Ηλέκτρα, Κλυταιμνήστρα, Μήδεια, Αντιγόνη και τώρα Ιφιγένεια: η Αμαλία Μουτούση πορεύεται στο αρχαίο δράμα με πίστη, αφοσίωση –σιωπηλά. Είτε πρόκειται για Κεχαΐδη και Μολιέρο είτε Σαίξπηρ και Ευριπίδη, όπως τώρα με την «Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων», στην παραγωγή του ΚΘΒΕ και σε σκηνοθεσία του Θωμά Μοσχόπουλου.
«Το χαρακτηριστικό της Ιφιγένειας είναι το τοπίο των αποχρώσεων, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους ρόλους που μπορείς να δεις καθαρά τη νύχτα και τη μέρα. Εδώ βλέπεις τη μετάβαση από τη νύχτα στη μέρα, βλέπεις τη χαραυγή. Κι είναι πολύ δύσκολο να αποδοθεί…
Ο Ευριπίδης πείραξε τον μύθο για να τον φέρει πιο κοντά στην πραγματικότητα. Εφτιαξε ήρωες πιο κοντά στους ανθρώπους και τους παρουσιάζει με όλα τους τα πάθη και τις αγωνίες της ψυχής και του σώματος. Η Ιφιγένεια –δεν είναι τυχαίο ότι δυσκολεύονται να την κατατάξουν –κινείται μετά το τραγικό. Είναι το δράμα της σωτηρίας δύο ανθρώπων του ιδίου αίματος, από έναν κόσμο βαρβαρότητας.
Η χώρα των Ταύρων, από την οποία υποτίθεται ότι θέλουμε να ξεφύγουμε, είναι η χώρα που ο καθένας έχει μέσα του. Το μέσα μας είναι η χώρα. Αρα από πού ακριβώς ξεφεύγουμε; Από εμάς;
Για μένα η συνεργασία είναι το άλας αυτής της δουλειάς. Ταλαντούχος είναι ο καλλιτέχνης που ξέρει να συνεργάζεται. Κανένας δεν μπορεί μόνος. Μας το μαθαίνει και η ζωή αυτό.
Και βλέπουμε ότι οι πολιτικοί, που δεν μπορούν να το κάνουν, έχουν φέρει τη χώρα στο χείλος του γκρεμού. Αν ο πολιτικός έχει συναίσθηση ότι αυτό με το οποίο ασχολείται δεν είναι δικό του και ότι ο ίδιος βρίσκεται σε αυτή τη θέση ως μέσον για να το υλοποιήσει, τότε μπορεί κάτι να γίνει…
Μέσα σε αυτή την κόλαση, που κάνει τόση φασαρία, που έχει τόσο κακό ήχο και ακούγονται τόσο λάθος λόγια, κι όλα
είναι τόσο παραπλανητικά, οι φωτισμένοι άνθρωποι (γιατί υπάρχουν) διοχετεύουν τον λόγο τους εκεί που είναι εποικοδομητικός. Προσωπικά, και είναι ένας από τους λόγους που αντέχω, συναντώ στην καθημερινότητά μου αγγέλους επί της γης.
Δεν έχουμε μάθει να κάνουμε χρήση του μύθου πάνω μας. Η επέκταση του μύθου είναι να χρησιμοποιήσουμε το παραμύθι. Πόση ανάγκη έχουμε από ιστορίες, από παραμύθια… Είναι οι γιαγιάδες και οι παππούδες που μας τις λένε. Και θέλουμε να μην τις ξεχάσουμε. Πέρα από οποιοδήποτε εξωτερικό στοιχείο, το να διηγηθείς το παραμύθι κάνει τη ζωή να υφίσταται, να εξελίσσεται. Με έναν τόσο απλό τρόπο θα ήθελα να βλέπω την τέχνη αυτών των κειμένων: όπως μια σοφή γιαγιά, που έχει μεγαλώσει με χαρισματικό τρόπο τα μέλη της οικογένειάς της.
Δεν ξέρω αν υπάρχει καλό τέλος. Στο έργο βλέπουμε την αποκατάσταση της ισορροπίας. Αυτά τα δύο παιδιά ξεφεύγουν από την κατάρα, αλλά όταν φύγουν από την Ταυρίδα δεν είναι πια μαζί. Μόνον ο Ορέστης πάει στο Αργος –και το Αργος είναι κάτι σαν τη Μόσχα του Τσέχοφ.
Δεν θέλω να φοβάμαι. Αυτό που ζούμε είναι μια κόλαση. Θέλω να σκέφτομαι ότι όλα αυτά έγιναν γιατί δεν είχαμε καθόλου μηχανισμούς αμύνης, δεν είχαμε αντισώματα. Δεν δούλεψε το ανοσοποιητικό μας σύστημα. Ούτε στη χρήση της σχέσης μας με την Ευρώπη. Δεν πήγαμε προς το πιο υγιές αλλά προς το άρρωστο. Δεν ξέρουμε να διαφυλάξουμε την ταυτότητά μας, χωρίς να είμαστε κλειστοί απέναντι στην οποιαδήποτε επιρροή.
Πώς τα δύο να κάνουν ένα τρίτο; Αυτό είναι που έχει σημασία. Το είδα πρόσφατα στην παράσταση που έκανε ο Μιχαήλ (σ.σ.: Μαρμαρινός, «Νέκυια») και πώς στάθηκε δίπλα στο βυζαντινό το Αλλο, το ιαπωνικό. Δεν είχαμε όμως ποτέ αυτή την ιδιοσυγκρασία.
Εχουμε χάσει την επαφή με αυτό που μας χαρακτηρίζει. Πώς να είμαστε ανοιχτοί σε όλα τα ρεύματα και να τα ενσωματώνουμε, εκτιμώντας τα δικά μας χρώματα. Κι αν με ρωτήσεις δεν ξέρω τι χαρακτηρίζει σήμερα τους νέους Ελληνες. Είναι σαν να βλέπω μια ξένη φυλή, μια βάρβαρη φυλή».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ