Επειτα από τη μετωπική σύγκρουση με την Ευρώπη, η οποία αποτράπηκε την τελευταία στιγμή, ο Αλ. Τσίπρας καλείται να αποφασίσει αν θα προχωρήσει στη ρήξη με το κόμμα του. Εχοντας ήδη μετρήσει 39 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ να του γυρίζουν την πλάτη τα ξημερώματα της προηγούμενης Πέμπτης, κατά την πρώτη ψηφοφορία επί του τρίτου Μνημονίου, ο Πρωθυπουργός μοιάζει εγκλωβισμένος στη διστακτικότητά του να ξεκαθαρίσει την κατάσταση στο κόμμα όσο ήταν απολύτως κυρίαρχος.
Ρήξη ή συμβιβασμός


Ετσι, σύμφωνα με τα όσα επισημαίνουν μετριοπαθή στελέχη αλλά και εκείνοι που βρίσκονται απέναντι στον κ. Τσίπρα, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έχει σήμερα θεωρητικά δύο βασικές επιλογές: είτε να επιδιώξει μια ρήξη με τους «ριζοσπάστες» του κόμματος –κάτι που λόγω και των καταστατικών δεσμεύσεων θα ισοδυναμεί με απόφαση διάλυσης του ΣΥΡΙΖΑ –ή για μία ακόμη φορά να επιλέξει τον συμβιβασμό, ο οποίος μοιραία θα θεωρηθεί πολιτική του ήττα. Η τρίτη «επιλογή» είναι να αναμένει και απλώς να ελπίζει ότι κάποιοι θα αλλάξουν γνώμη…
Επειτα από την τραυματική ψηφοφορία της προηγούμενης Πέμπτης ο Πρωθυπουργός απέφυγε να ενεργήσει ακαριαία. Το μόνο που έκανε ήταν να διοχετεύσει μια διαρροή από συνομιλία του κατά τη διάρκεια σύσκεψης, όπου αποδοκίμαζε ευθέως τους διαφωνούντες.
Βάσει των όσων ο κ. Τσίπρας φερόταν να δηλώνει: «Το γεγονός ότι δεν εκφράστηκε ουσιαστική και τεκμηριωμένη αντίρρηση περί της αληθινής ισχύος του εκβιασμού (σ.σ.: της συνόδου των Βρυξελλών) καθιστά την επιλογή 32 βουλευτών να μη μοιραστούν την ευθύνη τόσο με εμένα προσωπικά όσο και με τους υπόλοιπους 110 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ μια επιλογή που έρχεται σε σύγκρουση με τις αρχές της συντροφικότητας και της αλληλεγγύης και σε μια κρίσιμη ώρα δημιουργεί ένα ανοιχτό τραύμα στο εσωτερικό μας. Προσωπικά δεν δύναμαι να επιτρέψω σε κανέναν, μετά τα όσα πέρασα έξι μήνες, να θεωρεί ότι έχει ισχυρότερο δίλημμα συνείδησης έναντι των κοινών μας αρχών, αξιών, θέσεων και ιδεολογικών αναφορών. Η επιλογή δε αυτή των συντρόφων μας καθιστά ουσιαστικά έωλη τη στήριξη της πρώτης στην ιστορία του τόπου κυβέρνησης της Αριστεράς, καθώς πλέον είμαι αναγκασμένος να συνεχίσω ως και την ολοκλήρωση της συμφωνίας, με κυβέρνηση που θα στηρίζεται σε μειοψηφικό αριθμό βουλευτών σε σχέση με τον συνολικό αριθμό των 300 αντιπροσώπων».
Η πραγματικότητα είναι πως κατόπιν όλων αυτών ο κ. Τσίπρας δεν διαθέτει καν τα μέσα για να προχωρήσει σε σύγκρουση με την Αριστερή Πλατφόρμα ή τους λοιπούς διαφωνούντες, παρά μόνο σε επίπεδο φραστικό.
Η αδυναμία αυτή τεκμηριώνεται από τις καταστατικές προβλέψεις του ΣΥΡΙΖΑ και τις πραγματικές συνθήκες. Σύμφωνα με κοινοβουλευτικά στελέχη του κόμματος, το μόνο που έχει τη δυνατότητα να πράξει ο Πρωθυπουργός σε αυτή τη συγκυρία είναι να απομακρύνει τους υπουργούς που έχουν διαφωνήσει, κάτι που πάντως εκτιμάται ότι θα ρίξει λάδι στη φωτιά και ενδεχομένως να λειτουργήσει ως θρυαλλίδα για πρωτοβουλίες εκ μέρους των διαφωνούντων.
Με βάση το Καταστατικό του ΣΥΡΙΖΑ, ο πρόεδρος του κόμματος δεν έχει καν δυνατότητα και αρμοδιότητα να εισηγηθεί ή να αποφασίσει διαγραφές μελών ή βουλευτών. Στο σχετικό άρθρο 7 του Καταστατικού περί «Αναστολής, απώλειας ιδιότητας μέλους» αναφέρεται μεταξύ των άλλων:

«Ενα μέλος παύει να έχει την ιδιότητα του μέλους όταν υποβάλει ρητά παραίτηση – αποχώρησή του ή όταν εγγραφεί ή συμμετέχει σε άλλον πολιτικό φορέα ή σε ψηφοδέλτιο άλλου φορέα στις βουλευτικές εκλογές ή στις ευρωεκλογές. Σε αυτές τις περιπτώσεις ενημερώνεται η συνέλευση της Οργάνωσης Μελών στην οποία ανήκε το μέλος.

Από ένα μέλος αφαιρείται η ιδιότητα του μέλους του ΣΥΡΙΖΑ όταν δρα αντίθετα και παραβιάζει το Καταστατικό και τις αρχές του. H απόφαση λαμβάνεται από τη συνέλευση της Οργάνωσης Μελών στην οποία ανήκει, αφού διαπιστωθεί απαρτία και με πλειοψηφία 3/4 και αφού προηγουμένως το μέλος κληθεί γραπτώς να εξηγήσει τη στάση του/της. H απόφαση της Οργάνωσης Μελών πρέπει να εγκριθεί από το αμέσως ανώτερο όργανο για να ισχύσει. Για περίπτωση μέλους της ΚΕ απαιτείται έγκριση από την ΚΕ, με αυξημένη πλειοψηφία 3/5»
.
Απέναντί του νομαρχιακές και ΚΕ


Υπό τις παρούσες συνθήκες, η πραγματικότητα που δένει τα χέρια του κ. Τσίπρα είναι η εξής: τουλάχιστον το 60% των νομαρχιακών οργανώσεων του ΣΥΡΙΖΑ ελέγχονται από τους διαφωνούντες. Επιπλέον, περισσότερα από τα μισά μέλη της ΚΕ (109 εκ των 201) έχουν διαφωνήσει εγγράφως με τη «στροφή» του Πρωθυπουργού και ζητούν σύγκληση του οργάνου προκειμένου να γίνει η σχετική συζήτηση. Τα στοιχεία αυτά καθιστούν σαφές ότι ο κ. Τσίπρας αυτή τη στιγμή δεν ελέγχει την Κεντρική Επιτροπή του κόμματός του.
Επιπροσθέτως δε, στο άρθρο 14 του Καταστατικού, όπου ορίζεται το πλαίσιο αρμοδιοτήτων του προέδρου, αναφέρεται ρητώς: «Ο/Η πρόεδρος λειτουργεί στο πλαίσιο των αποφάσεων της Κεντρικής Επιτροπής. Σε περίπτωση άρσης της εμπιστοσύνης της Κεντρικής Επιτροπής από το 50% +1 των μελών της προς τον πρόεδρο συγκαλείται έκτακτο συνέδριο». Το 50%+1 αυτή τη στιγμή είναι ορατό…
Επίσης, το σενάριο που φέρει τον κ. Τσίπρα αποφασισμένο να προχωρήσει σε εκλογές με λίστα, αποκλείοντας από αυτήν όσους καταψήφισαν τη συμφωνία τα ξημερώματα της προηγούμενης Πέμπτης, είναι κατ’ ουσίαν παντελώς αβάσιμο, σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 23 του Καταστατικού. Εκεί ορίζονται τα εξής σε σχέση με την «Επιλογή υποψηφίων βουλευτών/ίνων και ευρωβουλευτών/ίνων»: «Η επιλογή των υποψήφιων βουλευτών γίνεται με απόφαση των Νομαρχιακών Επιτροπών μετά από διαβούλευση με τις ΟΜ (οργανώσεις μελών). Η Κεντρική Επιτροπή έχει το δικαίωμα αιτιολογημένης τροποποίησης των επιλογών των Νομαρχιακών Επιτροπών με αυξημένη πλειοψηφία 70%, αφού προηγουμένως συζητήσει με τις Νομαρχιακές Επιτροπές. Σε κάθε περίπτωση η τελική έγκριση των υποψήφιων βουλευτών ανήκει στην Κεντρική Επιτροπή».

Το δίλημμα
Νέο φιλοευρωπαϊκό κόμμα ή τακτική αναμονής;

Ο καταγραφόμενος συσχετισμός δυνάμεων στην ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα καθιστά τον κ. Τσίπρα κατά πάσα πιθανότητα ανίσχυρο να προχωρήσει στη ρήξη με τους «λαφαζανικούς» ή όποιους άλλους συμπαρατάσσονται με το μέτωπο ενάντια στη συμφωνία της 13ης Ιουλίου.
Υπό αυτές τις συνθήκες ο Πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη στιγμή έχει δύο επιλογές, όπως χωρίς περιστροφές αναφέρουν κοινοβουλευτικά και άλλα στελέχη του κόμματος:
–Η μία είναι να αναλάβει το κόστος διάλυσης του κόμματος και να προχωρήσει στη δημιουργία ενός νέου, με τον ίδιο επικεφαλής και σαφώς ευρωπαϊκό προσανατολισμό και χαρακτηριστικά, διεκδικώντας ακόμη και τον χώρο της Σοσιαλδημοκρατίας.
–Η άλλη είναι να ακολουθήσει την πάγια τακτική της παράλληλης πλεύσης σε δύο βάρκες, να παρατείνει την εκκρεμότητα και να ελπίζει απλώς ότι σε μια ενδεχόμενη εκλογική αναμέτρηση θα αποκομίσει τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη και μια σύνθεση της ΚΟ που θα τον καθιστά κοινοβουλευτικά κυρίαρχο, ως τη στιγμή που θα επιλέξει εν τέλει να συγκρουστεί οριστικά με το παρελθόν του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ