο 99, η εταιρεία παραδέχεται ότι η εκποίηση των περιουσιακών της στοιχείων θα προσφέρει στους πιστωτές κάτι λιγότερο από 60 εκατομμύρια, τα οποία αντιστοιχούν στην αξία των ακινήτων της εταιρείας και των εγγυητών της. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε ποσοστό 18,77% επί των συνολικών απαιτήσεων των πιστωτών της.
Έτσι, ζητά την έγκριση του προγράμματος εξυγίανσης-ανασυγκρότησης-ανάπτυξης της εταιρείας, βασισμένο όμως σε γενικές στοχεύσεις (επιδίωξη αύξηση μεριδίου, πελατολογίου, ανάπτυξη νέων αγορών σε εσωτερικό και εξωτερικό, το οποίο έχει μεγαλύτερα περιθώρια), αναδιάρθρωση του μάνατζμεντ. Όλα αυτά, χωρίς συγκεκριμένους μετρήσιμους στόχους και αναγνωρίζοντας ότι η εγχώρια αγορά καυσίμων στην οποία κυρίως στηρίζεται, είναι προβληματική, έχει πληγεί από την υψηλή φορολόγηση, ενώ η εταιρεία βρίσκεται στην ουσία εκτός αγοράς εδώ και πολλούς μήνες.
Το πρόβλημα δηλαδή για την εταιρεία, έτσι όπως το προσδιορίζουν οι άνθρωποι της αγοράς, είναι περίπου αντίστοιχο με αυτό της Μαρινόπουλος. Ενώ δηλαδή έχει γίνει δεκτό το αίτημα προστασίας από τους πιστωτές, η εταιρεία αδυνατεί να βγει ξανά στην αγορά αφού οι προμηθευτές δεν της δίνουν καύσιμα.