ΤΟ ΒΗΜΑ/ PROJECT SYNDICATE

του Ashoka Mondy
Πριν από 200 χρόνια, η ήττα του Ναπολέοντα Βοναπάρτη στη μάχη του Βατερλώ από έναν συμμαχικό στρατό επικεφαλής του οποίου ήταν ο Δούκας του Ουέλινγκτον επανακαθόρισε το μέλλον της Ευρώπης. Τώρα η Βρετανία, ενδέχεται να είναι έτοιμη να κάνει το ίδιο πράγμα για ακόμη μία φορά.
Το Ηνωμένο Βασίλειο, η νέα κυβέρνηση του οποίου, με πρωθυπουργό τον Ντέιβιντ Κάμερον, δεσμεύτηκε για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, έως το τέλος του 2017, για την παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), δεν αποτελεί την εξαίρεση, όπως συχνά παρουσιάζεται, αλλά βρίσκεται στην εμπροσθοφυλακή της θεσμικής ατροφίας της ΕΕ. Ακόμη και εάν παραμείνει στην ένωση, το Ηνωμένο Βασίλειο θα συνεχίσει να απομακρύνεται σταθερά από την Ευρώπη. Δεδομένων των περισσότερο ελκυστικών εμπορικών ευκαιριών που υπάρχουν αλλού, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες θα ακολουθήσουν την ίδια πορεία.
Για την ικανοποίηση των αιτημάτων της Βρετανίας –περιορισμός των επιδομάτων για τους μετανάστες, περιορισμός των δημοσιονομικών κανονισμών που θα μπορούσαν να πλήξουν το City του Λονδίνου και εγκατάλειψη του στόχου για μία «διαρκώς στενότερη ένωση» –θα απαιτούνταν μια ριζική μετάλλαξη της ΕΕ καθώς και εντελώς ανέφικτες αλλαγές στις συνθήκες που στηρίζουν τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Η συζήτηση, οπότε, κατέληξε να αφορά τη δυνατότητα υπαγωγής της Βρετανίας σε ένα ειδικό καθεστώς ή της εξαίρεσής της από περισσότερες ευρωπαϊκές διατάξεις.
Δεδομένων, όμως, των ολοένα εντεινόμενων αμφιβολιών όσον αφορά τα οφέλη της ενοποίησης, ακόμη και αυτή η λύση θα μπορούσε να προκαλέσει τη διάλυση της ΕΕ. Τονίζοντας ότι η Ευρώπη δεν προσφέρει πλέον ένα οικονομικό όφελος, η απομάκρυνση της Βρετανίας από την ΕΕ θα εντείνει τις εκκλήσεις για αλλαγή και σε άλλες χώρες. Με απλά λόγια, η συζήτηση για ένα «Brexit» αποκάλυψε τα οικονομικά και πολιτικά ρήγματα της Ευρώπης για την οποία πλέον δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής.
Το 2005, ο οικονομικός συντάκτης του BBC Ρόμπερτ Πέστον περιέγραφε στη βιογραφία του Γκόρντον Μπράουν ότι σύμφωνα με την «πραγματιστική άποψη» του τότε υπουργού Οικονομικών της Βρετανίας «η ΕΕ ήταν καλή μόνο στο βαθμό που πρόσφερε τα πρακτικά οφέλη της ειρήνης και της ευημερίας» στη χώρα. Παρότι οι Βρετανοί δεν έκρυψαν ποτέ την εθνικιστική φύση της υποστήριξής τους για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, και άλλα μέλη της ΕΕ ήταν εξίσου προσεχτικά όσον αφορά τα εγχώρια συμφέροντά τους.
Οι ευρωπαΐκοί θεσμοί σαν διακοσμητικά ακρόπρωρα
Κανένα θεσμικό πλαίσιο δεν μπορεί να επιβιώσει εάν δεν εξυπηρετεί τα υλικά συμφέροντα των μελών του. Κατά τον 19ο αιώνα, όταν οι συντεχνίες της Τυνησίας δεν κατάφεραν να προσαρμοστούν στη βιομηχανοποίηση, απώλεσαν τον ρόλο τους, και οι amins, οι επικεφαλής των συντεχνιών, εγκαταλείφθηκαν σαν διακοσμητικά ακρόπρωρα σε θεσμούς άνευ σημασίας και αντικειμένου. Σήμερα, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί ενδέχεται να έχουν την ίδια τύχη
Δίχως να επιβαρύνεται από το ευρώ και επωφελούμενη από μακροχρόνιες εμπορικές σχέσεις πέρα από την Ευρώπη, η Βρετανία βρίσκεται σε μία εξαιρετικά ισχυρή θέση ώστε να απωθήσει τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Αυτό μπορεί να εξυπηρετεί μόνον τα δικά της συμφέροντα αλλά δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη. Πράγματι, καθώς οι επιχειρήσεις της Ευρώπης αναζητούν και αλλού αγορές, η στάση της Βρετανίας ενδέχεται να αποτελέσει τον προάγγελο ανάλογων εξελίξεων και αλλού.
Κάτω από τη σκιά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η ευρωπαϊκή ενοποίηση ήταν ένα σοφό και υπέροχο επίτευγμα. Αλλά καθώς αυτό το ιστορικό καθήκον έχει πλέον επιτελεσθεί, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί χρειάζονται έναν νέο λόγο ύπαρξης. Και δεδομένου ότι η ΕΕ, σε αντίθεση με άλλες ομοσπονδίες, δεν έχει ένα κοινό πολιτικό πεπρωμένο, θα πρέπει να επικεντρωθεί στα υλικά οφέλη.
Η Ευρώπη πρέπει να επιστρέψει στη βασική κινητήρια δύναμη της επιτυχίας της, προωθώντας μια ανανεωμένη ατζέντα για την ενιαία αγορά η οποία θα αντικατοπτρίζει το πνεύμα της Συνθήκης της Ρώμης. Δυστυχώς, σήμερα η Ευρώπη είναι ιδιαίτερα διχασμένη με αποτέλεσμα να μην έχει την ικανότητα επίτευξης ενός τέτοιου αποτελέσματος, με τις όποιες νέες πρωτοβουλίες προς αυτήν την κατεύθυνση να αντιμετωπίζουν «ολοένα αυξανόμενη πολιτική αντίσταση»
Εάν οι Ευρωπαίοι απλά επικαλούνται το ευγενές μάντρα για «μία διαρκώς στενότερη ένωση», οι θεσμοί της θα ατροφήσουν. Δίχως έναν νέο ενοποιητικό στόχο, ο οποίος θα βασίζεται σε κοινά υλικά οφέλη και όχι στον φόβο της Ρωσίας του Πούτιν, οι Ευρωπαίοι amins σύντομα θα μείνουν χωρίς δουλειά.
Ο Ασόκα Μόντι είναι καθηγητής Διεθνούς Οικονομικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον και πρώην επικεφαλής αποστολής για τη Γερμανία και την Ιρλανδία στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο