«Το Πάσχα του ’66 πάτησα το πόδι μου στη σκηνή, με το “Μαρά – Σαντ”. Τώρα, για να γιορτάσω τα πενήντα μου χρόνια στο θέατρο, επιστρέφω στο πατρικό μου»: η Ρένη Πιττακή κατεβαίνει τα σκαλιά του Υπογείου. Κάνει και πάλι πρόβες στο Θέατρο Τέχνης. Είναι η στιγμή της μεγάλης επιστροφής.
Στη συνάντησή μας, στο σπίτι στην Πλάκα, με τη μαγευτική θέα στην Ακρόπολη, οι αναμνήσεις από μια ολόκληρη ζωή ξεδιπλώνονται απλά, φυσικά. Ο πατέρας, η μητέρα, το θέατρο, ο Κουν, ο Μίμης, οι παραστάσεις, η Επίδαυρος, η αποχώρηση και πόσα ακόμη…
Αλήθεια, κυρία Πιττακή, πώς οργανώθηκε η επιστροφή σας στο Υπόγειο;
«Η προσέγγιση, η βολιδοσκόπηση, έγινε πέρυσι, όταν ανέλαβε η Μαριάννα (σ.σ.: Κάλμπαρη). Την περασμένη άνοιξη όμως κατέβηκα, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, στο Υπόγειο για να ανέβω στη σκηνή, με αφορμή μια εκδήλωση-αναλόγιο του Γαλλικού Ινστιτούτου με το Θέατρο Τέχνης. Ενδιαμέσως είχα πάει μόνο ως θεατής. Ναι, υπήρξε ένα αίσθημα εκείνη την ώρα που πάτησα το πόδι μου στη σκηνή. Είχα φέρει και μια κάρτα του Ιονέσκο με ιδιόχειρη αφιέρωση στον Κουν, όταν είχε έρθει να δει τότε τις παραστάσεις. Μεγάλη συγκίνηση. Το περασμένο καλοκαίρι δούλεψα με τα παιδιά της Σχολής στο “Θέλω μια χώρα”, ενώ είχε ήδη ξεκινήσει η κουβέντα για την παράσταση με τον Δημήτρη Καραντζά, που είναι μια νέα δύναμη».
Πώς νιώθετε;
«Την επιστροφή μου στο Θέατρο Τέχνης δεν τη βλέπω ως επιστροφή της γηραιάς κυρίας. Το πέρασμα του χρόνου δεν το αντιλαμβάνομαι γραμμικά αλλά κυκλικά. Αρα με διαρκείς επιστροφές. Σε αυτόν τον κύκλο δεν πιστεύω ότι είμαι στο κέντρο αλλά στην περιφέρεια. Μέσα σε αυτή τη δίνη άλλοτε νιώθω να συναντιέμαι με πρόσωπα και χώρους και άλλοτε να βρίσκομαι στην άλλη άκρη, αποστασιοποιημένη. Αντιμετωπίζω τις συνθήκες με στοχαστικές προσαρμογές. Γιατί, κακά τα ψέματα, εμείς είμαστε περαστικοί, όχι η φύση. Αισθάνομαι ευγνώμων για όσα με προίκισε η φύση και παράλληλα μου άναψε τη σπίθα να τα ανακαλύψω, ξεγελώντας τον εαυτό μου με όσα μού προσφέρει η τέχνη, ανακουφιστικά».
Τι σημαίνει μια ζωή γεμάτη τέχνη;
«Η επαφή μου με την τέχνη δεν μου άνοιξε μόνον ορίζοντες στο καλλιτεχνικό πεδίο. Το ωραίο ταξίδι μού το πρόσφερε η ζύμωση με ανθρώπους που υπηρετούσαν την τέχνη και έγιναν συνοδοιπόροι μου, είτε ήταν δάσκαλοι και οδηγοί είτε ήταν σύντροφοι, που έγιναν με τον καιρό μια μεγάλη αγκαλιά για μένα. Ξεκινώντας από τον Κουν που ήταν δάσκαλος-πατέρας, τον Χατζημάρκο, τον Λαζάνη, τον Πλωρίτη, μετά τον Κουγιουμτζή, τον Χατζιδάκι, τον Χρήστου, τον Τσαρούχη, τον Μόραλη, για να αναφέρω μόνον εκείνους που μας άφησαν, γιατί ο κατάλογος είναι ατελείωτος».
Ηταν δύσκολη αυτή η αφοσίωση;
«Οσο ζούσε ο Κουν η αφοσίωση στο Θέατρο Τέχνης ήταν ολοκληρωτική και αδιαπραγμάτευτη. Μετά τον θάνατό του όμως, το δυσαναπλήρωτο κενό μού προκάλεσε κάποιες αναθεωρήσεις, κάποιες αμφιταλαντεύσεις, αφού η ανάγκη να γνωρίσω τον έξω κόσμο και να δοκιμαστώ από εκεί αμβλύνονταν, όσο ζούσε ακόμη ο Μίμης Κουγιουμτζής, από την αμφίρροπη τάση για συσπείρωση των δυνάμεων που θα κρατούσαν το Θέατρο Τέχνης ζωντανό. Ετσι ήταν λίγες οι εμφανίσεις μου εκτός (σ.σ.: 4ο Φεστιβάλ Πάτρας, “Αμλετ”, σε σκηνοθεσία Μαρμαρινού, “Οι σφαίρες πάνω από το Μπρόντγουεϊ”, θέατρο Παρκ)».
Αποχωρήσατε όμως με τη νέα, διάδοχη, κατάσταση…
«Μετά δεν είχα κανέναν λόγο να παραμείνω. Η πορεία μου είχε κάνει τον κύκλο της. Με τη διάδοχο κατάσταση δεν μιλούσαμε πια την ίδια γλώσσα. Ημουν έτοιμη από καιρό. Πράγματι ο Μίμης ήταν ο τελευταίος σύνδεσμος».
Βλέπατε παραστάσεις του Τέχνης πριν από τη Σχολή;
«Δεν είχα δει τις ιστορικές παραστάσεις. Τον Κουν τον ανακάλυψα όταν μπήκα στο θέατρο. Πήγαινα κυρίως κινηματογράφο. Κάποιοι οικογενειακοί φίλοι, καλλιεργημένοι και αξιόλογοι, ήταν εκείνοι με τους οποίους κατεβήκαμε πρώτη φορά στο Υπόγειο. Ηταν ένα γαλλικό έργο του Λακούρ, μελό, που έγινε όμως μεγάλη εμπορική επιτυχία».
Σας μάγεψε;
«Το εντυπωσιακό και μαγικό ήταν ότι μέσα σε ένα τετράγωνο σχηματίζονταν και χανόντουσαν σπίτια, πλατείες, όλα, με τα ελάχιστα. Για εκείνη την εποχή ήταν εξαιρετικά πρωτοποριακό. Στην ίδια παράσταση είδα για πρώτη φορά τόσο κοντά, μπροστά μου, τους ηθοποιούς».
Πότε αποφασίσατε ότι θα γίνετε ηθοποιός;
«Το θέατρο ερχόταν κι έφευγε μέσα μου. Τελειώνοντας το γυμνάσιο, το είχα σχεδόν απωθήσει με τη σκέψη ότι ο χαρακτήρας μου δεν ήταν ο κατάλληλος. “Πήγαινε καλύτερα στο πανεπιστήμιο, στη Φιλολογία, με στόχο την Αρχαιολογία” έλεγα στον εαυτό μου… “Κι άσε καλύτερα το θέατρο, δεν θα τα βγάλεις πέρα με τον χαρακτήρα που έχεις”. Η μητέρα μου, με την οποία είχα μια ιδιαίτερη σχέση, ήταν εκείνη σχεδόν που με πήγε στον Κουν. Αρχικά πήγαμε στο Εθνικό. Αποταθήκαμε σε έναν γνωστό του πατέρα μου που ήταν προϊστάμενος των οικονομικών υπηρεσιών. Αφού είχαμε δει μια παράσταση, τον ρώτησα πότε είναι οι εξετάσεις, μου είπε “την ερχόμενη Δευτέρα”, και τότε εγώ θυμήθηκα ότι εκείνη την ημέρα έγραφα έκθεση για το πανεπιστήμιο. Και είπε τότε εκείνος: “Θα αφήσεις τον γάμο να πας για πουρνάρια;” Mε επηρέασε. Δεν μου άρεσε το πώς σκέφτονταν οι άνθρωποι του θεάτρου για το ίδιο το θέατρο. Ηταν τότε που είπε η μητέρα μου: “Γιατί να μην πας να δώσεις και στον Κουν”»…
Τα πήγατε καλά;
«Συνειδητοποίησα, γυρνώντας στο σπίτι πια, ότι αυτό που έκανα εκεί, τα δύο ποιήματα που είπα, με αφορούσε απόλυτα. Και έπεσα βαρέως ασθενής αναμένοντας τα αποτελέσματα. Ο Πιττακής, στρατιωτικός, αλλά ένας πολύ κοινωνικός άνθρωπος και μπον βιβέρ στα νιάτα του, έβλεπε έτσι το μοναχοπαίδι του και πήγε και κατέβηκε στο Υπόγειο. Συστήθηκε στον Χατζημάρκο. “Xάνουμε το παιδί” του είπε. Και λέει τότε ο Χατζημάρκος: “Πέρασε”. Και ήρθε σπίτι με αυτή την είδηση. Οπου εγώ, κι αυτό που θα πω τώρα είναι κυριολεξία, πήδηξα ψηλά και έπεσα στο πάτωμα από τη χαρά μου. Αντίθετα, όταν μου έφεραν την είδηση ότι πέρασα στο πανεπιστήμιο, κοιμόμουν, το άκουσα και γύρισα πλευρό».
Αρα το σπίτι έπαιξε θετικό ρόλο;
«Δεν ήταν μεγάλη η αποδοχή των γονιών μου, απλώς ως μοναχοπαίδι, μοναχοκόρη, το δέχτηκαν, παράλληλα με το να πάω στο πανεπιστήμιο. Ηταν άνθρωποι με άλλη νοοτροπία. Ισως ήμουν η μόνη στη σχολή μαζί με τη φίλη μου, τη Μαρίνα Γεωργίου, που είχαμε έρθει με τη γνώση και την έγκριση των γονιών μας. Ολοι οι άλλοι ήταν ή κρυφά ή τσακωμένοι ή φευγάτοι από τα σπίτια τους. Κι εκεί, στη σχολή, ο Κουν ήρθε δύο φορές. Μου έδωσε την Αντιγόνη του Ανούιγ. Ενιωσα αμέσως την επαφή…».
Πότε νιώσατε ηθοποιός;
«Δεν ήταν κάτι που το είχα συνειδητοποιήσει πριν. Μέσα στη σχολή κατάλαβα ότι αυτό θέλω να κάνω. Μέσα από έναν αυτοσχεδιασμό με τον Γιώργο τον Λαζάνη. Μου είχε δώσει έναν θάνατο και μια αγωνίστρια της ΕΟΚΑ. Ενιωσα τόση ευφορία, τόση λύτρωση, που μέσα στη σχολή κατάλαβα πια ότι αυτό είναι που θέλω».
Τι θυμάστε από την πρώτη Επίδαυρο;
«Ηταν η στιγμή που η Επίδαυρος άνοιγε πρώτη φορά για θέατρα εκτός Εθνικού. Είχε προηγηθεί η αποκατάσταση της Δημοκρατίας, είχαμε χάσει την Κύπρο, είχε πέσει η χούντα. Υπήρχε ένα αίτημα, όχι μόνο από εμάς: να πετάξουμε. Αυτό δεν το έχω ξαναζήσει. Ηταν στους “Ορνιθες”, που πηγαινοερχόμουν από τη σκηνή στα παρασκήνια για να αλλάξω, ακούγοντας αυτή τη θεία μουσική. Ολα τα έκανα πετώντας. Ηταν μια από αυτές τις στιγμές… Και παράλληλα η αίσθηση ότι έρχεται κάτι καλύτερο, μια ευφορία, μια απογείωση».
Τόσα χρόνια, τόσοι ρόλοι. Ξεχωρίζετε κάποιους;
«Επαιξα τόσο πολλούς ρόλους, από την τραγωδία και το κλασικό ρεπερτόριο, από το σύγχρονο δράμα ως το νεοελληνικό θέατρο. Σαφώς κάποιους επιλέγω, ξεχωρίζω. Στην τραγωδία, την Ανδρομάχη, την οποία έκανα και δύο φορές, σε σκηνοθεσία Λαζάνη. Την Ηλέκτρα στις “Χοηφόρες” της πρώτης “Ορέστειας” το ’80. Ενας δικός μου αγαπημένος ρόλος η Ιώ, στον “Προμηθέα Δεσμώτη”, μια ξεχωριστή παράσταση του Κουν, στην οποία ήταν κάπως διαφορετικά. Κλασικό ρεπερτόριο η Τιτάνια από το “Ονειρο καλοκαιρινής νύχτας”. Μαζί με την “Οπερέτα” του Γκομπρόβιτς, πήρα μετά και το βραβείο Κοτοπούλη. Από το σύγχρονο δράμα τη Γέρμα βέβαια, τον Not I του Μπέκετ· όταν το πρωτόκανα, χτυπούσαν τις πόρτες κι έφευγαν. Νέο ελληνικό έργο, τον “Ηχο του όπλου”, αλίμονο, και οπωσδήποτε τη Βάσω από τη “Νίκη” της Λούλας Αναγνωστάκη».
Εχετε απωθημένα;
«Αισθάνομαι χορτασμένη, δεν υπάρχει απωθημένο, χωρίς να σημαίνει ότι δεν έχω επιθυμία να υποδυθώ κάποιους ρόλους. Οπως την Κλυταιμνήστρα. Ναι, γι’ αυτό και πήγα πέρυσι στο Badminton, για να τη δοκιμάσω. Και κυρίως την Κλυταιμνήστρα της “Ορέστειας”. Κατά καιρούς έχω μια σκέψη, μια αμφιθυμία, να επιστρέψω σε παλιούς ρόλους, ότι τώρα θα τους ερμήνευα καλύτερα, πληρέστερα, αλλά φτάνει μια ματιά στον καθρέφτη. Και με αποτρέπει».
Πόσο σας απασχολεί ο χρόνος;
«Διάβασα ένα κομμάτι της Μέλπως Αξιώτη που λέει “Πότε σου φαίνονται τα πράγματα, τα γεγονότα, κοντινά ή πολύ μακρινά, και τότε χάνεις την αίσθηση του χρόνου, την αίσθηση του χώρου”. Ο χρόνος; Οχι ότι δεν βλέπω. Ναι, ο χρόνος μου φεύγει… Οπότε… Μετά φεύγει. Οπως είπα γι’ αυτόν τον κύκλο, είναι στιγμές… Σε απασχολεί. Λες “δεν έχω χρόνο, πάνε τα χρόνια περάσαν”… Κάποια στιγμή το σκέφτεσαι όμως. Είναι όλα μαζί, και η απογοήτευση, η κατάθλιψη και οι στιγμές που δεν σε αφορά όλο αυτό…».
Τι σας στέρησε το θέατρο;
«Ασφαλώς και κοιτάζοντας πίσω βλέπω ένα μεγάλο μέρος της καθημερινότητάς μου να αναλώνεται στη σκηνή. Ετσι δεν συμβαίνει σε όσους αγαπούν πολύ αυτό που κάνουν; Ο,τι και να είναι αυτό… Η αφοσίωση προϋποθέτει μεράκι, δεν προγραμματίζεται και δεν επιβάλλεται. Ολα τα άλλα είναι μεγαλοστομίες, τροφή σε φιλαρέσκειες, ματαιοδοξίες. Είχα πάντοτε αντίδοτο στο σκοτεινό υπόγειο τα φωτεινά σπίτια και στις ατέλειωτες πρόβες ένα κρασάκι με φίλους. Αυτό μου εξασφάλισε μια κάποια ισορροπία, ώστε να βλέπω από απόσταση αυτό μέσα στο οποίο ήμουν βουτηγμένη και να μου ξανανοίγει η όρεξη για καινούργιες βουτιές σ’ αυτό».
Ενα παιδί;
«Κάποια στιγμή λες κάτι γι’ αυτό… Τόσο όσο. Γιατί τελικά αν κάποιος θέλει, θα το κάνει».
«Ο Κουν ήταν αυτό που δεν λέγεται»
Ξέρατε τι σημαίνει Κουν όταν πήγατε να δώσετε εξετάσεις;
«Οχι, δεν τον ήξερα τότε. Και μάλιστα πήγα με θράσος, απροετοίμαστη εντελώς, με ποίημα. Καβάφης, τι άλλο, με το καημένο “Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον”, καθώς και Ουράνη ή Μαβίλη, αν θυμάμαι καλά. Και τους είπα ό,τι μπορούσε να με κάψει, δηλαδή ότι δεν είμαι καλά προετοιμασμένη. Απέναντι μέσα στο σκοτάδι, στο Υπόγειο, ήταν ο Κουν, ο Γιάννης Σιδέρης, ο Λαζάνης, ο Μίμης. Ο Σιδέρης με ρώτησε για τον Πιττακή. Οταν το είπα στον πατέρα μου, κολακεύτηκε».
Πώς ήταν το κλίμα;
«Στο φουαγέ του θεάτρου, πριν μπούμε μέσα, με έβλεπαν τα άλλα κορίτσια που ήμουν βαμμένη, ντυμένη με πορτοκαλί, με κολιέ, μαυρισμένη, ενώ οι άλλες, ως πληροφορημένες, μου έλεγαν να τα βγάλω για να περάσω: “Ετσι δεν θα περάσεις”. Διέψευσα το κλισέ ότι στον Κουν αν δεν είσαι άβαφτη, αν δεν φοράς μαύρα, και λοιπά, δεν περνάς. Διέψευσα ότι για να περάσεις στο Τέχνης πρέπει να πας ως καλόγρια».
Σας είχε, λένε, αδυναμία ο Κουν…
«Η αδυναμία ήταν αμφίδρομη –ασφαλώς μου είχε αδυναμία. Κι εγώ θαυμασμό, αγάπη, μεγάλη αδυναμία. Ηταν όλα. Ηταν δάσκαλος-πατέρας».
Ποιος ήταν τελικά ο Κάρολος Κουν;
«Ο Κουν ήταν αυτό που δεν λέγεται. Απλώς, αυτό που δεν λέγεται. Το άλλο. Πού έγκειται η γοητεία των ανθρώπων; Αυτή η αύρα, η παρουσία, το πάθος. Που ενώ ήταν ένας άνθρωπος πολύ εσωστρεφής, από σπίτι, έβγαινε προς τα έξω μόνο για το θέατρο, για να κερδίσει κάτι για το θέατρο. Η αφοσίωση ήταν μέρος της γοητείας του. Ηταν εκεί, πάντα εκεί… Και στις πρόβες δεν σου έλεγε τίποτα».
Σκέφτεστε πάντοτε τον Κουν;
«Δεν σκέφτομαι τους ανθρώπους, τους φέρω μέσα μου. Κάποτε-κάποτε, όταν βρεθώ στο Α’ Νεκροταφείο, αφήνω ένα τσιγαράκι στον τάφο του. Αυτό».
πότε & πού:
«Οταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί» του Ιψεν από τις 26 Φεβρουαρίου στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



