Δεν του έφτανε ο λαλίστατος Βαρουφάκης του Τσίπρα, έχει τώρα και τον Πανούση. Εδωσε την αποκλειστική του συνέντευξη, πριν καν απευθυνθεί στη Δικαιοσύνη, στο έντυπο που πριν λίγες μέρες είχε εκθέσει την Περιστέρα στα πρωτοσέλιδα. Διότι αυτοί οι ανεκπλήρωτοι ευεργετηθέντες υπουργήσιμοι παντός καιρού, ένα ιερό και ένα όσιο έχουν: τον θόρυβο.
Συχνά διερωτώμαι αν η κυβερνώσα Αριστερά θα μπορούσε να επιβάλει εκείνη τη «βίαιη διάνοιξη» για την οποία μας μιλά ο Μπαντιού στο πρόσφατο βιβλίο του περί ευτυχίας (εκδόσεις Πατάκη). Δεν θα μπορούσε. Οχι μόνο γιατί είναι βραχυκυκλωμένη από την ηγεμονική Ευρώπη, αλλά γιατί η ίδια με τους λαλίστατους, προκειμένου να κυβερνήσει, έχει απαλείψει τον βίαιο χαρακτήρα της πάλαι ποτέ «μαμής της Ιστορίας». Η Αριστερά πλέον σε εμμηνόπαυση δεν χρειάζεται μαμή και γι’ αυτόν τον λόγο δεν γράφει Ιστορία.
Ως κατ’ εξοχήν «βίαιη διάνοιξη» θεωρώ τη γραφή που, από αυτή την άποψη, δεν είναι μέσο έκφρασης αλλά νυστέρι για το απόστημα της φλυαρίας όλων των ομιλητών και των συνομιλητών τους στην εξουσία. Γράφουμε προετοιμάζοντας ό,τι ο γάλλος φιλόσοφος αποκαλεί «όχι μια τυφλή αλλά μια ορθολογικά προσανατολισμένη εξέγερση προς την υλοποίηση της συλλογικής και οικουμενικής ευτυχίας».
Για να το πω με δικά μου λόγια: γράφουμε για να ευτυχήσουμε με τόλμη και αρετή. Η ευτυχία άλλωστε, το γνωρίζουμε από τον Σπινόζα, «δεν είναι ανταμοιβή της αρετής αλλά η ίδια η αρετή».
Ιδού λοιπόν πώς εννοώ σε ό,τι με αφορά τη «βίαιη διάνοιξη»: γράφοντας από μακριά, όπως ο Μαρά στο λουτρό του. Επανατοποθετώντας δηλαδή με τη γραφή μου το ερώτημα περί του νοήματος στη βάση μιας πληθυντικότητας τρόπων και γλωσσών (δοκίμιο, ποίηση, θέατρο) προκειμένου να αποσταθεροποιούμαι και να αποσταθεροποιώ τους καθημερινούς μικρο-ολοκληρωτισμούς, δηλαδή την ίδια την ολοποιητική φύση του νοήματος. Αν δεν εισάγουμε το παρανοημένο στους πυλώνες αυτής της θεαματικής κοινωνίας, αν δεν ρίξουμε σκοτάδι στο ηλεκτρονικό της φως που εμφανίζει καλύπτοντας τον κυνισμό και τη σοβαροφάνεια, και περισσότερο τον πάση θυσία επιτελεστικό της τρόπο σε δόξα και χρήμα, δεν έχουμε τίποτα το αξιόλογο γράψει.
Και επειδή το ερώτημα περί του νοήματος διακυβεύεται μόνο στη γραφή, επιδιώκω γράφοντας να εκπλαγώ, αλλά εις μάτην. Διότι πώς να εκπλήξει κανείς τον εαυτό του απευθυνόμενος θεαματικά συνεχώς;
Δεν ήταν άραγε ανέκαθεν προϋπόθεση της έκπληξης και της ευτυχίας η σιωπή;

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ