Ο τίτλος είναι φιλόδοξος, όπως είναι αναμενόμενο για το έργο ενός νομπελίστα. Οι «Σημειώσεις πάνω στον θάνατο της κουλτούρας –Δοκίμια για το θέαμα και την κοινωνία» του Μάριο Βάργκας Λιόσα θέτουν στο επίκεντρό τους τον θρυμματισμό της σύγχρονης κουλτούρας σε νησίδες προσωποποιημένης πρόσληψης, ενημέρωσης, ψυχαγωγίας. Ο θρίαμβος της «τεχνο-διασκέδασης», του κατά Λιόσα «θεάματος», επέφερε την εξάλειψη των κοινών αναφορών, του κοινού πλαισίου αντίληψης, της κοινής κουλτούρας –ενός συστήματος που ο ίδιος επιχειρεί να ορίσει μέσα από τα γραπτά μιας σειράς ονομαστών διανοουμένων, από τον Τ. Σ. Ελιοτ και τον Τζορτζ Στάινερ ως τον Γκι Ντεμπόρ. Ελαφρά λογοτεχνία, εύκολη ευχαρίστηση, το πανταχού παρόν Internet πιστοποιούν για τον Λιόσα την εξαφάνιση της κουλτούρας όπως τη γνωρίζαμε.
Για τον Τζόσουα Κοέν των «New York Times» το ζήτημα είναι υπαρκτό και ακανθώδες, αλλά η διαπραγμάτευσή του από τον περουβιανό λογοτέχνη, αντί φιλοσοφικής προσέγγισης, καταλήγει σε λίστα παραπόνων –για το Ισλάμ, τον κίτρινο Τύπο, την ηδονοθηρία. Διαπιστώσεις όπως «οι σεφ και οι σχεδιαστές μόδας απολαμβάνουν σήμερα το κύρος που παλαιότερα επιφυλασσόταν στους επιστήμονες», «το κενό που άφησε η εξαφάνιση της κριτικής πληρώθηκε ανεπαίσθητα από τη διαφήμιση», «σήμερα οι άνθρωποι ασχολούνται με τον αθλητισμό σε βάρος και ως υποκατάστατο των διανοητικών αναζητήσεων» θα μπορούσαν πράγματι να προέρχονται άνετα από το ρεπερτόριο των κάθε λογής τετριμμένων επικρίσεων πτυχών της νεωτερικότητας. (Ο Πιέρο Καμπορέζι, για παράδειγμα, παραθέτει στις «Ηδονικές γεύσεις», εκδ. Αλεξάνδρεια, διάφορους μύδρους που δυσαρεστημένοι διανοούμενοι εξαπέλυαν κατά της δημοτικότητας που μάγειρες και ζαχαροπλάστες της Ευρώπης του 18ου αιώνα υφάρπαζαν από τους ίδιους.)
Ο Κοέν επιμένει μάλιστα ότι ο Λιόσα επιρρίπτει ευθύνες στον εκδημοκρατισμό της κουλτούρας για την έκπτωσή της, την ίδια στιγμή που απευθύνει κάλεσμα «σε περισσότερους να διαβάζουν περισσότερο». Η αντίφαση ολοκληρώνεται για τον αρθρογράφο, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο ίδιος ο περουβιανός νομπελίστας συνδύαζε κατ’ εξοχήν στο έργο του στοιχεία της «λόγιας» και της «λαϊκής» κουλτούρας.
Οπως θα ταίριαζε ίσως σημειολογικά σε έναν τέτοιο διάλογο για την ποιότητα της σύγχρονης κουλτούρας, η συζήτηση λήγει τελικά με τον νομπελίστα να καταγγέλλει δημοσίως τον αρθρογράφο (και την εφημερίδα να απολογείται σε εκδοτικό σημείωμα) επειδή στην κριτική του συμπεριλαμβάνει ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες για πτυχές της προσωπικής του ζωής…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ