Μια απίθανη περίπτωση, δημοσιευμένη στο «Βήμα» της περασμένης Κυριακής με τίτλο «Η δικαστής που εισπράττει αλλά δεν πληρώνει», με έστειλε κυριολεκτικά στους Κιβδηλοποιούς του Αντρέ Ζιντ και ειδικότερα στο «Παράρτημα» με τα δημοσιεύματα και τις επιστολές, από όπου αντιγράφω μια παράγραφο, μη μπορώντας πλέον να σχολιάζω με τον συμβατικό τρόπο περί αληθείας ή ψεύδους, το ψεύδος ως αλήθεια και την αλήθεια ως ψεύδος. Μη έχοντας, δηλαδή, άλλον τρόπο για να περιγράψω την κίβδηλη κοινωνία στην οποία κυκλοφορώ ως κίβδηλο νόμισμα. Ιδού η παράγραφος:
«Τα κίβδηλα νομίσματα κατασκευάζονταν στην Ισπανία, έμπαιναν λαθραία στη Γαλλία και μέσω τριών καταδίκων (…) έφταναν στα χέρια των (…) οι οποίοι τα πουλούσαν σε νεαρούς που τα διοχέτευαν στην αγορά. Οι νεαροί ήταν μποέμ, δευτεροετείς φοιτητές, άνεργοι, δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες, μυθιστοριογράφοι, αλλά και κάποιοι σπουδαστές της Σχολής Καλών Τεχνών, γιοι δημοσίων υπαλλήλων, ο γιος ενός δικαστή της επαρχίας, καθώς κι ένας χαμηλόβαθμος υπάλληλος του υπουργείου Οικονομικών.
Αν για κάποιους από αυτούς αυτή η εγκληματική δράση ήταν ένα μέσο για να κάνουν τη “μεγάλη ζωή”, κάτι που δεν τους επέτρεπε το πατρικό εισόδημα, για άλλους –σύμφωνα τουλάχιστον με τα λεγόμενά τους –αυτή τους η δραστηριότητα είχε ανθρωπιστικό χαρακτήρα».
ΥΓ.: Σκοπεύω εφεξής να αποφεύγω τον «ανθρωπιστικό χαρακτήρα» διαφωτιστικών ή σκοταδιστικών σχολίων και –με την άδεια της εφημερίδας –να ακολουθήσω τη μέθοδο του Αντρέ Ζιντ εγκιβωτίζοντας τα πάντα σ’ αυτό το νέο είδος που οι Γάλλοι ονομάζουν «μυθοκειμενικότητα» προκειμένου να αρνηθώ τον κυνισμό της κοινωνίας μου ως θέλησης και ως παράστασης λογοκλοπών –παρά τις παραπομπές και τους αστερίσκους που θέλουν να τις νομιμοποιήσουν, νομιμοποιώντας συγχρόνως το κίβδηλο νόμισμα που διακινούν οι δευτεροετείς φοιτητές, άνεργοι, δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες, μυθιστοριογράφοι, αλλά και κάποιοι σπουδαστές της Σχολής Καλών Τεχνών, γιοι δημοσίων υπαλλήλων, ο γιος ενός δικαστή της επαρχίας, καθώς κι ένας χαμηλόβαθμος υπάλληλος του υπουργείου Οικονομικών. Αλλωστε, «οι πιο αμφιλεγόμενες παρεκτροπές της σάρκας ταράζουν λιγότερο την ψυχή μου απ’ ό,τι η παραμικρή στραβοτιμονιά του πνεύματός μου∙ ενοχές νιώθω όχι όταν βγαίνω από ένα μπορντέλο αλλά όταν βγαίνω από ένα κοσμικό σαλόνι» (Αντρέ Ζιντ, Οι κιβδηλοποιοί και Ημερολόγιο των Κιβδηλοποιών, μτφ. Α. Παππάς, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα, 2014).
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



