Σταθερό τέμπο, διαυγής άρθρωση και βαρύτονες χρώσεις υποστήριξαν τη ρητορική του Αλέξη Τσίπρα από την αρχόμενη άνοδο του πολιτικού του άστρου ως σήμερα. Οι αρετές του «δραματικού μπάσου» μελοποίησαν με επιτυχία το αντιμνημονιακό καταγγελτήριο, προσέδωσαν εισαγγελική αιχμή στους «φιλιππικούς» που κατά συρροήν αφιέρωσε στους «μερκελιστές» του σαμαροβενιζελισμού και εμπλούτισαν με ηρωικούς επιτονισμούς την επωδό της «περηφάνιας και αξιοπρέπειας» του ελληνικού λαού. Κάποιοι συνέλαβαν εδώ ήχους και απόηχους από την ανδρεοπαπανδρεϊκή εκτέλεση ανάλογων ρόλων, πάντως το συνολικό αποτέλεσμα ήταν δραστικό και πειστικό: παρ’ όλο που δεν ήταν εύκολο να εντοπίσεις απτές προϋποθέσεις για μια ριζική «αλλαγή πολιτικού παραδείγματος» και, πολύ περισσότερο, για τη λογιστική θαυματουργία του προγράμματος της Θεσσαλονίκης, ο Αλέξης Τσίπρας πέτυχε το επικοινωνιακό limit up, όπου το συγκεκριμένο πολιτικό υποκείμενο και η αίσθηση που δημιουργεί κρατούν σε μερική ή ολική έκλειψη τις αδήριτες πραγματικότητες του πολιτικού αντικειμένου. Και στην περίπτωσή μας το συγκεκριμένο πολιτικό υποκείμενο, εξαιρετικό στον οπερατικό ρόλο του, δημιουργούσε αίσθηση ηγεμονικής αυτοπεποίθησης και στιβαρής αυτοκυριαρχίας. Αν μάλιστα ο Αλέξης Τσίπρας πίστευε πραγματικά ότι οι πιθανότητες να μη γητεύσει τη γρανιτώδη Κυρία της Καγκελαρίας ήταν «μία στο εκατομμύριο», τότε, όπως συχνά συμβαίνει, ο επικοινωνιακός ρόλος θα πρέπει να ενσωματώθηκε ανεπαισθήτως στην αυτοεικόνα του.
Ωστόσο, αν δεν κάνουμε σοβαρό λάθος, η τηλεοπτική εικόνα του Αλέξη Τσίπρα, όταν αυτός κινείται μέσα στο βαρυτικό πεδίο της Μέρκελ, αφηγείται μια μάλλον διαφορετική ιστορία. Δεν γνωρίζουμε τα μαλακτικά και τα ανώδυνα που, εκτός «μπίζνες», μπορεί να του απηύθυνε η τελευταία τις προάλλες που βρέθηκε παρακαθήμενός της στη Ρίγα, αλλά η σεβαστική εμπρόσθια κλίση του σώματος του έλληνα πρωθυπουργού για καλύτερη ακουστική πρόσληψη (προφανώς και λόγω γλωσσικής ανασφάλειας) και ένα μάλλον εκπρόθεσμα παρατεταμένο χαμόγελο που εν μέρει αντικαθιστούσε την ελλείπουσα λεκτική ανταπόκριση φιλοτεχνούσαν εικόνα ανεψιού ο οποίος δεν κατάφερε ακόμη να νιώθει και τόσο άνετα απέναντι στην πρωτοκλασάτη θεία, για την οποία γνωρίζει ότι θα μπορούσε ίσως να δείξει οικογενειακή αλληλεγγύη, πλην με αυστηρότητα και όρους που δεν ίσχυσαν ποτέ στο δικό του σπίτι. Και ενώ οι γραμμές αυτές είχαν γραφτεί, η γερμανική FAZ, που σίγουρα ξέρει καλύτερα, εμφάνισε τις προάλλες την Ανγκελα ως μαμά που νιώθει στοργή για τον αμήχανο και αδέξιο λόγω απειρίας γιο της. Πιο άνετος στην καλοδιάθετη «τσαχπινιά» του, ο Γιούνκερ είχε προηγουμένως προλάβει να παρελάσει μπρος στις κάμερες χεράκι-χεράκι με τον έλληνα πρωθυπουργό, πιθανότατα επειδή οσφραινόταν το αμήχανο ντεμπούτο του στα λημέρια των Βρυξελλών.
Από τα προγυμνάσματα των μαθητικών καταλήψεων, τον πολυπράγμονα ακτιβισμό και τις αντισυστημικές ανέσεις του 4% ως την πρωθυπουργία ο Αλέξης Τσίπρας έχει διανύσει πολύ δρόμο πολύ γρήγορα. Ισως όμως να μαθαίνει και γρήγορα, ίσως να βελτιώσει κι άλλο τα ρωγμώδη αγγλικά του, ίσως, αν αποδειχτεί ανθεκτικότερος από το συγκυριακό ικρίωμα που τον ανέβασε τόσο ψηλά, να κατορθώσει πιο στέρεο βηματισμό ανάμεσα στους μανδαρίνους του ευρωπαϊκού ιερατείου –ίσως ακόμη και να μεταλλαχθεί στον Νταν Μπράουν μιας Κεντροαριστεράς που θα βρει επιτέλους το Αγιο Δισκοπότηρο της «προοδευτικής διακυβέρνησης».
Για την ώρα πάντως επιλέγει (ή είναι καταδικασμένος) να ταλανίζεται από τις συγγενείς διαμαρτίες της πολιτικής (και όχι μόνο της κομματικής) κουλτούρας που τον εξέθρεψε: βαρύτονες πόζες, ετοιμοπαράδοτες μανιχαϊστικές αναγωγές σε πολυκαιρισμένους δαίμονες και πρωτοεμφανιζόμενους αγγέλους (με τους μνημονιακούς εναντίον αντιμνημονιακών να είναι απλώς η πιο επικαιροποιημένη εκδοχή αυτής της ευπώλητης απλούστευσης), επικοινωνιακές ζεϊμπεκιές για εσωτερική κατανάλωση· και από την άλλη, ατελής αντίληψη του ευρύτερου πολιτικού και πολιτισμικού οικοσυστήματος με το οποίο είναι συμβεβλημένη η χώρα, «επαρχιώτικη» αυτοαναφορικότητα και καχυποψία, έλλειμμα διεκπεραιωτικού επαγγελματισμού όταν (η ελληνική πολιτική τάξη) καλείται να διαπραγματευθεί εθνικά συμφέροντα και δίκαια με τους «κωλοπετσωμένους» του έξω κόσμου. Δεν είναι δύσκολο να δει κανείς τη λογική συνάφεια ανάμεσα σ’ αυτό το μέσα και το έξω: οι βολικές απλουστεύσεις μέσα δεν παράγουν ούτε την κοινή λογική ούτε την πολιτική νοημοσύνη που χρειάζεται έξω. Και το χειρότερο ίσως είναι ότι όποιος κορδώνεται ως δραματικός μπάσος στη μέσα σκηνή ενδέχεται να εμφανιστεί παραπαίων και παραζαλισμένος ως κωμικός μπάσος στην έξω σκηνή. Και το ακόμη χειρότερο είναι εκείνος ο φαύλος κύκλος όπου όταν οι έξω παίρνουν χαμπάρι τι γίνεται μέσα ενδέχεται να «στραβώσουν» με τρόπο που μοιάζει να επιβεβαιώνει την πατροπαράδοτη αυτοεκπληρούμενη προφητεία για τους κακόβουλους και συνωμοτικούς ξένους.
Είναι εξαιρετικά δυσάρεστο το γεγονός ότι αυτή η χρόνια και υφέρπουσα παθολογία οξύνεται ακριβώς επί των ημερών του νεαρότερου έλληνα πρωθυπουργού και σε μια περίοδο όπου, για ένα σημαντικό μέρος των ψηφοφόρων του και όχι μόνο γι’ αυτούς, η ηλικιακή νεότητά του, ρητά ή υπόρρητα αντιπαραβαλλόμενη με την αμαρτωλή γήρανση των προηγουμένων, απέκτησε τη δυναμική μιας κυρίαρχης πολιτικής μεταφοράς. Αλλά οι μεταφορές ξεφτίζουν: κανείς δεν ξέχασε την τρόικα, αλλά και κανείς δεν θυμάται ότι πρόκειται για μεταφορά.
Διογκώνεται τώρα η στερεοφωνία των εκκλήσεων προς τον Αλέξη Τσίπρα «να το πάρει αλλιώς». Αλλά για να τερματίσουμε με τη μεταφορά της αφετηρίας μας, θα του λέγαμε ότι αρχή της πολιτικής σοφίας θα ήταν να κατεβεί πρώτα από τη μέσα οπερατική σκηνή. Ισως διαπιστώσει ότι έτσι θα πατάει με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και έξω.
O κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ