«Αύριο δεν μπορώ, έχω μοδίστρα στο σπίτι». Μοδίστρα; Στο σπίτι; Ούτε στο «Τρίτο στεφάνι» του Ταχτσή να έπαιζες! «Πτωχέ μου επαρχιώτη» με κοίταξε με το α λα Αννα Γουίντουρ ύφος της: «Η μεταποίηση είναι η haute couture του 21ου αιώνα. Το παλιό ρούχο δεν το πετάς, το “πειράζεις”». Ως και η ένδυση, λοιπόν, πειραγμένη! «Τι άλλο;». Σχεδόν όλα. Εκτός από τη μοδίστρα, είδα να προτείνουν πειραγμένα ρούχα και κάτι εξ Αμερικής στυλίστες: παίρνεις την πετσέτα του μπάνιου, τη ράβεις σαν μαξιλαροθήκη, κάνεις δύο τρύπες για τα χέρια, μία για τον λαιμό, κολλάς επάνω ημιπολύτιμους λίθους ή ό,τι άλλο θεωρείς ότι σου προσθέτει λάμψη και σου κόβει χρόνια, και ιδού «ένα φόρεμα ιδανικό για όλες τις ώρες». Το φοράς και πηγαίνεις για πειραγμένο φαγητό. Το διαφημίζουν από τηλεοράσεως οι σεφ που (χωρίς αιδώ) προτρέπουν: «Σήμερα ας πειράξουμε τα κολοκυθάκια». Ετσι, σερβίρονται τα άμοιρα «ανάλαφρα βρασμένα σε ζωμό λαχανικών, στη μορφή φωλιάς με σοταρισμένο κιμά και ρύζι, ξαπλωμένα επάνω σε ένα στρώμα από αλμύρα και περιχυμένα με αφρό λεμονιού» –αυτό κάποτε το λέγαμε γεμιστά κολοκυθάκια αβγολέμονο με δυο πιρουνιές χόρτα στο πλάι. Τη θέλουμε, όμως, ως φαίνεται, πειραγμένη και την εθνική κουζίνα μας, για να την προτιμήσουμε.
Εξίσου πειραγμένα «σερβίρονται» τα ψυχαγωγικά θεάματα: παίρνεις το θεατρικό, από ειδύλλιο μέχρι Τσέχοφ, και το δίνεις στη Λένα Κιτσοπούλου (ή σε όποιον άλλον) για να το «αναπαλαιώσει». Δηλαδή να προσθέσει όσα δεν πρόλαβε (ή δεν ήθελε;) να γράψει ο Τσέχοφ. Ακολούθως το πειράζει και ο σκηνοθέτης. Ομολογουμένως το αποτέλεσμα δεν είναι πάντα κακό, έχουμε δει παραστάσεις όπου αυτό το από δημιουργικό ως ασεβές touch λειτούργησε. Ομως, θα το πω το κρίμα μου, έπειτα από δεκάδες «πειραγμένες» παραγωγές, νοσταλγώ και μία απείραχτη. Για αλλαγή. Γιατί και τα κλασικά μυθιστορήματα γίνονται πειραγμένα σίριαλ και πειραγμένες ταινίες. Οι όπερες του Βέρντι και του Πουτσίνι παρουσιάζονται τόσο πειραγμένες που περιμένεις ν’ ακουστεί κάποια δημοφιλής άρια για να επιβεβαιώσεις πως, πράγματι, αυτό που βλέπεις είναι η «Τόσκα» και όχι «Ο πόλεμος των άστρων». Τα κλασικά έργα τέχνης στα χέρια μεταμοντέρνων καλλιτεχνών γίνονται… κάτι άλλο. Ιδού λοιπόν η «Τζοκόντα» με μουστάκι, με σκάφανδρο, με πίρσινγκ, με φαλλό στο κούτελο. Ναι, η εκδοχή με μουστάκι –την είχε κάνει πολλά χρόνια πριν και ο Μαρσέλ Ντισάν –έχει την πλάκα της, όμως αν ο υπερρεαλιστής Ντισάν τότε κάτι είχε να πει «ασελγώντας» πάνω στον Ντα Βίντσι, σήμερα οι περισσότεροι φιλόδοξοι Ντισάν φοβάμαι ότι δεν έχουν να πουν τίποτα. Σπαταλούν τον χρόνο τους και τον χρόνο μας σε πράγματα άνευ ενδιαφέροντος. Εκτός αν τα τρία «δεμένα» με πλέξιγκλας καφάσια είναι πράγματι ντιζαϊνάτο τραπεζάκι των 750 ευρώ, όπως προσπαθούσαν να μου το πουλήσουν τις προάλλες, και όχι τρία πειραγμένα καφάσια, το ένα επάνω στο άλλο, όπως τα έβλεπα εγώ. Εκτός αν το νέο φόρεμα της φίλης μου δεν είναι μια πετσέτα παραλίας με τρύπες αλλά η τελευταία επαναστατική δημιουργία της Πελαζί εκ Παρισίων που «βρίσκεται πολύ μπροστά από την εποχή μας, για να την καταλάβεις». Εκτός αν ο «αφρός λεμονιού» είναι πράγματι πιο εύγεστος από το αβγολέμονο. Εκτός αν η Μόνα Λίζα είχε πραγματικά πρόβλημα τριχοφυΐας και η εκδοχή του Ντισάν είναι όντως πιο ακριβής από την εξευγενισμένη του Λεονάρντο. Να, λοιπόν, η ένστασή μου με το «αλλιώς», το «προχώ», το «πειραγμένο»: τις περισσότερες φορές είναι δήθεν. Και το δήθεν όταν σερβίρεται ως κάτι σημαντικό, γίνεται επικίνδυνο. Επειδή αλλοιώνει το κριτήριο. Μήπως, λοιπόν, να ξαναθυμηθούμε το πρωτότυπο; Ως άσκηση. Για να το ξεφοβηθούμε. Για να δούμε αν είμαστε (ακόμη) σε θέση να το κατανοήσουμε, να το εκτιμήσουμε, να το απολαύσουμε. Και έπειτα το πειράζουμε.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 24 Μαΐου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ