Η ελληνική κυβέρνηση γιορτάζει ακόμη το δημοψήφισμα της Κυριακής, οι δανειστές όμως ακονίζουν τα μαχαίρια. Αυτή η εικόνα κυριαρχούσε τη Δευτέρα στη γερμανική δημοσιότητα. Η νίκη του Αλέξη Τσίπρα «θα αποδειχθεί σύντομα πύρρειος», εκτιμούσε το περιοδικό «Der Spiegel». Η ενίσχυση της θέσης του στην Ελλάδα δεν έχει ανάλογο αντίκρισμα στην Ευρώπη. Το αντίθετο μάλλον – προκαλεί το δικό της «όχι».

Παρόμοιο συμπέρασμα βγαίνει και από τη δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου Στέφεν Σάιμπερτ: Σύμφωνα με αυτήν δεν υπάρχουν πλέον οι προϋποθέσεις για ένα τρίτο πρόγραμμα για την Ελλάδα, δεδομένου ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος συνιστά απόρριψη της αρχής της «αλληλεγγύης έναντι ιδίων προσπαθειών» που αποτελεί τη βάση για την παροχή οποιασδήποτε βοήθειας. «Η καγκελάριος λέει „όχι” στον Τσίπρα» έγραψε το ίδιο περιοδικό.

Στην πραγματικότητα βέβαια τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η νίκη του «όχι» δεν έχει μείνει στα όρια της Ελλάδας, αλλά έχει προκαλέσει σεισμό και στη Γερμανία. Η εφημερίδα «Die Zeit» γράφει για «πανωλεθρία» της Άνγκελα Μέρκελ. Η καγκελάριος κάθεται τώρα πάνω στα ερείπια της ευρωπαϊκής πολιτικής της. Το δίλημμά της: Ή, θα προωθήσει το grexit, την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη – οπότε θα μείνει στην ιστορία ως η πολιτικός που εγκαινίασε την καταστροφή της Ευρώπης. Ή, θα κάνει σοβαρές παραχωρήσεις στον κ.Τσίπρα – κάτι που θα προκαλέσει την εξέγερση σοβαρής μερίδας της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματός της, των Χριστιανοδημοκρατών.

Και ακόμα χειρότερα γι αυτήν: Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, όπως όλα δείχνουν, καραδοκεί στη γωνία, και δεν αποκλείεται, αν τον ευνοήσουν οι περιστάσεις, να επιχειρήσει να πάρει ρεβάνς για την ταπεινωτική ήττα που υπέστη το 2000, όταν η κ.Μέρκελ, εκμεταλλευόμενη ένα οικονομικό σκάνδαλο, τον εκτόπισε από τη θέση προέδρου των Χριστιανοδημοκρατών.

Η εντύπωση που προκαλείται έτσι είναι, ότι χάρη στην Ελλάδα εδραιώνεται, δίπλα σε μια ευρωπαϊκή δημοσιότητα, και μια ευρωπαϊκή πολιτική – πέρα από αυτήν που ασκείται στις Βρυξέλλες. Προβλήματα, όπως το ελληνικό, παύουν να είναι θέματα εσωτερικής, ή εξωτερικής διαχείρισης των ξεχωριστών κρατών, αλλά αποκτούν νέα αυθύπαρκτη διάσταση: την ευρωπαϊκή. Και αυτή η διάσταση επηρεάζει με τη σειρά της τις εσωτερικές εξελίξεις, όπως φαίνεται από την εσωκομματική κρίση στους Χριστιανοδημοκράτες και την εσωκυβερνητική στο Βερολίνο λόγου ενός γνήσιου ευρωπαϊκού προβλήματος – του ελληνικού.

Με τη νίκη του στο δημοψήφισμα ο κ.Τσίπρας δεν κέρδισε βέβαια κάποιο καινούριο σύμμαχο σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αν εξαιρέσει κανείς την πιο ευμενή στάση που του δείχνουν τελευταία ο γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ και ο ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι, ο έλληνας πρωθυπουργός παραμένει απομονωμένος στην ευρωζώνη – κάτι που θα φανεί κατά πάσα πιθανότητα και στην έκτακτη σύνοδο κορυφής της Τρίτης στις Βρυξέλλες. Το «κέρδος» του είναι λοιπόν προς το παρόν μόνο έμμεσο: περιορίζεται στους κραδασμούς που προκαλεί η νίκη του από μακριά στη γερμανική κυβέρνηση.

Αυτό δεν σημαίνει, ότι η τελευταία παραμένει άπρακτη. Το αντίθετο μάλιστα: Η καγκελάριος πέρασε ήδη τη Δευτέρα στην αντεπίθεση. Με το ταξίδι της στο Παρίσι σήμερα βράδυ θέλει να επανακτήσει την πρωτοβουλία κινήσεων και να ξαναβρεί με τον κ.Ολάντ κοινή γραμμή έναντι του κ.Τσίπρα. Κι αν κρίνει κανείς από τις δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου, η γραμμή αυτή θα είναι «σκληρή», δεν θα περιλαμβάνει δηλαδή ούτε νύξη για «κούρεμα». Αυτό, σύμφωνα με κυβερνητική πηγή, έχει εξορισθεί οριστικά από την ατζέντα των διαπραγματεύσεων ύστερα από το άδοξο τέλος, ή μάλλον, μη τέλος του δεύτερου προγράμματος βοήθειας την προπερασμένη εβδομάδα.

Αυτό οδηγεί και στην ακύρωση της συμφωνίας, που είχε επιτευχθεί το Νοέμβριο του 2012 στο Eurogroup, σύμφωνα με την οποία το θέμα της αναδιάρθρωσης θα ετίθετο προς συζήτηση, εφόσον είχε προηγουμένως κλείσει επιτυχώς το δεύτερο πρόγραμμα και η Ελλάδα είχε τηρήσει πλήρως τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από αυτό. «Ακυρώθηκε το δεύτερο πρόγραμμα, ακυρώθηκε και η συμφωνία ελάφρυνσης του χρέους» είπε χαρακτηριστικά.

Η μπάλα παίρνει όμως και τους τόκους ύψους 1,9 δισεκατομμυρίων ευρώ, που είχαν κερδίσει οι Κεντρικές Τράπεζες των χωρών-δανειστών από την κατοχή ελληνικών ομολόγων και οι οποίοι επρόκειτο να επιστραφούν στο ελληνικό κράτος. Η επιστροφή αυτή δεν ήταν οργανικό στοιχείο του δεύτερου προγράμματος, μια ιδιαίτερη συμφωνία όμως μεταξύ δανειστών και Αθήνας την υπήγαγε επίσης σε αυτό. Ύστερα από την πρόωρη λήξη του προγράμματος όμως, σύμφωνα με την πηγή, ούτε κι αυτά τα χρήματα θα εισρεύσουν στα ελληνικά ταμεία.

Τώρα, πρόσθεσε η πηγή, οι διαπραγματεύσεις πρέπει να ξαναρχίσουν από την αρχή. Η προϋπόθεση γι αυτό είναι η κατάθεση μια πρότασης από την Αθήνα στο ευρωπαϊκό ταμείο χρηματοπιστωτικής στήριξης ESM, η οποία για να εγκριθεί τελικά θα πρέπει να περάσει από τη βάσανο μιας σειράς θεσμών: του συμβουλίου του ESM, των θεσμών, του Eurogroup, ορισμένων κοινοβουλίων και πάει λέγοντας. «Οι διαδικασίες που προβλέπονται για την παροχή δανείου από το ESM είναι εντελώς διαφορετικές από εκείνες του EFSF» (σ.σ.: του ταμείου που χρηματοδότησε το δεύτερο πρόγραμμα) είπε. «Την Αθήνα περιμένει Γολγοθάς διαπραγματεύσεων μέχρι την έγκριση του τρίτου προγράμματος».

Τον πρώτο λόγο όμως θα τον έχουν την Τρίτη οι πρωθυπουργοί και οι αρχηγοί κρατών της ευρωζώνης. Αυτοί θα κρίνουν, αν οι προτάσεις που θα τους υποβάλει ο κ.Τσίπρας αποτελούν κατάλληλη βάση για διαπραγματεύσεις. Το πιθανότερο είναι ότι θα υπάρξει ένα πρώτο «Ναι» στην έναρξη των διαπραγματεύσεων. Αν και όχι λίγοι από τους παριστάμενους, όπως προκύπτει από προηγούμενες δηλώσεις τους, θα προτιμούσαν να πουν σε αυτές ένα κατηγορηματικό «όχι».