Με απογοήτευσε η Λίλα Μαραγκού στην «Καθημερινή» της περασμένης Κυριακής εξαιτίας της διαφωνίας της για την επιλογή ενός ξένου στο τιμόνι του Μουσείου Μπενάκη.
Το επιχείρημά της, χαριτωμένο αλλά τελείως τρελό: «Δεν θα έπρεπε να αναλάβει κάποιος που ξέρει ότι αυτή τη σκάλα στο Μουσείο την ανεβοκατέβαινε ο Τρελαντώνης;».
Βέβαια, και ο Γιάννης Τσαρούχης την ανεβοκατέβαινε για να δει τα Φαγιούμ του Τρελαντώνη, αλλά δεν έπαψε να επαναλαμβάνει πως η Ελλάδα αρχίζει έξω από τα σύνορά της και πως «όποιος σε πενήντα χρόνια δεν έχει γίνει ανθέλλην δεν θα θεωρείται εθνικώς σκεπτόμενος». (Τα πενήντα χρόνια βεβαίως έχουν περάσει.)
Αλλά το θέμα δεν είναι η Μαραγκού, ο Τρελαντώνης ή ο Τσαρούχης. Το θέμα είναι ο «ξένος» ως προς τους Ελληνες Ολιβιέ Ντεκότ, όπως άλλωστε και ο Georges Loukos.
Ποιοι όμως είναι οι Ελληνες, εκτός από τους μετέχοντες της ημετέρας παιδείας; Απαντώ ευθέως: οι «ημέτεροι». Οι πάσης φύσεως ημέτεροι σε αυτό το μπαλωμένο δίχτυ ημετέρων που είναι η Ελλάδα. Οι ημέτεροι που κυβερνούν με μια «ημέτερη» κάθε φορά κομματική παιδεία.
Πιστεύω ότι σήμερα κατ’ εξοχήν Ελληνες είναι οι μη ξενοφοβικοί συμπατριώτες μου από τα μέλη του ΔΣ του Μουσείου Μπενάκη που επέλεξαν έναν ξένο ως τις γιαγιάδες της Μυτιλήνης που τον περιέθαλψαν. Ελληνες είναι κυρίως οι παραβάτες της Ελλάδας για τους οποίους η προσέγγιση εκείνης της μακρινής αμάραντης μητέρας (όχι υποχρεωτικά των Αρχαίων αλλά και του Ελύτη) επιβάλλει το ταχύτερο την απομάκρυνσή τους από την κοντινή Ελλάδα της Vodafone, της Wind και των μητρικών εταιρειών.
Και επειδή το σύνθημα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» είναι διαρκώς επίκαιρο, όπως ακριβώς ήταν το ’67, διότι η χούντα –μια ορισμένη χούντα –δεν έχει πέσει ακόμη, επειδή κυρίως «η Ελλάδα δεν ανήκει στους Ελληνες» –συλλογισμός του Δ. Δημητριάδη σε ομιλία του στο Γαλλικό Ινστιτούτο το 2000, συλλογισμός, επιμένω, άκρως επαγωγικός, επειδή συνάγει ένα γενικό συμπέρασμα από επιμέρους προτάσεις (βλ. Δ. Δημητριάδης, Εμείς και οι Ελληνες, εκδόσεις Αγρα) -, τότε με αυτήν ακριβώς τη συλλογιστική ο Ντεκότ μπορεί να προταθεί για διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, όπως επίσης και ο Δημητριάδης για διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου.
Ποιος έχει αντίρρηση; Μόνο όταν οι επιθετικοί προσδιορισμοί αντιμετατίθενται, ο προσκαλών μεταβάλλεται σε προσκεκλημένο.
Αν οι Νεοέλληνες δεν αντιλαμβάνονται ότι «το ίδιον των Ελλήνων είναι αμίμητο επειδή ουδέποτε έλαβε χώρα», τότε είναι γνώρισμα των Νεοελλήνων ότι το ίδιόν τους μπορεί κανείς εύκολα να το μιμηθεί: ο Γεωργιάδης τον Σκουρλέτη, η Μενεγάκη την Καϊλή και εξάπαντος ο Μπογδάνος τον Πορτοσάλτε.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ